Οι κάτοικοι της Βορείου Ευβοίας παρουσιάζουν πολλάς ομοιότητας στα ήθη, έθιμα, ενδυμασίαν και γλωσικήν προφοράν με τους κατοίκους της απέναντι Στερεάς Ελλάδος.
Υπηρετήσας ως στρατιώτης κατά τα έτη 1907 - 1908 εις την Φωκίδα, επί εν και πλέον έτος, όταν δηλαδή ακόμη οι κάτοικοι των μερών εκείνων διατηρούσαν καλά τα πάτρια, μου εδόθη ευκαιρία να τα προσέξω. Ούτω τότε είχομεν ακόμη το αυτό γλωσσικόν ιδίωμα, το αυστηρώς Δωρικόν. Τρέπαμε και εμείς τα εις ω καταλήξεις των ρημάτων εις ου - τρώγου, πίνου χορεύου, τα άρθρα ο εις ου και το εις του, λέγαμε πχ. Ου Κώστας, του πιδί, επίσης συγκόπταμε τις καταλήξεις ωρισμένων ονομάτων, λέγαμε ου Γιαννς, ου Γιώργς, του γίδ, του μλάρ κλπ. Και μερικά από τα ενδύματα είχαν το αυτό όνομα όπως και μερικά από τα εργαλεία των γεωργών και των ποιμένων.
Είχαμε όμως και ουσιώδεις διαφοράς, όπως εις την ενδυμασίαν των γυναικών, εις τον τρόπον εκφράσεως, εις τον χορόν, εις τας πανηγύρεις. Ο ισχυρισμός όμως μερικών, ότι οι κάτοικοι της Βορείου Ευβοίας ήσαν άποικοι Ρουμελιώτες, δεν ευσταθεί. Είναι αληθές, ότι ο πληθυσμός της Βορείου Ευβοίας και επι Ενετοκρατίας, αλλ' ιδίως επι Τουρκοκρατίας, υφίστατο από τους πειρατάς συχνάς και σκληράς αφαιμάξεις, κατά δε τα μέσα του 17ου αιώνος ηραιώθη πολύ από την ενσκήψασαν τότε βροτολοιγόν πανώλην, ουδέποτε όμως ηρημώθη, ούτε έχασε τα ιδικά του τοπικά ήθη, έθιμα, δοξασίας, ενδυμασίας και λοιπάς τοπικάς κοινωνικάς εκδηλώσεις, αλλά διετήρησε πάντοτε τον τοπικό του χαρακτήρα εις όλα.
Επίσης είναι αληθές, ότι κατά καιρούς, και ιδίως ότε την κατέλαβε ο Αλή Πασάς, πολλοί Ρουμελιώτες και Θεσσαλοί πέρασαν στην Βόρεια Εύβοια και εγκαταστάθηκαν μονίμως, αλλ' αυτοί αφομοιώθηκαν καθ' όλα με τους ντόπιους. Ως την γυναικείαν ενδυμασίαν, η περιφέρεια του Δήμου Αιδηψού επηρεάσθη από την απέναντι Στερεάν Ελλάδα και οι γυναίκες της πήρανε την ενδυμασίαν της, γιατί ήταν απλούστερη, πιο εύκολη στο φκιάσιμο, και πιο φτηνή, αλλά συν τω χρόνω την ετελειοποίησαν και μοιάζει μόνον κατά τον χρώμα του συγκουνιού, στο στυλ όμως, που λέγουν σήμερα οι περιγράφοντες την μόδα, διαφέρει πολύ. Εδημιούργησαν δηλαδή ίδιον τύπον την "Ληψινή ενδυμασία". Η γυναικεία ενδυμασία της Βορείου Ευβοίας δεν απαντά εις κανένα μέρος της Ελληνικής χερσονήσου.
Ως στρατιώτης, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, επήγα στην Ήπειρο από Πρεβέζης μέχρι Αργυροκάστρου και Δελβίνου, στην Μακεδονία, στη Θράκη. Πουθενά δεν βρήκα γυναίκες με ενδυμασίαν βορειοευβοϊκή, δηλαδή, με άσπρο μακρύ συγκούνι των γυναικών και τα άσπρα βαμβακερά σαγιάδια των κοριτσιών.
