Ανάμεσα στις βουνοκορφές του Τελεθρίου και του Καβαλάρη είναι κτισμένο σαν αετοφωλιά το χωριό Κούλουρος. Περιτριγυρισμένο από πυκνό δάσος ελάτης και πεύκου φαίνεται σαν να κρατά πολλά μυστικά που δεν θέλει να τα φανερώσει. Τα σπίτια κτισμένα σε μια πλαγιά ανάμεσα σε δυο βαθιές ρεματιές στις οποίες κυλούν πεντακάθαρα νερά που πηγάζουν από τις κορυφές του καβαλάρη. Μια Κυριακή μια παρέα φίλων εφοδιασμένοι με φωτογραφικές μηχανές αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Πριν τις Ροβιές πήραμε τον χωματόδρομο για Μαρούλι. Μικρό χωριό και αυτό όπου μένουν μόνιμα 2-3 οικογένειες, ενώ το καλοκαίρι το επισκέπτονται και κάποιοι που έχουν χτίσει εξοχικά. Προχωρήσαμε άλλα 3 χλμ και φτάσαμε στον Κούλουρο. Το χωριό είναι εγκαταλειμμένο. Όλα τα σπίτια ερημωμένα έχουν αφεθεί στην λήθη του χρόνου για να γίνουν ένα με το χώμα και τις πέτρες. Εξαίρεση αποτελεί η εκκλησία του Αι Γιώργη που είναι ανακαινισμένη και 3-4 εξοχικά που κατοικούνται το καλοκαίρι. Οι τελευταίοι κάτοικοι έφυγαν το 1991, ενώ παλιότερα κατοικούσαν 20 οικογένειες. Η σιγή που επικρατούσε ήταν εκπληκτική. Κάποια παράθυρα ξύλινα έτριζαν από το δυνατό αέρα. Το βουητό από τις ρεματιές και το δάσος υπενθύμιζε το μεγαλείο της φύσης. Αραγε στο πέρασμα των ετών πόσοι οικισμοί εγκαταλείφτηκαν και χάθηκαν. Σε όλα τα χωριά υπάρχουν τοποθεσίες όπως παληοχώρια, παλιόσπιτα...
Τίποτα όμως δεν έχει απομείνει παρά μόνο κεραμίδια και πέτρες. Ο Κούλουρος σίγουρα θα είχε την ίδια τύχη, αν κάποιοι δεν έχτιζαν εξοχικά. Όμως οι σύγχρονες κατοικίες καμιά σχέση δεν έχουν με τα παλιά πέτρινα γκρεμισμένα σπίτια. Αυτά σιγά- σιγά γκρεμίζονται γίνονται ένας σωρός και σκεπάζονται από τον χρόνο με χώμα και χλόη. Απλά αν δεν έχτιζαν κάποιοι αυτά τα εξοχικά σε λίγα χρόνια αυτό που θα έμενε θα ήταν μόνο η τοποθεσία, για να θυμίζει ότι για αιώνες κάποιοι γεννήθηκαν εδώ, μεγάλωσαν, παιδικές φωνές χαρούμενες έπαιζαν. Στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας και κατά την πρώτη απογραφή των οθωμανικών κατακτήσεων. Ο Κούλουρος υπαγόταν διοικητικά στους Ωρεούς και είχε 11 φορολογούμενες οικογένειες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και την γεωργία. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το χωριό είχε ξεπεράσει τις 20 οικογένειες. Η εγκατάλειψη του άρχισε με την μετανάστευση της δεκαετίας του `60 όπου άρχισε να αλλάζει ο τρόπος ζωής και ο καθένας να επιζητά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.