Η εικόνα της «Παναγιάς του πάθους» είναι το ιερό κειμήλιο του προσφυγικού χωριού Ταξιάρχη της Βόρειας Εύβοιας και φυλάσσεται στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών του χωριού. Η εικόνα αντιπροσωπεύει τις μνήμες, την ιστορική καταβολή, τις παραδόσεις και ότι έχει μείνει μέσα τους από τη χαμένη πατρίδα, το Μουσαρλή της Μικράς Ασίας.
Η εικόνα ήρθε στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία από την οικογένεια Λυμπέρη. Στο χωριό του Ταξιάρχη η εικόνα βρισκόταν στο σπίτι της κυρά Καμπούς. Όποια οικογένεια έχει πρόβλημα έπαιρνε την εικόνα στο σπίτι και την ξενυχτούσε.
Μια παράδοση από τη χαμένη πατρίδα
Εκεί στην πατρίδα η γρια Λυμπέρη είδε στον ύπνο της την Παναγιά να της λέει:
- Έξω στην αυλή σου, στο σανίδι που ακουμπάς την σκάφη σου και πλένεις, είμαι εγώ ζωγραφισμένη. Πάρε σαπούνι και νερό και πλύνε με.
Εκείνη δεν έδωσε σημασία και δεν έκανε τίποτα. Ξανά η Παναγία για δεύτερη φορά της παρουσιάζεται στον ύπνο και της επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια. Ξύπνησε τότε και άκουσε κάποια να σκουπίζει την αυλή. Τρόμαζε, αλλά επειδή φοβόταν περίμενε να ξημερώσει. Έτρεξε τότε αμέσως, πήρε το σανίδι και το έπλυνε. Ω!! του θαύματος. Είδε την άγια μορφή της να κρατά των Εσταυρωμένο γιο της. Έτρεξε και το ανακοίνωσε στη γειτονιά. Μαζεύτηκαν τότε οι χωριανοί και άρχισαν τις λιτανείες και τις δεήσεις.
Θεολογική και αισθητική παρουσίαση της εικόνας (από τον Αρχιμ. Δαμασκηνό Μάκρα)
Δε μοιάζει με τις συνηθισμένες Εικόνες της Παναγίας και δεν παριστάνεται στον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο της Γλυκοφιλούσας ούτε της Βρεφοκρατούσας.
Ο αγιογράφος την τεχνούργησε με την πρωτοτυπία να κρατά στην αριστερή αγκαλιά της το μονάκριβο Υιό της νεκρό, καρφωμένο στο Σταυρό. Ο επίσημος νεκρός εικονίζεται σε μικρότερες αναλογίες συγκριτικά με εκείνες της Υπεραγίας Μητέρας Του.
Μα τι παράξενο! Ενώ θα περίμενε κανείς το ύφος του προσώπου της πονεμένης Μάνας να εκφράζει όλη την οδύνη της Σταυρώσεως, καθώς κρατά σταυρωμένο το Μονογενή της, εκείνο απεικονίζεται πράο και ήρεμο και γλαφυρό, ελαφρά χαρούμενο. Ασφαλώς το ημερεύει η ενατένιση του μέλλοντος και το φαιδρύνει ο θρίαμβος της Αναστάσεως, που ακολουθεί το άλγος του Γολγοθά. Γι' αυτό ο αγιογράφος στρέφει τα μάτια της πονεμένης Μάνας όχι στο νεκρωμένο Σώμα της Σταυρωμένης Αγάπης, αλλά προς το άπειρο, όπου εκεί αντικρίζει την Αναστημένη Θεότητα, που σκορπά τη λύτρωση και τη χαρά.
Μάτια μεγάλα αμυγδαλωτά, γεμάτα στοχασμό, μάτια παρθενικά, στεφανωμένα με καλλιγραφικά φρύδια, που χαριτώνουν το ωοειδές πρόσωπο.
Και η καλλίγραμμη μύτη, στενή και μακριά, οσμίζεται την «οσμή ευωδίας», που αναδίνει το νεκρωμένο Σώμα του Θεανθρώπου Υιού της.
Και το στόμα της μικρό, γιατί δε συνηθίζει να εκφράζει μεγαλοστομίες, και κλειστό, γιατί δεν ξέρει να φλυαρεί, αλλά να προσεύχεται ταπεινά και «ιεροκρυφίως». Ένα άγιο στόμα, που δίνει την εντύπωση στον προσκυνητή πως ετοιμάζεται να του χαμογελάσει, για να γλυκάνει τον πόνο του και να του υποσχεθεί για τη μεσολάβησή της προς τον Υιόν της, αφού «πολλά ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου».
Το άγιο κεφάλι της κλίνει προς τον Εσταυρωμένο Υιό της, ίσως γιατί το έλκει η μητρική της αγάπη προς Εκείνον, ο οποίος «ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη».
Φωτοστέφανα περιβάλουν την αγία κεφαλή της καθώς και του Υιού της και αισθητοποιούν το «Φως ιλαρόν» με μια επιμελημένη διακοσμητική διάθεση του αγιογράφου.
Αλλά και η ενδυμασία της Κυρίας του Κόσμου απεικονίζεται με σχεδιαστική δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη. Χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά το φωτισμό των πτυχώσεων. Δούλεψε με ευαισθησία την τεχνική των φωτοσκιάσεων και ποίκιλλε με χρυσοκοντυλιές το όλο πλαίσιο.
Και όμως σε όλο αυτό το περίτεχνο πλάσιμο κατόρθωσε ο αγιογράφος να σαρκώσει το μέτρο του λιτού ύφους, που αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας και ερμηνεύει το ήθος της.
Και από τότε παρέμεινε η Δέσποινα του Κόσμου στο απέριττο προσκυνητάρι της, για να αποτελεί το σεπτό κειμήλιο του χωριού, να παρηγορεί τους θλιμμένους και να θαυματουργεί.