Όλοι θα θυμούνται τον συγχωριανό μου Γιάννη Γάτσο.
Στα χρόνια που το πιάσιμο των πουλιών γινότανε με τις θηλιές που έφτιαχναν από τις τρίχες της ουράς του αλόγου, ο Γάτσος ήταν άπιαστος τεχνίτης. Κανείς δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει. Σαράντα, πενήντα και περισσότερα ακόμα κοτσύφια και τσίχλες, έπιανε την ημέρα. Κάθε βράδυ γύριζε με ένα ταγάρι γεμάτο.
Εγώ, μικρός τότε τον θαύμαζα και προσπαθούσα να του μοιάσω. Έπιανα δέκα - δεκαπέντε πουλιά κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων.
Ένα βράδυ που γύρισε με το ταγάρι γεμάτο, πέρασε από το σπίτι μας. Η μάνα μου τον κέρασε ένα ρακί κι εκεί άκουσα ότι την άλλη μέρα θα πήγαινε μετά το στήσιμο των θηλειών, στη Λίμνη.
Εμένα από εκείνη την στιγμή μου πέρασε από το μυαλό μου μια ιδέα που σχεδόν δε με άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα.
Ο Γιάννης δεν χώνευε τους ζούμπους (κοκκινολαίμηδες). Όταν πιάνονταν στις θηλειές ή τις σκανταλούσαν, ήτανε όλο νεύρα.
Εγώ είχα πιάσει με τις παγίδες μου καμιά σαρανταριά. Χαράματα σχεδόν σηκώθηκα. Έβαλα τους ζούμπους μου στο ταγάρι και περίμενα στο παράθυρο να περάσει ο Γιάννης. Όταν πέρασε τον ακολούθησα με μεγάλη προφύλαξη να μη με αντιληφθεί.
Μπροστά ο Γιάννης, πίσω εγώ φτάσαμε στα Στενά, περιοχή Δαμιών, Καλαμουδίου, Χρόνιας. Εκεί δίπλα στο δρόμο, μέσα στις μουρτιές και στα κοτσίκια, ο Γιάννης έστηνε τις θηλιές του. Έβαζε ολοκόκκινα κούμαρα, έφτιαχνε τις φράχτες, αν είχανε χαλάσει κι από θηλιά στη θηλιά, έφτασε σχεδόν μέχρι την Κόκκαλη.
Τέλειωσε, έβγαλε από το ταγάρι τα καλά του ρούχα, ντύθηκε κι έφυγε για τη Λίμνη.
Το απομεσήμερο, έβαλα σε ενέργεια την ιδέα μου. Έψαχνα τις θηλειές, έπαιρνα ότι κοτσύφια ή τσίχλες ήτανε πιασμένες και στη θέση τους κρέμαγα ένα ζούμπο. Μάζεψα καμιά εικοσαριά -ήτανε νωρίς ακόμα- κρέμασα όλους μου τους ζούμπους κι έφυγα τρέχοντας για το Καλαμούδι.
Το βράδυ περίμενα το αποτέλεσμα της ιδέας μου. Στους δικούς μου φυσικά, δεν είπα τίποτα. Καμώθηκα ότι εκείνη την ημέρα ήτανε η τυχερή μου.
Στην ώρα του έφτασε ο Γάτσος. Βαρύς, κατσούφης, αμίλητος. Η μάνα μου που έτυχε να είναι έξω εκείνη τη στιγμή, τον φώναξε να τον κεράσει ρακί να ζεσταθεί.
Ο Γιάννης μπήκε στο σπίτι σκυθρωπός. Ήπιε το ρακί του και ζήτησα και δεύτερο. Η μάνα μου βλέποντάς τον έτσι τον ρώτησε.
- Τι έχεις Γιάννη απόψε; Δεν έπιασες πολλά πουλιά σήμερα;
- Όχι θεία Κυριακή. Αυτό που έγινε σήμερα δεν μου έχει ξαναγίνει. Σχεδόν όλες μου οι θηλειές είχανε πιάσει ζούμπους. Γι' αυτό είμαι έτσι. Ακούς να πιάσω εξήντα ζούμπους;
Μπροστά ο Γιάννης πίσω εγώ φτάσαμε στα Στενά.
Βλέποντας εμένα να κάθομαι στο σκαμνί, δίπλα στο τζάκι, ανοίγει το ταγάρι, μου δίνει όλους τους ζούμπους κι έφυγε τρέχοντας.
Εγώ τους μάδησα και μαζί με τα κοτσύφια και τις τσίχλες κάναμε κάτι ομελέτες που ακόμα τις θυμάμαι.
Ο Γιάννης, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν ξέχασε το τι είχε γίνει, εκείνη την ημέρα του Δεκέμβρη.
Μετά από πολλά χρόνια του φανέρωσα τι είχε γίνει. Αγρίεψε, σούφρωσε τα φρύδια και τα χείλια και μετά λύθηκε στα γέλια.
Δεν ξέρω εκεί που βρίσκεται στον ουρανό, αν έχει κοτσύφια και τσίχλες. Ζούμπους να μην έχει!
|