Τα κρεββάτια, οι καρέκλες και οι καναπέδες, ήσαν πράγματα άγνωστα. Όλοι εκοιμώντο εις το δάπεδον, στρώνοντες πρώτα μια ψάθα, επάνω ένα στηγάδη. Οι παντρεμένοι έστρωναν επάνω ένα στρώμα γεμάτο με άχυρο κριθής ή φύκια και ένα σινδόνι μάλλινο και προσκεφαλάδα. Ως σκέπασμα αναλόγως της εποχής είχον βελέτζας ή τσέργας ή πευκιά. Οι ανύπαντροι έστρωναν έκαστος χωριστά από μια βελέτζα ή πευκί, το μισό από πάνω το μισό από κάτω, ή σκεπάζονταν με την κάπα τους.
Καθίσματα δεν είχαν - πολυτέλεια ήσαν τα σκαμνιά, για να κάθονται οι έχοντες φουστανέλλα, να μην τσαλακώνεται - εκάθοντο σε προσκέφαλα ειδικά για κάθισμα. Το πρωί, όπως προείπα, τα μάζευαν πάλι και τα γιούκιζαν πάνω στα σεντούκια. Τα ρούχα του ύπνου και της επιπλώσεως του σπιτιού θα τα περιγράψω στο κεφάλαιο των προικιών της νύφης. Μαγειρικά σκεύη είχαν τα στοιχειώδη κατ΄ αρχάς, κατόπιν, και μετά την απελευθέρωσιν, τα συμπλήρωναν. Πρώτον και απαραίτητον μαγειρικόν σκεύος ήταν το τσουκάλι ή το όμοιον χάλκινον χαλκοτσούκι. Με αυτό έβραζαν τα όσπρια, σύνιθες φαγητό της εποχής εκείνης, εις την εστίαν χωρίς τούτο να εμποδίζει την θέρμανσιν των ενοίκων. Κατόπιν τα ετσιγάριζαν εις το χαλκωματένιο τηγάνι και τα εκκένωναν σε γαβάθες. Αυτά ήταν τα στοιχειώδη. Για μαγείρεμα όμως κρέατος είχαν τους τετζερέδες, μεγάλον, μικρόν, μικρότερον, αναλόγως της οικογενείας, και σιδηροτήγανο για το τιγάνισμα. Όταν μαγείρευαν μ΄ αυτά έθεταν επι της φωτιάς την σιδηροστιά, τρίποδα σιδηρούν, οπότε κατελαμβάνετο σχεδόν όλη η φωτιά. Κουτάλια και πηρούνια κατ΄ αρχάς είχαν ξύλινα από ξύλο ερείκης ή πυξαριάς και κουμαριάς, κατόπιν είχαν μεταλλικά κουτάλια. Επίσης μαγειρικά σκεύη ήσαν οι ταβάδες και τα ταψιά για ψητά στο φούρνο, οι σούβλες, οισχάρες, οι τρίφτες της μυτζήθρας και του ξηροτυριού, τα σουρωτήρια για τα μακαρόνια από νεροκολοκύθες τρυπητές, ο πλάστης για το άνοιγμα των φύλλων για τις πίττες και οι ξύλινες κουτάλες. Είχαν και πήλινη γλάστρα, υπό την οποίαν έψηναν στην χόβολη το πρόχειρο ψωμί. Τα συνήθη φαγητά ήσαν τα πρόχειρα, ελιές, τουρσιά, παστό κρέας και ψάρια, λουκάνικα, αυγά, τυρί, τυροπτάρια, τραχανά και μακαρόνια, που τα έφτιαχναν με τα χέρια. Ανοιγαν φύλλα ζυμαριού λεπτά, τα έκοβαν με ψιλό μαχαίρι ψιλά ψιλά και τα έριχναν μέσα σε βραστό νερό, κατόπιν τα στράγγιζαν στην μακαροναγλιά από νεροκολοκύθα τρυπητή και έριχναν μπόλικη μυτζήθρα ή ξηροτύρι και τα έτρωγαν ζεστά. Μαγειρευτά είχαν τα όσπρια, ως εξέθεσα, και το κρέας, το οποίον μαγείρευαν με μπόλικα πιπέρια - ιδίως το κόκκινο - τον καπαμά και το στιφάδο. Το συνηθέστερο όμως ήταν γιοβέτσι στο φούρνο, μέσα στον ταβά ή στο ταψί ή το ψητό στην σούβλα. Περίφημες ήσαν οι σουβλισμάδες του χοιρινού στην παραστιά το βράδι, ύστερα απ΄ τα Χριστούγεννα.
