Στη Λίμνη ήτανε μια κρασοπαρέα, αποτελούμενη από τον Δασάρχη, Ταμία, Έφορο, Διοικητή της χωροφυλακής και το Δήμαρχο.
Όπου υπήρχε καλό κρασί και μεζές, η κρασοπαρέα παρούσα. Οι κοιλιές τους είχανε γίνει τάφοι ορνίθων κι αμνοεριφίων.
Όλοι τους κουβαρντάδες, εκτός του Δασάρχη. Το χέρι του δύσκολα έμπαινε στην τσέπη, λες κι είχε μέσα της σκορπιούς. Ασε που δεν πλήρωνε το ρεφενέ, αλλά έπαιρνε και τα ρέστα.
Μια βραδιά παρήγγειλαν στη Χρόνια, στον Παναγιώτη Κουφουδάκη, ψαρόσουπα.
Ο Έφορος, που του κακοφαινότανε που ο τσιφούτης Δασάρχης όχι μόνο έκανε το κορόιδο στο ρεφενέ, αλλά περιδρόμιαζε και τα περισσότερα, αποφάσισε να του κάνει την πλάκα της ζωής του.
Πήγε στο φαρμακείο του Δάρα και ζήτησε δυο δόσεις καθαρτικού. Ύστερα συνάντησε τον ταξιτζή Βαγγέλη Φατσέλο και κανόνισε να τους πάει στη Χρόνια. Του ζήτησε ακόμα, άμα έλθει αργά το βράδυ να τους πάρει, να μην σταματήσει στο δρόμο για κανένα λόγο.
Τους πήγε στη Χρόνια και γύρισε στη Λίμνη.
Κάθισαν στο μικρό μαγαζάκι, στο πικάπ έπαιζε ο καινούργιος δίσκος «Μάγια μούχεις κάνει μάγια» και στρώθηκε το τραπέζι.
Ο Έφορος προφασίστηκε ότι θα πάει να βοηθήσει την κυρά Σοφία, στο σερβίρισμα.
Έφταναν ένα-ένα, αχνιστά τα πιάτα με την μοσχομυριστή ψαρόσουπα.
Ο Δασάρχης, λαίμαργος καλώς ήτανε, δεν περίμενε να σερβιριστεί το δικό του πιάτο κι έπαιρνε κουταλιές από το πιάτο του διπλανού του Εφόρου.
Ο Έφορος χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, άδειασε το καθαρτικό στο πιάτο του Δασάρχη και του το σερβίρισε. Αδιάφορος πήγε να φέρει την πιατέλα με τα ψάρια.
Οι άλλοι της παρέας βλέποντας ότι ο Δασάρχης είχε μισοαδειάσει το πιάτο του Εφόρου, τον μάλωσαν και κείνος ντροπιασμένος έβαλε το δικό του στον Έφορο και πήρε το δικό του.
Ήλθαν τα ψάρια και το κρασί κι όλοι ρίχτηκαν με όρεξη στην αχνιστή σούπα. Σε λίγο δεν είχε μείνει τίποτα από σούπα και ψάρια.
Το πικάπ συνέχιζε «μάγια μούχεις κάνει μάγια και μου κάνεις και την άγια».
Ο Έφορος όλο και ρωτούσε τον Δασάρχη αν ήτανε κι όλη η σούπα και πως ένιωθε.
- Με τέτοια ψαρόσουπα -γεια στα χέρια της κυρα Σοφίας- πως να μην νιώθω καλά;
Νιώθω υπέροχα!
Περνούσε η ώρα, έπιασαν και το τραγούδι. Ξαφνικά ήλθε στον Έφορο η πρώτη σουβλιά να του τρυπάει τα έντερα.
- Ωχ! ξεφώνισε και κρύος ιδρώτας τον περίλουσε.
Στην ώρα του έφτασε κι ο Φατσέλος. Πλήρωσαν και μπήκαν στο ταξί για την επιστροφή στη Λίμνη.
Οι σουβλιές θέριζαν τα σπλάχνα του Εφόρου. Το έξυπνο πουλί πιάστηκε στο δίχτυ που μόνος έστησε.
- Σταμάτα μπάρμπα Βαγγέλη, είναι μεγάλη ανάγκη!
- Τι λες κυρ Έφορε; Να σταματήσω; Με τίποτα. Είδα κι αποείδα να το βάλω μπρος με την μανιβέλα. Δεν σταματάω με τίποτα!
- Σταμάτα, του ξαναλέει ξέπνοα. Έπαθα μεγάλη ζημιά!
Εκείνος όμως ούτε απάντησε μέχρι που έφτασαν στη Λίμνη. Βγήκαν όλοι από το ταξί εκτός από την Έφορο. Αφού ξεμάκρυναν οι άλλοι τραγουδώντας, ο Έφορος λέει στο φατσέλο.
- Μπάρμπα Βαγγέλη, πήγαινε στη σπιτονοικοκυρά μου να σου δώσει ρούχα ν' αλλάξω. Δε σου μυρίζει ότι εγώ έπαθα τη ζημιά;
Όστις λάκκον αλλού σκάπτει, εαυτόν πολλάκις θάπτει! Χρήστος Κοκκινομηλιώτης
|