Είναι μια εξέδρα ξύλινη, σε αρκετό μήκος και πλάτος ανάλογο. Μια εξέδρα ξύλινη, θεμελιωμένη στη θάλασσα εμπρός από το παραδοσιακό ξενοδοχείο «ΙΣΤΙΑΙΑ», με κολόνες «εξοπλισμένου σκυροδέματος», ύψους της και 1/2 η διάσταση. Κολόνες στέρεες, σίδερο και τσιμέντο και ιδιαίτερα «κομψές». Αλλωστε και την ξύλινη εξέδρα που στηρίζουν τη χαρακτηρίζει κι αυτή μια ιδιαίτερη χάρη. Μια εξέδρα ζωτική λοιπόν και που την στηρίζουν «κομψές», τσιμεντένιες κολόνες. Το πρώτο στοιχείο.
Είναι το θεμέλιο!
Και από πάνω της υψώνεται μια οκτάγωνη υαλόφρακτη αίθουσα. Δίπλα της και αριστερά υπερυψωμένη μια μικρότερη εξέδρα 2x2 και πάνω της στηρίζεται ένας στύλος σιδεροκατασκευής l/2mxl/2m πλάτος με χιαστή και ευθείες σιδεριές που καταλήγει σ' ένα φωτιστικό σε εικόνα φάρου.
Αριστερότερα, μία πάλι με σιδηροκατασκευή σκάλα που οδηγεί στο επίπεδο της θάλασσας.
Ολόγυρα από την υαλόφραχτη αίθουσα μια βεράντα την περιβάλλει, και την εξέδρα την αγκαλιάζει προστατευτικό κάγκελο, με ξύλινη κουπαστή.
Τα χρώματα δένουν αρμονικά με το θαλάσσιο χώρο.
Είναι το «ΚΥΜΑ».
Μια κατασκευή που συνδυάζει τη γραφικότητα της εικόνας και μια ομορφιά απέριττη. Η άνετη πρόσβαση στο χώρο προσφέρει τεράστιες δυνατότητες σ' αυτόν.
Είναι (ήταν) σημείο αναφοράς για την Αιδηψό, όπως λειτούργησε ο χώρος.
Είναι το «ΚΥΜΑ».
Λειτούργησε σαν χώρος διασκέδασης, σύμφωνα με το πρότυπο κάθε περιόδου. Σταθερό στοιχείο λειτουργίας του «ΤΟ ΚΑΦΕΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ».
Την περίοδο των πρώτων χρόνων λειτουργίας του και ιδιαίτερα λίγα χρόνια πριν το '40 και την περίοδο του καλοκαιριού, άρχισε να διασκεδάζει τους θαμώνες του το «ΚΥΜΑ». Ιστορείται ότι τον χώρο γέμισε με τις μελωδίες του και ο ΕΝΤ BIANCO με την ορχήστρα του.
Αυτές είναι κάποιες στιγμές αναφοράς που με ιδιαίτερη αίγλη αγκαλιάζουν το«ΚΥΜΑ». Σκέψου ο ΕΝΤ BIANCO με την ορχήστρα του να παιανίζει στην εξέδρα στο «ΚΥΜΑ».
Αργεντίνικες μελωδίες. Όμορφες στιγμές. Για μερικούς μια ιδιαίτερη ανάμνηση, για άλλους άγνωστες ή ξεχασμένες.
Ύστερα η κατοχή. Ο χώρος ερημώθηκε. Αλλωστε τι μπορούσε να προσφέρει; Ούτε έναν απλό καφέ. Ερημώθηκε. Κάποιοι νοσταλγοί έμειναν να στεγάζουν την αγωνία τους. Αγωνίες, πίνοντας έναν καφέ ελληνικής παραγωγής ή από ρεβίθι ή από κριθάρι. Και φυσικά σκέτο, χωρίς ζάχαρη. Η ζάχαρη απλό είδος, υπό εξαφάνιση εκείνο τον καιρό. Και ήταν ακόμη το «ΤΣΙΠΟΥΡΟ» με μεζέ τον «ΓΑΥΡΟ». Προϊόντα της περιοχής. Η θάλασσα και τ' αμπέλια. Σε κάποια τραπέζια, στον υαλόφρακτο χώρο, κάποιοι ξεχνιόντουσαν παίζοντας ξερή, ή πρέφα, ή τις κούπες.
