Οι πιο ηλικιωμένοι θα θυμούνται τον μπάρμπα Χαρίλαο Λειβαδίτη, τον ταβερνιάρη της Λίμνης.
Από το μαγαζί του, πέρασαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής μας.
Ο μπάρμπα Χαρίλαος είχε στη Σπιάδα ένα περιβολάκι με ξινόδεντρα. Πήγαινε τακτικά, όταν μπορούσε, πότε για πότισμα, πότε για σκάψιμο κι όταν ωρίμαζαν τα λεμονοπορτόκαλα για μάζεμα.
Έπαιρνε το καλάθι του και πήγαινε να το γεμίσει. Περνώντας από το νεκροταφείο, πάντα χαιρετούσε τους αποθαμένους κατά την ώρα.
Πότε τους καλημέριζε, πότε τους καλησπέριζε, πότε τους έλεγε ένα γεια.
Την συνήθειά του αυτή, την αντιλήφθηκε κάποιος Λιμνιώτης κι αποφάσισε να του σκαρώσει μια φάρσα.
Έτσι όταν ένα απόγευμα πέρασε ο μπάρμπα Χαρίλαος με το καλάθι του και πέταξε ένα "γεια σας πατριώτες" αποφάσισε να δράσει.
Μάζεψε κάμποσους φίλους, κράτησε και κάνα δυο γυναίκες που είχαν πάει να ανάψουν τα καντήλια και τους έκρυψε στον περίβολο τού νεκροταφείου, συμβουλεύοντας τους σχετικά.
Πήγε ο μπάρμπα Χαρίλαος στο περιβόλι του, γέμισε το καλάθι του λεμόνια και σούρουπο πια γυρνώντας, ως συνήθιζε, χαιρέτησε τους αποθαμένους
-Καλησπέρα πατριώτες!
-Καλησπέρα Χαρίλαε, του απάντησε από μέσα μια φωνή.
Ο Χαρίλαος κοντοστάθηκε. Τι ήταν τούτo;
Προχώρησε δυο τρία βήματα και δεύτερη φωνή του απάντησε
-Καλησπέρα Χαρίλαε!
Τώρα τα χρειάστηκε για καλά. Τα πόδια του κόλλησαν στο χώμα. Φόβος το κυρίεψε και να πάλι μια άλλη φωνή ακούστηκε
-Καλησπέρα Χαρίλαε...
ο φόβος του έγινε πανικός. Τα πόδια του λύθηκαν. Πέταξε κάτω το καλάθι με τα λεμόνια, έβαλε τα πόδια στο κεφάλι κι ούτε που κατάλαβε πως έφτασε στο σπίτι. Στ' αυτιά του αντηχούσε ο αχός "καλησπέρα Χαρίλαε"
Έπεσε στο κρεβάτι, κουκουλώθηκε μέχρι επάνω κι έτρεμε σαν σπάρος που πιάστηκε στ' αγκίστρι.
Πέρασαν μέρες να συνέλθει. Κι όταν μετά απο αρκετό καιρό τόλμησε να περάσει από το νεκροταφείο, όχι μόνο δεν χαιρέτησε τους αποθαμένους πατριώτες, αλλά βάδιζε από την άλλη μεριά του δρόμου.
|