Στο χωριό γειτόνοι και κουμπάροι ζούσαν αγαπημένοι ο Γιωργής κι ο Στάθης. Είχανε κι οι δυο από ένα γαϊδουράκι κι έκαναν τις μικροδουλειές τους. Κάποτε ψόφησε ο γάϊδαρος του Γιωργή. Ήτανε η εποχή που κουβαλούσανε τα ξύλα για το χειμώνα.
-Δεν μου δίνεις κουμπάρε το γαϊδούρι σου να κουβαλήσω τα ξύλα μέχρι να περάσει κανένας γύφτος να πάρω κι εγώ κανένα;
-Όποτε το θέλεις, δικό σου. Παίρνει το γάϊδαρο ο Γιωργής κι έκανε την μεταφορά των ξύλων.
Για να τον φροντίζει καλύτερα τον έβαζε στο δικό του στάβλο. Ο γάϊδαρος αυτός είχε το συνήθειο κάθε πρωί στις έξι να βάζει κάτι γκαριτά, μα κάτι γκαριτά. Ρολόι ηλεκτρονικό, δεν έχανε ούτε λεπτό. Ένα πρωί ο Στάθης δεν άκουσε το γάϊδαρο. Το άλλο πρωί τα ίδια. Το τρίτο ανησύχησε. Ο κουμπάρος κι η κουμπάρα ξεχωριστά ο καθένας τάϊζαν συνέχεια το γάϊδαρο. Κι ο γάϊδαρος από το πολύ φαΐ, έσκασε. Πάει ο Στάθης να δει τι συμβαίνει. Βρίσκει τον Γιωργή πάνω από τον ψόφιο γάϊδαρο να του διαβάζει την "Αγία Επιστολή". - Βρε κουμπάρε, λέει ο Στάθης, Χότζα λέω τον γάιδαρο κι όχι Λάζαρο για να αναστηθεί!! Του Χρήστου Κοκκινομηλιώτη
|