Για τον παπα - Τάσο από την Κοκκινομηλιά
Στο χωριό, πάντοτε οι ιερωμένοι ήτανε θέμα
συζήτησης και σχολιασμού.
Εγώ θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία τον μακαρίτη τώρα Παπα - Τάσο από την Κοκκινομηλιά. Στο Καλαμούδι παπάς ερχότανε ή από το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ Γέροντος, ή από την Κερασιά ο Παπα - Γιώργης ο Αγγέλου ή από την Κοκκινομηλιά σε έκτακτες περιπτώσεις ο παπα - Τάσος.
Στον καιρό του εμφυλίου πολέμου πέθανε στο χωριό μας μια γριούλα. Παπάς δεν υπήρχε, χειμώνας ήτανε, τα τηλέφωνα άγνωστα για εκείνη την εποχή, αναγκάστηκαν να θάψουν την γριούλα χωρίς την απαραίτητη νεκρώσιμη ακολουθία. Εγώ πάντα βοηθούσα τους ιερείς στα καθήκοντά τους. φρόντιζα για τα κάρβουνα του θυμιατού, να ζεστάνω με την λαμπάδα το κρασί και το νερό για την θεία κοινωνία, να βγω με την λαμπάδα στα Αγια κλπ. Μετά το θάψιμο της γριούλας έφθασε ένα γιόμα ο παπα - Τάσος. Μικροσκοπικός, λιγνός, γεμάτος λάσπες και βρεγμένος. Μόλις έφθασε άνοιξε την εκκλησιά, μ΄ έστειλε να βάλω στο θυμιατό κάρβουνα κι άρχισε να μουρμουρίζει την νεκρώσιμη ακολουθία. Αφού ετοίμασα το θυμιατό, έβαλε λιβάνι, θυμιάτισε τις Αγιες εικόνες και μουρμουρίζοντας ξεκινήσαμε για το νεκροταφείο. Δεν είχαμε φτάσει στα μισά και μου λέει γυρίζουμε πίσω. Τελείωσε. Εγώ τον κοίταζα με απορία. Κατάλαβε την απορία μου και μου είπε: Χρηστάκη ο θεός είναι παντού.
Πανταχού παρών. Είτε πηγαίναμε στο μνήμα στο νεκροταφείο, είτε δεν πηγαίναμε το ίδιο μας άκουσε. Έχω και δρόμο να κάνω μέχρι την Κοκκινομηλιά, ας μην χάνω τον χρόνο μου. Κι εγώ ξεστόμισα την μεγάλη ερώτηση: τότε γιατί παπούλη ήρθες τόσο δρόμο; δεν την έψελνες την μανού (γιαγιά) στην Κοκκινομηλιά αφού είναι το ίδιο;
Κι εκείνος μου είπε: γιατί Χρηστάκη αν την έψελνα εκεί δεν θα μου δίνανε το μισό πνάκι στάρι. Και το έχω τόσο μεγάλη ανάγκη.
Για τον παπα - Γιώργη Αφένδρα από τους Παπάδες
Συνήθειο του παπα - Γιώργη να βγάζει τον απαραίτητο Κυριακάτικο λόγο. Μια Κυριακή θέλησε να μιλήσει για την ιστορία του Δαβίδ με τον Γολιάθ. Ψιλός, λιγνός, στητός βγήκε στην Ωραία Πύλη κι άρχισε.
- αγαπητά ΄μ πιδιά. Σήμερα θα σας μιλήσω για τον Δαβίδ και τομ Γολιάθ. Τα παλιά τα χρόνια βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων ο γίγαντας Γολιάθ. Ένα ντιρέ΄κ μέχρι κει πάν. Αρματωμένος σαν αστακός, ούρλιαζε σαν λύκος και φοβέριζε τους Ισραηλίτες και τους έλεγε να στείλουν κάποιον να παλαίψει μαζί του. Όλα για όλα. Όποιος θα νικούσε θάτανε νικητής.
Σε μια στιγμή βλέπει έναν κοντοστούπη να έρχεται προς το μέρος του. Χωρίς άρματα με ένα λάστιχο (σφεντόνα) στο χέρι.
Αρχισε να φωνάζει: τι με αυτό το κνούπ (κουνούπι) θα παλέψω; δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και το κνούπ (Δαβίδ) του ξεστανών΄ μια στο Δόξα Πατρί και πάρτον κατ. Έτσι απλά και παραστατικά, μιλώντας την γλώσσα που όλοι οι πιστοί καταλαβαίνανε κήρυττε - και κηρύσσει μέχρι αυτήν την ώρα - τον θείο λόγο ο παπα Γιώργης Αφένδρας από τους Παπάδες.