Στο χωριό μου κάποτε η θεια Λένη η Γάτσαινα αρρώστησε. Ξαπλωμένη δίπλα στην παραστιά του τζακιού, κουκουλωμένη με την κόκκινη βελέντζα της, έλεγε στο γιο της, το Γιάννη, να πάει στη Λίμνη στο γιατρό Κεχριώτη, να της δώσει φάρμακα.
Της υποσχέθηκε ο Γιάννης ότι την άλλη μέρα θα πήγαινε στη Λίμνη.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, με ένα γόνατο χιόνι. Αμαξιτός δρόμος τότε δεν υπήρχε. Με τόσο χιόνι πως να πάει ο Γιάννης με τα πόδια στη Λίμνη;
Η θεια Λένη το τροπάρι της. Να πάει να της φέρει φάρμακα.
Ντύθηκε ο Γιάννης, ποδέθηκε με τα καινούρια τσαρούχια του κι έφυγε λέγοντας στη μάνα του ότι πάει στη Λίμνη.
Πέρασε στο απέναντι χωριό, μπήκε στο σπίτι μας και κάθισε εκεί μέχρι αργά το απόγευμα.
Ζήτησε από τη μάνα μου λίγες φακές κι έφυγε για το σπίτι του. Χιονίστηκε, έβρεξε τα τσαρούχια και τα μπατσάκια περνώντας από τη βρύση και μπήκε στο σπίτι, τάχα κατάκοπος και παγωμένος.
Γέμισε από τη στάμνα ένα κύπελλο νερό κι έδωσε στη μάνα του μια φακή - χάπι - για να πιει. Έτσι κι έγινε. Εκείνη του έδωσε όσες ευχές είχε πρόχειρες και ξανακουκουλώθηκε.
Το πρωί με μια κούπα ζεστό φασκόμηλο ήπιε και το δεύτερο χάπι της (φακή).
Το μεσημέρι μαζί με το πιάτο ζεστό ξινό τραχανά πήρε και το τρίτο.
Το απόγευμα η θεια Λένη, περδίκι πια, σηκώθηκε από τα στρωσίδια της, κάθισε στο σκαμνί μπροστά στο τζάκι, δόξασε το Θεό, ευχαρίστησε το γιατρό που της έδωσε τόσο καλό φάρμακο κι έδωσε τις υπόλοιπες ευχές στο γιο της που τόσα τράβηξε μ' αυτό τον καιρό να της το φέρει!
|