Του Γεωργίου Κ. Αφένδρα
Ο Γεώργιος Αφένδρας, άρχισε να γράφει τα λαογραφικά του στις αρχές του 1900, νεοδιορισμένος δάσκαλος τότε. Γεννήθηκε στο Αχλάδι και ερεύνησε την λαογραφία των χωριών της περιοχής του με έναν απαράμιλλο και μοναδικό τρόπο. Η εποχή που τα κατέγραψε ήταν αναλλοίωτη από εξωγενείς επιρροές, που σημαίνει ότι τα έθιμα αυτά ήταν συνέχεια των αρχαίων και Βυζαντινών χρόνων. «Τα λαογραφικά της Βόρειας Εύβοιας», δημοσιεύτηκαν από την ΕΕΣ και έχουν περιληφθεί στο Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών. Έχουν μεγάλη σπουδαιότητα γιατί είναι η μοναδική εργασία που περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο ζωής της Βόρειας Εύβοιας σε μια εποχή που είναι αναλλοίωτη συνέχεια από την αρχαιότητα. Ο γιός του 70 χρονών σήμερα, μας πρόσφερε για δημοσίευση και άλλες εργασίες του που είναι αδημοσίευτες.
«...Τα Χριστούγεννα ήταν για τους γεωργούς ξεκούρασμα, γι' αυτούς και για τα ζώα των, και καλοπέραση. Την παραμονή έσφαζαν τα γουρούνια, που τα έτρεφαν ως επί το πλείστον με βελάνι και καλαμπόκι. Και ο πτωχότερος ακόμη είχε τουλάχιστον 50 οκάδων γουρούνι για τα Χριστούγεννα. Η σφαγή των χοίρων τα χριστούγεννα ήτο έθιμο παλαιόν, σχετιζόμενο με τα Κρόνια των αρχαίων, κατά τα οποία έσφαζαν χοίρους, θυσία στον Κρόνον. Κατά το σφάξιμο του γουρουνιού φρόντιζε ο σφαγεύς να μη σκούξει το γουρούνι και τ' ακούσει ο εχθρός και πει κακά λόγια, γιατί τότε το κρέας θα μύριζε και θα σκουλίκιαζε. Αυτή η πρόληψις εγεννήθη, διότι πολλά γουρούνια τότε έπασχον από τριχίαν. Ο γράφων έτυχε να παραστή εις σφαγήν χοίρου, οπότε εξήλθον εκ της οπής του μαχαιριού σκώληκες και οι παριστάμενοι το απέδωσαν στα μάγια. Εις μάτην τους εξήγησα ότι είναι ασθένεια και μάλιστα μεταδοτική, αυτοί το απέδιδαν εις λόγια μαγικά εχθρού τινός. Όταν ξεκοίλιαζαν το γουρούνι, ο αρχηγός κοίταζε τα σπλάχνα, ιδίως το σηκώτι, το οποίον έπρεπε να έχει τόσους λοβούς όσα τα μέλη της οικογενείας. Η έλλειψις ενός λοβού ήτο κακός οιωνός. Επίσης κοίταζε και την σπλήνα. Εάν η σπλήνα ήτο καθαρά και ίσια, τότε ήτο καλός οιωνός, εάν ήτο χαραγμένη και είχε κίτρινο χρώμα, τότε ήτο κακός οιωνός. Κατά το διάστημα της σαρακοστής, χώρια που πήγαιναν στα χωράφια, έστειναν και θηλιές και έπιαναν τετράπαχα κοτσίφια, και τα πάστωναν σε ταλαράκια η φτήνες πήλινες, ώστε εκτός του χοιρινού κρέατος είχον και κυνήγι.
Η τελετή της Γεννήσεως του Χριστού εγίνετο τη νύκτα. Τα μεσάνυχτα κτυπούσαν οι καμπάνες και πήγαιναν όλοι στην εκκλησία με τα καλά τους ρούχα, με τις φλοκάτες οι γέροι και τις κάπες οι νεώτεροι, αι δε γυναίκες με τις τσιπούνες. Όταν επέστρεφαν πρωϊ από την εκκλησία, έτρωγαν τα εντόσθια του γουρουνιού τηγανιτά, το μεσημέρι έψηναν σουβλιμάδα από κοτσύφια η κρέας γουρουνιού. Το βράδυ της 25ης Δεκεμβρίου την νύκτα ήρχοντο τα Σκαλκατζούρια και φέρνανε εις μεν τους καλούς εργατικούς και επιμελείς δώρα καλά ήτοι σύκα, καρύδια, κανένα σουγιά, λουρί η ζωνάρι κλπ., εις δε τους τεμπέληδες και αμελείς άχυρα, φλούδες, κάρβουνα η τα εργαλεία της δουλειάς την οποίαν όμως αμελούσαν. Τα Σκαλκατζούρια μπαίνανε από το τζάκι και τα δώρα τα βάζανε κάτω από το προσκέφαλο η τα κρεμούσαν πάνω από το κεφάλι.
