Ο Γιώργης πήγε να κάνει επίσκεψη στο σπίτι του κουμπάρου του.
Ο κουμπάρος του είχε πάει να ταϊσει τα ζωντανά και βρήκε μόνη την κουμπάρα στην κουζίνα, που ετοιμαζότανε να τηγανίσει κεφτέδες. Ο Γιώργης είδε το απάνω κουμπί της μπλούζας της κουμπάρας του ξεκούμπωτο και το άσπρο στήθος της να ξεχειλίζει έξω από τον κόρφο.
Χωρίς να χάσει καιρό όρμησε να μυρίσει τα αφράτα μοσχομύριστα κυδώνια της κουμπάρας. Εκείνη αντιστάθηκε και βρίσκοντας το τηγάνι, του έδωσε μία κατακέφαλα. Ματωμένος, πονεμένος και με ένα καρούμπαλο σαν καρύδι έφυγε από το σπίτι ο Γιώργος σαν σκυλί με την ουρά στα σκέλια.
Στο δρόμο συνάντησε τον κουμπάρο του που του πρότεινε να πάνε σπίτι να πιούν κανένα ρακί.
Έφερε η κουμπάρα την μποτίλια το ρακί και τα ποτήρια. Τα γέμισε ο κουμπάρος και με το γεια μας, βλέπει το καρούμπαλο στο κεφάλι του κουμπάρου.
- Τι έπαθες μωρέ κουμπάρε; Πως χτύπησες;
- Να πήγα να καβαλήσω το μουλάρι κι αυτό το άτιμο μου έδωσε μια κλωτσιά που μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.
Και η κουμπάρα του: "Δεν ξέρεις κουμπάρε ότι για να καβαλήσεις το μουλάρι πρέπει πρώτα να του μιλήσεις, να το χαϊδέψεις να ημερέψει; Εσύ με το πρώτο στο καβάλημα; Καλά να πάθεις!!!
|