Στην Κερασιά πριν λίγα χρόνια, είχε το ταβερνάκι του ο μπάρμπα Γιάννης Κομποθανάσης.
Στο μαγείρεμα, στη λάτρα και στην πάστρα, βοηθούσε η γυναίκα του η θειά Σταθού. Στο μαγαζάκι τους, εύρισκες πάντα καλούς σπιτικούς μεζέδες, το φωτεινό τους χαμόγελο και τα χωρατά τους.
Ένα βραδάκι, έφτασε από τους Παπάδες, μια παρέα νεαρών. Ένωσαν δυο τραπέζια, κάθισαν. Ήρθε κι ο μπάρμπα Γιάννης και με το πλατύ του χαμόγελο τους καλωσόρισε. Σκούπισε με την πάντοτε καθαρή του πετσέτα τα τραπέζια, έστρωσε τα τραπεζομάντηλα και πήρε την παραγγελιά: γαρδουμπάκια, τυρί, πατάτες και κόκκινο Κερασιώτικο κρασί. Ήρθε η παραγγελιά και οι νεαροί την τίμησαν δεόντως. Σε κάποια στιγμή κάποιος φώναξε: - Μπάρμπα Γιάννη φέρε μας δυο φέτες.
Ο μπάρμπα Γιάννης φωνάζει στην γυναίκα του: - Σταθού ψωμί στα παιδιά! κι αμέσως έφτασαν δυο φέτες ψωμί από το φρεσκοψημένο χωριάτικο καρβέλι.
Οι νεαροί βλέποντας ότι ο μπάρμπα Γιάννης αντί να τους φέρει τυρί τους έφερε ψωμί, σε λίγο κάποιος παρήγγειλε άλλες δυο φέτες. Κι ομπαρμπα Γιάννης: - Σταθού, ψωμί στα παιδιά!
Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, οπότε ο μπαρμπα Γιάννης κατάλαβε τι συνέβαινε. Φέρνοντας τις νέες φέτες με τρόπο πήρε τις προηγούμενες. Οι νεαροί παρήγγελναν κάθε τόσο δυο φέτες, ο μπαρμπα Γιάννης φώναζε στη θειά Σταθού: - ψωμί στα παιδιά! και με τρόπο έπαιρνε πίσω τις προηγούμενες. Έκαναν οι νεαροί το κέφι τους, έκανε κι ο μπάρμπα Γιάννης τη δουλειά του. Το ψωμί του το ακριβοπληρώσανε. Πονηρός ο βλάχος που λένε.
|