Έτσι την αποκαλούσαν οι κάτοικοι του χωριού την πέτρινη βρύση του Μεγαγιάννη που δεν ήταν στην θέση που είναι σήμερα, αλλά η παλιά βρύση, οι κούπες της κοιτούσαν προς την παραλία. Αργότερα, δεν γνωρίζουμε ποιος την οικοδόμησε, ξανά έφτιαξαν την βρύση στην θέση που είναι σήμερα.
Η βρύση ήταν μέρος ξεκούρασης για τους κατοίκους του χωριού αφού τα τεράστια πλατάνια πρόσφεραν απλόχερα την σκιά τους και την δροσιά τους, να ποτίζουν τα ζώα τους και να ποτίζουν τους μπαξέδες τους που είχαν πίσω από την βρύση.
Όμως διαδόθηκε ότι τα μεσάνυχτα η βρύση στοιχειώνει, ότι βγαίνει μια γριά με τα κριάρια της και αλίμονο σε όποιον περνούσε από εκεί. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ο ασφάλτινος δρόμος, ήταν ένα μικρό μονοπάτι και γύρω - γύρω υπήρχαν κισσοί που έκαναν το τοπίο λίγο άγριο και δεν υπήρχε δίοδος δεξιά η αριστερά, αλλά μόνο μπρος και πίσω.
Έτσι οι κάτοικοι προσπαθούσαν να τελειώσουν τις εργασίες τους με τα χωράφια γρήγορα για να είναι στα σπίτια τους πριν νυχτώσει, για να μην συναντήσουν την γριά και τα κριάρια της.
Αργότερα αποκαλύφτηκε ότι δεν υπήρχε καμία γριά με τα κριάρια της, αλλά ήταν τέχνασμα κάποιων επιτήδειων κλεφτών της εποχής για να τρυγούν ανενόχλητοι τους μπαξέδες που υπήρχαν πίσω από την βρύση.
Σήμερα είναι χώρος ξεκούρασης για τους κατοίκους και για τους τουρίστες που επιστρέφουν από την παραλία. Δαυίδ Καλτικόπουλος
|