|
Η Πρωτομαγιά όπως γιορταζόταν παλιότερα στα Ξηρονορίτηκα χωριά. (με τον όρο παλιότερα εννοούμε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 οπότε λόγω των μεταλλευτικών επιχειρήσεων του Σκαλιστήρη εγκαταλείφθηκε ο αγροτικός τρόπος ζωής και μαζί τα ήθη και έθιμα που τον συνόδευαν.) Η Πρωτομαγιά τιμόταν με αποχή από την εργασία, με κάλαντα, με πολλά έθιμα, πράγμα που την συγκατέλεγαν στις μεγάλες γιορτάδες όπως τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, την Λαμπρή. Ξεχώριζε από τις άλλες γιορτές γιατί η εκκλησία την αγνοούσε, δεν την λειτουργούσε, μα ούτε την υπενθύμιζε την παραμονή το βράδυ με κουδουνοκρουσία όπως έκανε με τις περισσότερες ημέρες το χρόνο, που γιόρταζαν διάφοροι Αγιοι. Την παραμονή της πρωτομαγιάς λούζονταν, άλλαζαν, σταματούσαν να γνέθουν και άναβαν το καντήλι. Πρωί- πρωί οι νοικοκυρές έκοβαν κοτσικόβεργες, αγριολούλουδα από τις αποκράδες, έπλεκαν και κρέμαγαν πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού το Μαγιάτικο στεφάνι. Νύχτα ακόμη πριν φέξει η μέρα, δάγκωναν σκόρδο για το μάτι και κουμπώναν. Με το κούμπωμα επιτίθενταν για να κατανικήσουν ανθρώπους, πνεύματα, πουλιά, ζώα και φυσικά φαινόμενα ή να αποκρούσουν τις κακές διαθέσεις που στρέφονταν εναντίον τους. Επαναλάμβαναν τρεις φορές: Με το κούμπωμα της Πρωτομαγιάς στρέφονταν εναντίον των πουλιών που κελαηδούν και εναντίον των γαϊδάρων που γκαρίζουν. Οι ενήλικες έτρωγαν καλά το πρωί και είχαν μεγάλο φόβο μην ακούσουν λάλημα τρυγονιού. Εάν άκουγαν να κελαϊδεί τρυγόνα τότε έτρεχαν να δουν το κλαδί που καθόταν το πουλί. Εάν το κλαδί ήταν χλωρό, τότε πάει καλά, εάν όμως το κλαδί ήταν ξερό τότε αυτός κουμπωνόταν και περίμενε να πεθάνει πολύ γρήγορα. Οι γυναίκες κουμπώναν, απόκρουαν τον γάιδαρο, γιατί το γκάρισμά του τον Μάη είναι ξεδιάντροπο κάλεσμα ερωτικού συντρόφου. Τα παιδιά κουμπώναν τον κούκο, απόκρουαν και ευθαρσώς δήλωναν την αποστροφή τους για την ζωή του κούκου. Ο κούκος είναι ακραία μοναχικός, φωλιά δεν φτιάχνει, τα αυγά του τα γεννάει σε φωλιές άλλων πουλιών και τα παιδιά του τα μεγαλώνουν άλλα πουλιά. Τα παιδιά μετά το πρώτο κούμπωμα έκαναν και δεύτερο δικό τους. έτρωγαν ζουγκάρια και κουμπώναν τα φίδια επαναλαμβάνοντας τρεις φορές: Κατά τις οχτώ το πρωί οι κοπέλες οι ανύπανδρες, έφηβες και μεγαλύτερες μαζεύονταν σ΄ ένα σπίτι και στόλιζαν με λουλούδια και πρασινάδες ένα κορίτσι οχτώ έως εννέα χρονών, την Πιπεργιά. Μια κοπέλα έπαιρνε ένα κανάτι γεμάτο νερό, μια άλλη ένα σκαλιστήρι, δύο τρεις άλλες, καλάθια για τα φιλέματα και όλη η παρέα περιφερόταν στις αυλές των σπιτιών και τραγουδούσε την Πιπεριά. Τη στιγμή που τραγουδούσαν η κοπέλα με το σκαλιστήρι σκάλιζε το χώμα της αυλής και η κοπέλα με το κανάτι κατάβρεχε την πιπεριά και το σκαλισμένο χώμα. Το γιόμα τελείωνε η γύρα και όσες κοπέλες συμμετείχαν στην Πιπεριά μαζί με άλλες παντρεμένες και ελεύθερες αλλά έμπειρες νοικοκυρές, μαζεύονταν σ΄ ένα σπίτι και επιδίδονταν να φτιάξουν σε φαγητά τα φιλέματα αλλά και άλλα που έφερναν από τα σπίτια τους. οι κοπέλες που δεν μαγείρευαν κάθονταν σ΄ ένα δωμάτιο ολόγυρα και τραγούδαγαν μέχρι να ετοιμαστεί τα φαγητά. Μετά έτρωγαν και έπιαναν το χορό, τραγούδαγαν και χόρευαν. Το απόγευμα κατέφθαναν οι μητέρες των κοριτσιών, άλλες ζωηρές γυναίκες και γριές και μετέφεραν τον χορό στην αυλή για ένα γενικό ξεφάντωμα των γυναικών μέχρι το βράδυ. Την Πρωτομαγιά γιόρταζαν ο έρωτας, έλεγαν, γιόρταζαν τα λελούδια, τα φιντάνια, οι σκανδαλιάρες, οι αναμμένες, οι ξαναμμένες, οι παστέλες, οι συκομαϊδες, τα κορέλια και άλλα πολλά προσωνύμια των ερωτικών γυναικών. Οι άσεμνες πρότρεπαν η μια την άλλη:
|
|