Η ενδυμασία αυτή των γυναικών και των κοριτσιών είναι το σπουδαιότερο τεκμήριον, ότι ο πληθυσμός αυτός ήτο αυτόχθων και ότι η ενδυμασία αυτή υφίστατο από αιώνων. Διότι, ως θα αναφέρω παρά κάτω, εκληρονομείτο από μάνα σε κορίτσι άνευ και της ελαχίστης μεταβολής. Επίσης ο χορός στην Βόρεια Εύβοια. Όταν εγίνετο γενικός χορός, εχόρευαν άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια μαζί. Επρόσεχαν μόνον και οι γυναίκες και τα κορίτσια, ώστε ο άνδρας που προηγείτο ή ακολουθούσε να είναι συγγενής εξ αίματος ή εκ συμπεθεριάς ή εκ κουμπαριάς, αλλιώς έβγαιναν από τον χορό. Ενώ εις πολλά μέρη της Στερεάς Ελλάδος χόρευαν χωριστά οι γυναίκες και χωριστά οι άνδρες, στους γενικούς χορούς και μόνον στους οικογενειακούς χορούς γάμων, βαφτίσεων κ.α χόρευαν μαζί. Στα παλιά χρόνια όλοι γενικά οι άνδρες της Βορείου Ευβοίας, από του 45ου έτους της ηλικίας των, έτρεφαν κόμην και γενειάδα, όλοι δε, νέοι, μεσήλικες και γέροι στο μουστάκι τους είχαν εναποθέσει τον ανδρισμό τους, την τιμή τους και την υπόληψίν τους - όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες - και σ' αυτό ωρκίζοντο. Ανθρωπος χωρίς μουστάκι, αν δεν ήταν σπανός, ή αν ξύριζε το μουστάκι του, εθεωρείτο άνευ τιμής και υπολήψεως. Νέος με καλό μουστάκι, ιδίως μαύρο και στριμμένο, εθεωρείτο ομορφότερος: "μουστακαλής και όμορφος" "μουστακαλής λεβέντης", περιζήτητος γαμπρός. Εις τας συζητήσεις των ήσαν ολιγόλογοι και σοβαροί, ιδίως οι γέροντες. Μεγάλην έκαναν χρήσιν των νευμάτων. Πολλάκις συνεννοούντο με τας κινήσεις των χεριών, της κεφαλής των δακτύλων και με μορφασμούς ή ανάρθρους φωνάς, πχ όταν θέλανε να εκφράσουν συγκατάβασην, κινούσαν το κεφάλι προς τα κάτω, άρνησιν προς τα πάνω ή πέρα δώθε εν συνδιασμώ με τας κινήσεις των χεριών και χειλέων. Το πολύ το εξέφραζαν με τα δάκτυλα και των δύο χειρών. Τα ήνωναν εις πυραμίδα, τα κινούσαν πάνω κάτω με μορφασμό των χειλέων σφυρίζοντες ελαφρά. Το κλείσιμο του δεξιού ματιού είχε καλήν σημασίαν, αν συνωδεύετο με χαμόγελο, κακή, αν με σκατζούφιασμα και με κίνηση του χεριού. Επίσης εις την συνεννόησιν είχαν και το σφύριγμα. Με το σφύριγμα οδηγούσαν τα ποίμνια οι τσοπάνηδες, τα παρακινούσαν στο πότισμα και ήταν το τηλεπικοινωνιακόν μέσον μεταξύ τους.
Την ώρα την κανόνιζαν με τον ήλιο, με το φεγγάρι, με τα' αστέρια, την πούλια, και με το λάλημα των πετεινών. Το "άμα τη έω" των αρχαίων το έλεγαν στα χαράματα. "το άμα τω ηλίω ανίσχοντι" των αρχαίων, όταν ο ήλιος πάει μια φκέντρα παν. Κατά το "άριστον" των αρχαίων έλεγαν στο γιοματάκι, το γιόμα εν συνεχεία, μεσημέρι δειλινό, γύρμα ηλίου και το "περί λύχνων αφάς" των αρχαίων σουρούπωμα, σουρούπωσε και εν συνεχεία κοντεύει μεσάνυχτα, μεσάνυχτα, πέρασαν τα μεσάνυχτα, βγήκε η πούλια, πάει να βασιλέψη η πούλια ή, όταν ήταν φεγγάρι, ή από το πρώτο, δεύτερο και τρίτο λάλημα των πετεινών. Κατά τας συναντήσεις εχαιρετώντο, άσχετα αν εγνωρίζοντο ή όχι ή αν είχαν σχέσεις. Μόνο αν ήταν ξένος, που δεν εγνωρίζετο, τον ρωτούσαν από έρχεται και που πάει. Ο χαιρετισμός ήταν "καλή μέρα" το πρωϊ, "ώρα καλή" το μεσημέρι και το δειλινό "καλησπέρα" το βράδυ. Αποχαιρετούσαν με "καλό βράδυ", "καλή νύκτα", "καλό ξημέρωμα". Μόνο τας ημέρας του Πάσχα ο χαιρετισμός και ο αποχαιρετισμός ήταν "Χριστός Ανέστη - Αληθώς Ανέστη". Οι Βορειοευβοείς ήσαν άνθρωποι φίλεργοι, φρόνιμοι, αγαθοί, νυκοκυραίοι, αγαπούσαν τον οικογενειακόν βίον, φιλόξενοι, ευφυείς και χαρούμενοι. Αν και κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως, κατεστράφησαν τελείως, γι' αυτό και την περίοδον εκείνην την λέγανε "Χαλασμό", εν τούτοις, αμέσως μετά την Επανάστασιν, έπεσαν με τα μούτρα στην δουλειά και εδημιούργησαν περιουσίας και κατάστασιν ευημερίας.
