ΚΟΥΛΟΥΜΑ ΚΑΙ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
Κούλουμα (=στις "κουλώνες")
Κούλουμα είναι υπαίθρια γιορτή, που γίνεται την Καθαρή Δευτέρα. Από την ημέρα αυτή οι ορθόδοξοι χριστιανοί εισέρχονται στην περίοδο της νηστείας και της εγκράτειας, γιατί αρχίζει η μεγάλη Σαρακοστή. Οι οικογένειες, παίρνοντας μαζί τους νηστίσιμα τρόφιμα, βγαίνουν στην ύπαιθρο, και το ρίχνουν στη διασκέδαση και στο χορό. Το έθιμο σε κάθε τόπο γιορτάζεται διαφορετικά, αλλά πάντοτε με πολλή γραφικότητα και αυθόρμητο κέφι. Οι βυζαντινοί, που την ονόμαζαν Απόθεση- Απόδοση, τη γιόρταζαν με βακχική πομπή ενταφιασμού των Αποκρεώ και μάλιστα, έλεγαν ποιήματα από τα οποία σώθηκαν μόνο δυο στίχοι: "Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει, φέρον υγείαν και χαρά και την ευημερίαν".
Για την ετυμολογία της λέξης κούλουμα υπαρχουν πολλές εκδοχές. Ένα λεξικό λέει ότι η λέξη κούλουμα παράγεται από την αλβανική "κόλουμ" (=καθαρός), ενώ σύμφωνα με τον πατέρα τη ς ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη προέρχεται απο την λατινική "κουλούμους"που σημαίνει σωρός, αφθονία, αλλά και τέλος.
Εκφράζει δηλαδή τον επίλογο της Αποκριάς. Κατ` άλλους, όμως σχετίζεται με την επίσης λατινική λέξη "κόλουμνα" δηλ. "κολώνα", επειδή το πρώτο Καθαροδευτεριάτικο γλέντι της Αθήνας έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Τώρα θα δείξουμε ότι η τελευταία εκδοχή έχει αρκετή δόση αλήθειας, Μερικοί υποστηρίζουν ότι τα κούλουμα είναι αθηναϊκή γιορτή που διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Αθήνα γιόρταζαν τα κούλουμα στις "κολώνες" του Ολυμπίου Διός και αργότερα στο λόφο του Φιλοπάππου. Στον καθημερινό μας προφορικό πηγαίο λόγο το Ο το λέμε ου (π.χ. Ο Γιάννης = ου, όλος ή ούλος), το ω ου (π.χ. κωφός = κουφός, κλωβός = κλουβί) και το ν εναλλάσσεται με το μ (π.χ. χάνω- χαμός, ξεσηκώνω - ξεσηκωμός). Έτσι οι Αθηναίοι από τις κουλώνες (κόλουνα;) του Ολυμπίου Διός έπλασαν τα Κούλουμα.
Καρναβάλι στην κυριολεξία σημαίνει Αποκριά, δηλαδή αποχή από το κρέας.
Καρναβάλι = Αποκριά
Στα είκοσι χρόνια που υπηρετούσα σε μονοθέσιο δημοτικό σχολείο η τελευταία Παρασκευή προ της Καθαρής Δευτέρας περνούσε απαρατήρητη. Μετά τη διδασκαλία, αφού ευχόμουνα στους μαθητές να περάσουν καλές αποκριές και καλή Σαρακοστή, απομακρυνόμουν από το σχολείο. Όμως δεν συνέβη το ίδιο την ίδια μέρα, όταν μετατέθηκα στον Ταξιάρχη, εις το εκεί τριθέσιο δημοτικό σχολείο, όπου υπηρετούσαμε δυο δάσκαλοι και μια δασκάλα. Πρωί -πρωί πήγα στο σχολείο και κάθόμουν στο γραφείο. Κατά τις οχτώ και τέταρτο ακούω έξω φωνές και πιστολιές. Βγαίνω έξω και τι να δω: Όλα τα παιδιά, πάνω από εκατό, είχαν μεταμφιεστεί είχαν ντυθεί μασκαράδες, δηλαδή καρναβάλια. Σε λίγο έφτασαν στο σχολείο και οι άλλοι συνάδελφοι. Ο συνάδελφος μου είχε δυο καπέλα, η δε δασκάλα είχε ντυθεί καουμπόης, με καπέλο, μπότες και δυο πιστόλια στη μέση. Ο συνάδελφός μου, μου λέει: "Πάρε αυτό το καπέλο να το φορέσεις, για να μην αποτελείς παραφωνία". Καλά βρε παιδιά, είπαμε να σεβόμαστε και να τηρούμε τα έθιμα και τις παραδόσεις, όχι όμως και να πρωτοστατούμε εμείς οι δάσκαλοί για τη διάδοση του μακαρισμού στα σχολεία μας. Το είδος αυτό της ψυχαγωγίας με "μασκάρεμα" το οποίο φαίνεται πως έχει τις ρίζες του σε ειδωλολατρικές γιορτές της ρωμαϊκής εποχής και σε διονυσιακές γιορτές των ελλήνων, παλαιότερα, γινόταν στο τόπο μας σε όλα τα μέρη με χορούς και διασκεδάσεις, όπου βασίλευε απερίγραπτη χαρά και ευθυμία. Σήμερα το έθιμο αυτό έχει ατονίσει και μόνο σε πόλεις - υπό την αιγίδα των δήμων- συνεχίζεται για λόγους τουριστικούς. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει το καρναβάλι της Πάτρας όπου γίνεται παρέλαση αρμάτων με επικεφαλής τον βασιλιά καρνάβαλο. Ο όρος καρναβάλι σημαίνει ότι και η λέξη Αποκριά, δηλαδή αποχή από το κρεας και αποτελείται από δύο λατινικές λέξεις: κάρνε, βάλε= κρέας, έχε γεια.
Γράφει ο Βαγγέλης Παπασταμούλος - Συνταξ. Δάσκαλος