- Τα ωραία!
Καλώς τον Σπύρο. Καλώς τον στύλο του σπιτιού μου.
Έτσι με καλοσώρισε (όπως και κάθε μέρα, δεν έχω παράπονο), η νεαρή συμβία μου το μεσημέρι που γύρισα από τη δουλειά.
- Κάθισε Σπύρο, διάβασε την εφημερίδα σου, και όλο τα ίδια γράφουν, και σε λίγο θα φάμε. Βάλε και τις παντόφλες σου για να ξεκουραστούν τα ποδαράκια σου.
Ξάπλωσα, που λέτε, αναπαυτικά στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, αναλογιζόμενος πόσο ευτυχισμένος και τυχερός είμαι που βρήκα μία τέτοια γυναίκα, πήρα την εφημερίδα και άρχισα να την ξεφυλλίζω.
Αφού ενημερώθηκα για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις και τις διεργασίες (έτσι λέγονται τώρα τα αλληλοκαρυδώματα) που σημειώνονται σε όλα τα κόμματα και αφού διαπίστωσα ότι πέφτει πολύ κλάμα στο χρηματιστήριο, το μάτι μου σταματάει σε μία είδηση χωμένη και χαμένη στις μέσα σελίδες.
Αρχισα να την διαβάζω αφηρημένος, αλλά σε λίγο απορροφήθηκα τόσο πολύ, που ξέχασα όλα τα υπόλοιπα.
Τα άσχημα!
Το γεγονός που με συντάραξε, δεν συνέβη στην Ελλάδα, αλλά κάπου βόρεια (γιατί φυσικά τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν εδώ).
Μία Ρωσίδα, η Ταμάρα ας πούμε, ένα βραδάκι την ώρα που ο ευτυχισμένος σύζυγός της, ο γέρο - Νικολάϊ, ας πούμε, είχε ξεραθεί στο σανίδι και κοιμότανε του καλού καιρού, τι λέτε να του έκανε;
Πλησιάζει σιγά-σιγά κοντά του και τον βουτάει από τον λαιμό τόσο τρυφερά, που τα μάτια του φουκαρά φτάσανε στο ταβάνι, ενώ η γλώσσα του σεργιάνισε στο πάτωμα.
Αποτέλεσμα; Τα τέζαρε ο. .. κοιμισμένος!
- Ταμάρ. ..πρόλαβε μόνο να πει.
Τι νομίζετε ότι έκανε μετά η μελιστάλαχτη, αφοσιωμένη, νοικοκυρά και χρυσοχέρα Ταμάρα;
Παίρνει το χασαπομάχαιρο, κόβει το στεφάνι της μεριδούλες, μαγειρεύει με κριθαράκι και τρώει μερικά καλά μεζεκλίκια (νεφραμιά κ.λ.π.), ξεχωρίζει και φυλάει στο ψυγείο τα υπόλοιπα για μία ώρα ανάγκης, και τα άχρηστα του Νικολάϊ (μυαλό και. .. άλλα), τα πετάει στο δρόμο για να φάνε και τα κακόμοιρα τα (κοπρο)σκυλάκια που δεν τα φροντίζει κανείς.
- Σπύρο, με πετάει απότομα η αγαπημένη γυναικούλα μου, καθώς την βλέπω ξαφνικά από πάνω μου με την πιρούνα της κουζίνας.
- ΈΛΑ!
- Μα γιατί είσαι τόσο απότομος; Πείνασες καημένε ε; Δεν αργώ. Όπου να ΄ναι σερβίρω. Διαβάζεις τίποτα καλό;
- Πάρα πολύ. Θα σου πω αργότερα. Ασε με τώρα.
Το πρωί, λοιπόν, οι γείτονες ανησύχησαν που δεν είδανε τον Νικολάϊ θρονιασμένο στο κεφαλόσκαλο όπως το συνήθιζε. Βλέπανε και τα ψωροζωντανά του δρόμου χορτασμένα να ξερογλύφονται και να κοιτάνε το παραθύρι, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινότανε. Μυρίζανε το κοκκινιστό και δεν ξέρανε τι να υποθέσουνε.
- Καλά, αυτοί κάθε μέρα τρώνε λαχανίδα. Τι να συμβαίνει άραγε; ρωτιόντουσαν μεταξύ τους. Κανένας όμως δεν ήξερε να απαντήσει.
Πλησιάζουν την πόρτα, κτυπάνε και ακούνε από μέσα κάποιον να βογκάει. Φωνάζουν αμέσως την αστυνομία.
- Για αφήστε τα γραφεία και ελάτε προς τα εδώ, γιατί κάτι περίεργο συμβαίνει.
Καταφτάνούν οι αστυφύλακες, μπουκάρουνε στο σπίτι, βρίσκουνε την Ταμάρα βαρυστομαχιασμένη να αγκομαχάει και να καθαρίζει τη μασέλα της με ένα σπιρτόξυλο. Ψάχνουμε για τον γέρο, πουθενά ο γέρος.
- Που είναι βρε ο Νικολάϊ; ρωτάνε τα όργανα.
- Εδώ μέσα, τους απαντάει δείχνοντας την κοιλιά της. Δεν χώνεψα ακόμα.
- Φτύστον μωρή, της φωνάζει ένας και την γραπώνει από τον σβέρκο.
- Θα στα μαρτυρήσω όλα, του απαντάει η. .. μωρή, αλλά να τον φτύσω ποτέ. Είδα και έπαθα μέχρι να τον μασήσω. Πέτσα σκέτη. Δεν τρωγότανε με τίποτα ο άτιμος.
Τα λογικά!
Έτσι, το μακάβριο αυτό γεγονός είδε το φως της δημοσιότητας, το διαβάσανε όλοι οι παντρεμένοι που συνήθως κοιμούνται βαριά και το ρίξανε στους καφέδες, μιας και όπως λέγεται, ο Θάνατος είναι αδελφός του Ύπνου.
- Σπύρο είμαι έτοιμη. Και σου ΄χω ένα κοκκινιστό, μούρλια, με ξαναπετάει από την πολυθρόνα η γυναίκα μου. Έλα να φάμε.
Μπορεί η Ταμάρα (καλή της ώρα) να έλυσε ταυτόχρονα δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ανθρωπότητας, όπως είναι αυτά της πείνας και του υπερπληθυσμού, εμένα όμως κάτι άστραψε στο κεφάλι μου και φωτίστηκε το πνεύμα μου.
- Σπύρο, σκέφτηκα. Ή τώρα ή ποτέ!
Σηκώθηκα λοιπόν και έπραξα αυτό που θα έκανε κάθε νοήμων άνθρωπος. Νυχτοπερπατώντας και κρατώντας την ανάσα μου, έβαλα τα παπούτσια, πήρα το σακάκι και κατευθύνθηκα στην εξώπορτα.
Κουτρουβαλώντας στα σκαλοπάτια και τρέχοντας στον δρόμο σαν ντοπαρισμένος Ολυμπιονίκης, άκουσα από μακριά την τρυφερή αλλά διαπεραστική φωνή της νεαρής και χαριτωμένης τώρα, αλλά αιμοβόρας και ανθρωποφάγας. .. μπαμπόγριας σε μερικά χρόνια γυναικούλας μου.
- Σπύρο που είσαι; Σπύροοοο!!! Σπύρος Βεκίνης
|