Μια χρονιά, ακόμα κατοχή, το καλοκαίρι του '42, αν θυμάμαι καλά, η Αιδηψός ζωντάνεψε. Δέχτηκε όπως εκείνα τα χρόνια, για «μπάνια». Ήτανε λένε πελάτες από την περιοχή της Φθιώτιδας πολλοί, παραγωγοί σιταριού και φυσικά οικονομική επιφάνεια. Είχανε λοιπόν την δυνατότητα να παραθερίσουν και η Αιδηψός κοντά τους, τους κέρδισε. Το «ΚΥΜΑ» εκείνο το καλοκαίρι γνώρισε ώρες πάλι χαράς και κεφιού. Αγκάλιασε και δέχτηκε τον κόσμο και στη σκιά του, τους στέγασε. Τελείωσε η οδυνηρή περίοδος της κατοχής.
Ξανάρθαν τα χρόνια που πάλι ελεύθεροι έπρεπε να ξαναχτίσουμε ότι είχε καταστραφεί για μια νέα πορεία δημιουργίας.
Το «ΚΥΜΑ», - στόχος καινούργιας περιπέτειας. Νέοι ενοικιαστές. Ο Μιχάλης, ο αδελφός του ο Γιώργος.
Το τσίπουρο βέβαια συνέχισε να προσφέρεται. Φυσικά έγινε πιο πλούσιος ο μεζές. Την ελιά την συντροφεύει τώρα και ο γαύρος, βέβαια και η γαρίδα, το σαγανάκι.
Όμως η μεγάλη αλλαγή είναι μια ΦΙΡΜΑ. Το ΟΥΖΟ 12 είναι λένε γεγονός ιδιαίτερης σημασίας. Το ΟΥΖΟ 12 προσφέρθηκε για πρώτη φορά στο καταναλωτικό κοινό στην εξέδρα στο «ΚΥΜΑ». Συγχρόνως ήρθαν και τα γλυκά του κουταλιού, τα γλυκά του ταψιού. Οι καφέδες ξεχάστηκαν οι κατοχικοί. Τώρα καφές ΛΟΥΜΙΔΗ και ύστερα ο καφές BRAVO. Όλες αυτές οι φίρμες μπήκαν βέβαια στην αγορά της Αιδηψού όταν ο Μπάρμπα-Γιάννης ο καφές (Πεσματζόγλου) και ο Μπάρμπα-Γιάννης ο Μουσμούζης, σταμάτησαν να προμηθεύουν από τα καφεκοπτεία τους την αγορά.
Λοιπόν καφές σε φλιτζάνι χοντρό, σκέτος ελαφρύς ή βαρύς γλυκός. Και ο Γιώργος πάντοτε πρόθυμος να εξυπηρετεί και να εκτελεί την επιθυμία του κάθε πελάτη. Βέβαια αυτές οι εικόνες, καφέδες, τσίπουρο, γλυκά ταψιού, ήτανε τώρα πλέον το σκηνικό του μαγαζιού. Το ΚΥΜΑ έπαιζε απλό ρόλο. Τα τραπέζια στο στεγασμένο χώρο καλύφτηκαν με πράσινη τσόχα, πολλαπλασιάστηκαν, έγιναν στρογγυλά, ειδική παραγγελία καρέκλες με μαλακά επιστρωμένα. Να κάθονται ξεκούραστα οι πελάτες.
Και αυτοί οι πελάτες δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Ήτανε οι ΠΑΙΧΤΕΣ. Το ΚΟΥΝ - ΚΑΝ, η μπιρίμπα και κάπου - κάπου η πόκα. Οι μεγάλες ώρες για το χώρο.
Το καλοκαίρι ιδιαίτερα με ανοιχτά τα παράθυρα.
Τα τραπέζια γύρω - γύρω τα πλαισίωναν παίχτες και από τα δύο φύλα και κάθε ηλικίας.
Μυσταγωγία!! Κανείς δε μιλούσε ή λίγες κουβέντες. Βέβαια υπήρχαν και στιγμές κάποιας έντασης. Τότε ο διάλογος γινότανε σε έντονο ύφος. Δεν κρατούσε πολύ.
Είπαμε ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ! Και ο ΜΥΣΤΗΣ του χώρου ο Μιχάλης.
Μια ιστορία ζωής και ο Μιχάλης είναι αξεπέραστος ΤΥΠΟΣ, το ξαναλέω, αξεπέραστος στο ρόλο του.
Ο Μιχάλης γλεντζές, καλοπροαίρετος, ειρηνοποιός, εξυπηρετούσε φίλους και φίλους, με κάθε τρόπο. Φυσικά και ιδιαίτερα στο γυναικείο φύλο και κουβαρντάς.
ΠΡΕΠΕΙ! ΠΡΕΠΕΙ! Το ΚΥΜΑ να σωθεί.
Και ύστερα να ξαναλειτουργήσει σαν κάποια εστία... .. ίσως και αναμνήσεων.
Γιάννης Καραντζής