Aλλα σκεύη είχαν τα κακκάβια, τις κακκαβούλες, τις βαρέλες για το νερό, τα φτσέλια να παίρνουν νερό στην δουλειά, την παλιάτσια, είδος ξύλινης κανάτας, τα βεδούρια, τα καρδάρια, τις πήλινες φτίνες, τις στάμνες, τις κουβέλες, που έβαζαν το αλεύρι, εξ ου και ο Μάρτης εκαλείτο τιναξοκβέλης, διότι εσώνετο το αλεύρι, τα κοφίνια για τον τρύγο, για την συλλογή καρπών και το ξεχωριστό για την μπουγάδα κοφίνι, τα πιθάρια για το λάδι, τα βαρέλια για το κρασί, οι βαρέλες για το ρακί, οι νταμιτζάνες, η σκάφη για το ζύμωμα, το πλαστήρι για να πλάθουν το ζυμάρι, η πινακωτή για να βάζουν τα άψητα καρβέλια, τα φτιάρια για φούρνισμα και η πάνα για το καθάρισμα του φούρνου. Το βράδυ έτρωγαν όλοι μαζί όπως και κατά τας εορτάς, διότι την ημέρα διεσκορπίζοντο στην εργασίαν. Ο γέρος εκάθητο πρώτος παρά την εστίαν, κατόπιν τα παιδιά κατά ηλικίαν αριστερά του, δεξιά του εκάθητο η γριά και δεξιά της οι θυγατέρες και οι νυφάδες. Συνήθως έστρωναν μεσάλες και πάνω έκοβαν το ψωμί και έθεταν τις γαβάθες με το φαγητό, όπου έτρωγαν ανά δύο ή τρεις από μια γαβάθα. Ο γέρος με την γριά και ο σύζυγος με την σύζυγο έτρωγαν πάντα από μια γαβάθα. Ο γέρος με την γριά και ο σύζυγος με την σύζυγο έτρωγαν πάντα από μια γαβάθα. Τις Κυριακές και τις γιορτές έβαζαν τον σουφρά, είδος χαμηλού στρογυλού τραπεζιού, που το εσκέπαζον με τραπεζομάντηλο. Αν είχαν ξένον του έβαζαν φαγί σε ξεχωριστή γαβάθα. Τα πιάτα ανεφάνησαν περί τα μέσα του 18ου αι. πρωτύτερα ήσαν οι γαβάθες και τα σαγιάνια, χάλκινα μικρά πιάτα και τα τάσια, χάλκινες μικρές κούπες. Οι πήλινες κούπες εχρησίμευαν ως ποτήρια. Εάν ο ξένος ήταν αλλαγμένος, εκάθητο επί μικρού σκαμνίου, για να μην τσαλακωθεί η φουστανέλλα, οι δε άλλοι χάμω σε προσκέφαλα, τα δε μικρά παιδιά και κορίτσια έτρωγαν χωριστά στην άλλη γωνιά.
Η οικογενειακή ζωή Οι πρόγονοί μας, ιδίως οι εύποροι, ζούσαν πατριαρχικήν ζωήν. Μέσα στο σπίτι αρχηγός ήταν ο πατέρας. Ο πατέρας επροσφωνείτο από όλα τα μέλη της οικογένειας "Αφέντης" και ήταν ο ρωτάμενος και αυτός έδινε την διάτα, είχε δηλαδή το βέτο σε όλες τις οικογενειακές υποθέσεις. Μόνον η σύζυγος τον προσφωνούσε "Αντρα ή Γέρο". Τα αγόρια, και αν ακόμα παντρεύονταν, έμεναν μέσα στο σπίτι, μέχρις ότου παντρευτούν όλα τα παιδιά. Όταν παντρεύονταν όλα τα παιδιά, ο πατέρας μοίραζε την περιουσία στα παιδιά και αυτός κρατούσε το γεροντομοίρι κι έμενε συνήθως στο μικρότερο αγόρι. Όποιος γηροκομούσε τους γέρους, ενέμετο το γεροντομοίρι, κι όταν πέθαιναν κι οι δύο γέροι το μοίραζαν πάλι εξ ίσου σε όλα τα παιδιά. Σπανίως οι γέροι το δωρούσαν σε ένα παιδί. Γεροντομοίρι κράταγε και ο γέρος και η γριά. Οι προίκες και τα προικοσύμφωνα ήσαν άγνωστα. Τα κορίτσια έπαιρναν το μερίδιό τους εκ της πατρικής και μητρικής περιουσίας μετά τον θάνατον, σπανίως έδιναν πρό του θανάτου μερίδιον στους γαμπρούς. Τους έδιναν όμως μια αγελάδα κατά τον γάμον! Αν δεν είχαν αγόρια, έπαιρναν σώγαμπρο στο σπίτι, αλλά τότε οι γέροι διηύθυναν την περιουσίαν. Οι σώγαμπροι δεν είχαν καμίαν διαχείρισην ή πρωτοβουλίαν και γιαυτό συνήθως τους ειρωνεύονταν. Μια παροιμία έλεγεν: ρωτήσανε μια αλεπού που την είχαν γδάρει ζωντανή: "E! πως τα περνάς;" και η αλεπού απάντησε καλύτερα από σώγαμπρο!!"
|