Την Τρίτη ημέρα λιάνιζαν τα γουρούνια, πάστωναν τα κόκαλα, έφτιαχναν λουκάνικα από τα ψαχνά και πασπαλά από τα παχιά, έψηναν μεγάλην σουβλισμάδα και διασκέδαζαν. Από το παχύ έντερο του χοίρου φτιάχνανε τις μπάμπες. Δηλαδή έβραζαν το παχύ έντερο και κατόπιν το έκοβαν σε τεμάχια δυο σπιθαμών και τα παραγέμιζαν με κομμένο σιτάρι βρασμένο, τεμάχια συκωτιού και σπλήνα, βρασμένα με αρκετά μπαχαρικά και λίγο αλάτι, έδεναν τα άκρα με σίγουρες κλωστές και τις κρεμούσαν μαζί με τα λουκάνικα. Κατά τα νυκτέρια τις περνούσαν στην σούβλα, τις ζέσταιναν και τις έτρωγαν ως μεζέ. Αυτή τη δουλειά την έκαναν συντροφιά, γείτονες, συγγενείς και φίλοι. Καθ' όλα τα δωδεκαήμερα δεν επετρέπετο οσπρεοφαγία, διότι θα έβγαινον σπυριά στο κορμί, γιαυτό έτρωγαν χοιρινό κρέας και κυνήγι μέχρι τις παραμονές του Σταυρού.
Η Πρωτοχρονιά
Την εορτήν της Πρωτοχρονιάς οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν Καλένδαι και επειδή κατ' αυτήν την εορτήν οι Βυζαντινοί μεταμορφώνοντο εις τρόπον ώστε να τρομοκρατούν τους νέους, ιδίως τα μικρά παιδιά, εδημιουργήθη ο θρύλος των Καλικάντζαρων. Την παραμονήν της εορτής ζύμωναν και έψηναν την βασιλόπιττα, την στόλιζαν με διάφορα κεντίδια και εκέρφωναν τόσα καρύδια, όσα ήσαν τα μέλη της οικογενείας, και τόσους κύκλους επάνω και στο κέντρο μικρούς βόλους όσους ήταν τα καματερά τους βώδια, και μέσα έβαζαν το ασημένιο νόμισμα. Οι τελείως άποροι έβαζαν μικρόν άχυρον. Επίσης έφτιαχναν κουλούρες, για όσα βόδια είχαν, και το πρωί, που ήρχετο ο βουκόλος τις κρεμούσαν στα κέρατα, δώρα του βουκόλου, επίσης έφτιαχναν και ιδιαίτερη βασιλόπιττα για τους τσοπάνηδες, αν ήσαν ποιμένες η είχον πράματα, και την έστειλον στο μαντρί. Επίσης και άλλες μικρές κουλούρες και μια μικρή κοκόσια (καρύδι) πάνω για όλα τα μικρά παιδιά, εγγόνια και βαπτιστικούδια. Όλα αυτά εζυμώνοντο με αλεύρι, που είχαν περάσει από τη ψιλή σίτα.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, πριν να ξημερώσει, πυροβολούσαν για να βασιλέψουν τα άρματά τους. Δεν πιστεύω όμως αυτό να γινόταν επί τουρκοκρατίας, αυτό το έθιμο θα εισήχθη μετά την Επανάστασιν. Αμα τη αυγή ξυπνούσαν το μικρότερο αγόρι και το έστελναν στη βρύση να φέρει νερό. Έπρεπε και κατά την μετάβασιν και κατά την επάνοδον να μη μιλήσει σε κανέναν, για να πρωτομιλήσει, όταν θα έμπαινε στο σπίτι να πη την «καλημέρα και του χρόνου» και να περιβρέξη τους σπιτικούς, τα πράματα και το σπίτι με το «αμίλιτο νερό». Αν το χωριό είχε παπά, διότι ένας παπάς ήτο σε δυο η περισσότερα χωριά, μετά την λειτουργίαν επήγαιναν στα σπίτια των και έτρωγαν τιγανίτες η σφουγγάκια (λουκουμάδες) με άφθονο μέλι. Την βασιλόπιττα την έκοβαν στο γεύμα. Είχαν και τις δυσαιδαιμονίες τους. Όταν ο βουκόλος ήρχετο να πάρει τα βώδια την πρωτοχρονιά, κοίταζαν, όταν βγαίνανε έξω από την πόρτα του σπιτιού, κατά που θα έστριβαν, αν δεξιά, όλα θα πήγαιναν δεξιά, έπιναν με τον βουκόλο το ρακί τους και ηυχοντο «θεός να τα φέρει δεξιά». Ελληνική πρόληψις από αρχαιοτάτων χρόνων. Και στην Οδύσσειαν κατά την αναχώρησιν του Οδυσσέως: «δεξιά φανήκαν τα πουλιά καθώς αναχωρούσε». Είχαν και τις προλήψεις: ποιος θα τους καλημερίσει πρώτος, ποιόν θα πρωτοιδούν το πρωί.