Μέχρι του 1860 - 1865 ουδέν έγκλημα αναφέρεται στην Βόρεια Εύβοια, μόνον απαγωγές κοριτσιών, ως θα εκθέσω περί του γάμου κεφάλαιον. Μετά τα έτη αυτά, ότε οι ξένοι πολιτευταί του τόπου, για να επικρατήσουν ο ένας κατά του άλλου, κατά τους λυσσώδεις εκλογικούς αγώνας, που ανεπτύχθησαν κατόπιν, φέρανε ξένα κακοποιά στοιχεία από την Ήπειρον, Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία η δημοσία ασφάλεια διεσασλεύθη και εγκλήματα πολλά εγίνονταν.
Στα πανηγύρια τους φανέρωναν όλη τους την αρχοντιά, την νοικοκυρωσύνη και την φιλοξενία τους. Τα σπίτια τους ήσαν ανοικτά εις πάντας, γνωστούς και αγνώστους, τα φαγητά και το κρασί άφθονα, η υποδοχή εγκάρδια. Με γέλια και χαρά εδέχοντο τους πάντας, στέκονταν στην πόρτα του σπιτιού των και έλεγαν στους διερχομένους "Περάστε στην τάβλα μας".
Στο δημόσιο χορό οι ξένοι προτιμούνται. Αν λόγω του πιοτού συνέβαινε καμμιά παρεξήγησις, οι γέροντες των χωριών σηκώνονταν αμέσως, και αν ήταν μεταξύ ντόπιου και ξένου δικαίωναν τον ξένον και κατέκριναν τον ντόπιον.
Τα πανηγύρια της Αγίας Αννας, Στροφυλιάς, Αχλαδιού, Κερασιάς, Κοτσικιάς, Κοκκινομηλιάς, Κρυονερίτη, Βασιλικού, Ελληνικών, Πύλης και λοιπών χωριών του Ξηροχωρίου ήσαν ξακουστά στην περιφέρειά μας για την πλουσίαν φιλοξενίαν, την αρχοντιά, την καλή καρδιά και επίδειξιν των πανηγυριζόντων κατοίκων.
Μεγάλοι χοροί στ' αλώνια, ή στην πλατεία του χωριού, με πολλές ζυγιές μουσικά όργανα, που χόρευαν νέοι και νέες. Οι μεν άνδρες με την πλουσίαν τοπικήν στολήν της τελευταίας μόδας της Λαμίας ή των Τρικάλων κατόπιν, γιατί αυτές οι πόλεις ήσαν τα κέντρα της ανδρικής μόδας, οι δε γυναίκες κατάφορτες από τα μαλαμοκαπνισμένα άρματα, τα φλωριά και τα τάλαρα, τα π[ολίτικα μαντήλια και τριχάκια, τα πηλιορείτικα καντέμια και κοτινιά και τις μεταξωτές κεντημένες ποδιές εχόρευαν με άφθαστη λεβεντιά και χάρη, σεμνά και χαρούμενα, με ησυχίαν και τάξιν, προσέχοντας να μην παραβούν τα ισχύοντα έθιμα. Πλην των γενικών χορών είχαν και τους οικογενειακούς χορούς, κατά τους γάμους και τα βαφτίσια. Αυτοί εγίνοντο στα σπίτια ή στις αυλές των σπιτιών, αλλά αν ήταν ο τελών τον γάμον προύχων του χωριού, ο γάμος εγίνετο στην πλατείαν, μόνον όμως οι κεκλημένοι εχόρευαν οι άλλοι έκαναν "χάζι". Οι υπηρετούντες τους κεκλημένους κερνούσαν και τους απέξω. Χωρίς σχεδόν να ξεφεύγουν από τον αρχικόν τους χαρακτήρα και από το δόγμα "όπως τα βρήκαμε από τους γονείς μας", προσπαθούσαν πάντοτε να βελτιώνουν το κάθε τι.