Ο Κουρκουλιώτης με τα σκάκια Γιατρός στην Λίμνη ήταν ο μακαρίτης ο Κεχριώτης. Καλός επιστήμονας και καλός άνθρωπος. Βοηθούσε την φτωχολογιά και χρήματα δεν έπαιρνε απ΄ όσους δεν είχανε.
Οι χωρικοί για να βγάλουν την υποχρέωσή τους τον φιλεύανε ότι μπορούσανε.
Έτσι και ο φτωχός Κουρκουλιώτης έκοψε μερικά άγρια ξύλα για μαγείρεμα, μάζεψε κι ένα καλαθάκι σύκα, τα φόρτωσε στο γαϊδουράκι του και τα πήγε στην Λίμνη, στο σπίτι του γιατρού. Χτύπησε την πόρτα, βγήκε ο γιατρός και του είπε: - κουμπάρε'μ σούφερα λίγα ξλάκια και λίγα σκάκια, αλλά σύσε - σύσε το παλιογομάρ΄ τάκανε - με το συμπάθειο - σαν σκατά. Φάε αυτά και όταν ξανάρθω θα σου φέρω κι άλλα.
- να μένουν κουμπάρε τα άλλα. Με χόρτασες με αυτά που μου έφερες.
- όπως θέλεις γιατρέμ΄ κι έφυγε ήσυχος ο αγαθός Κουρκουλιώτης ότι είχε ξεπληρώσει το χρέος του.
Το τάμα στον Γέροντα Ο μπαρμπα Θανάσης έπεσε βαρειά άρρωστος. Μέρες στριφογύριζε στο αχυρένιο στρώμα του. Οι γιατροί Κεχριώτης και Βέλτσος, έκαναν ιατρικό συμβούλιο, του έδωσαν τα απαραίτητα φάρμακα κι ο θεός βοηθός. Περνώντας οι μέρες κι ο μπαρμπα Θανάσης, μη έχοντας τα οικονομικά απαραίτητα να τάξει λαμπάδα στο μπόι του - ήτανε και πανύψηλος - κι ασημένια καντήλια, έταξε στον Όσιο Δαυίδ άμα γίνει καλά να πάει στην χάρη του έχοντας στα παπούτσια του ρεβύθια.
Έβαλε ο Όσιος το χέρι του, βοήθησαν και τα φάρμακα κι ο μπαρμπα Θανάσης ξανάγινε περδίκι. Όλοι στο χωριό είχανε μάθει για το τάμα του. Πλησίαζε κι η γιορτή της Μεταμόρφωσης και περιμένανε την εκπλήρωση του τάματος.
Πράγματι την παραμονή το απόγευμα, όλοι οι χωριανοί ξεκίνησαν για το μοναστήρι. Στενό και δύσβατο μονοπάτι οδηγούσε στην χάρη του. Ο μπαρμπα Θανάσης φόρεσε και αυτός τα καλά του και ξεκίνησε να προσκυνήσει και να εκπληρώσει το τάμα του.
Πρώτος στο δρόμο σαν παληκαράκι. Οι νέες και οι νέοι ούτε που τον έφταναν. Οι μανούδες έκαναν τον σταυρό τους και έλεγαν: θαύμα! θαύμα! Δεν μπορεί να έχει ρεβύθια στα παπούτσια του και να τρέχει σαν αγριοκάτσικο. Έφτασαν κάποτε στο μοναστήρι, έκαναν τον σταυρό τους και κάθισαν στην βρύση της αυλής να δροσιστούν και να πάρουν ανάσα να μπουν στον ιερό χώρο του ναού.
Η απορία όλων ήταν ο μπαρμπα Θανάσης. Πως τα κατάφερε κι έφτασε πρώτος κι ακούραστος; όλοι θέλανε να μάθουν.
- Πες μας μπαρμπα Θανάση πως τα κατάφερες; εμείς και ένα μικρό χωματάκι να έχουμε στα παπούτσια μας δεν μπορούμε να περπατήσουμε.
Κι ο μπαρμπα Θανάσης σοβαρός και χαμογελώντας τους είπε: Είχα τάξει στον Όσιο να έλθω στην χάρη Του έχοντας ρεβύθια στα παπούτσια μου. Δεν είχα τάξει αν τα ρεβύθια ήτανε άβραστα ή βρασμένα!
|