Στα πικρά, δύστυχα και φτωχά χρόνια που περνούσαν τα χωριά μας, η ελιά, το κύριο προσφάι, μοιράζονταν στα δύο και στα τρία.
Ελαιόδενδρα υπήρχαν στις περιοχές Ροβιών, Χρόνιας, Λιμνης, Αγίας Αννας.
Όλα τα ορεινά χωριά το χειμώνα άδειαζαν. Οι κάτοικοί τους κατέβαιναν οι περισσότεροι στο κτήμα του Παπαδόπουλου στις Ροβιές. Δουλειά από το χάραμα μέχρι το σούρουπο για μια οκά λάδι και μία χούφτα χαμάδες που έβαζαν οι γυναίκες στις ποδιές τους, κάνοντας τα στραβά μάτια οι φύλακαες.
Η μάνα μου δούλευε κι αυτή μαζί με τις άλλες γυναίκες του χωριού μας. Έφευγαν νύχτα ξημερώνοντας Δευτέρα κι έρχονταν αργά τη νύχτα του Σαββάτου.
Η Κυριακή -μέρα αργίας- για τις γυναίκες ήτανε μέρα μαρτυρίου. Ζύμωμα, πλύσιμο, μπάλωμα, μαγείρεμα, συγύρισμα. Αντε να προλάβεις.
Μια τέτοια Κυριακή στο φτωχό μεσημεριανό τραπέζι παραβρέθηκε κι ο νονός μου από το Δρυμώνα.
Η μάνα μου είχε φέρει λίγες ελιές χαμάδες. Ο νονός μου τρώγοντας τις εκθείαζε κι όλο έλεγε: - Μπράβο χαμάδες και τις έτρωγε σαν να ήτανε στραγάλια.
Η μάνα μου που τον κοιτούσε, σε κάποια στιγμή του λέει: - Δυο κουμπάρε την ελιά.
Ο νονός μου, αντί να συμμορφωθεί με την υπόδειξή της, κατέβαζε δύο - δυο τις ελιές.
Η μάνα μου, βλέποντας το πιάτο του να αδειάζει του ξαναλέει: - Κουμπάρε, όχι όπως σου είπα, αλλά όπως ήξερες.
Πικρά, δύστυχα και φτωχά χρόνια, μα και συνάμα ευλογημένα, γιατί οι άνθρωποι ήτανε μονιασέ΄νόι, αγαπημένοι και μοιράζονταν το πιάτο με τις ελιές.
Χρήστος Κοκκινομηλιώτης