Στα χρόνια που κανένα από τα χωριά μας δεν είχανε αμαξιτό δρόμο, ηλεκτρικό φως, και τηλέφωνο, πήγε στην Κερασιά από την Αγία Αννα, ένα όργανο της τάξης για δουλειές της υπηρεσίας. Κλητήρια θεσπίσματα, πιστοποιητικά στρατολογίας.
Οι Κερασιώτες αγρότες και βοσκοί μαζεύονται αργά στο χωριό. Ο χωροφύλακας μοίρασε τα σχετικά χαρτιά κι αφού τελείωσε, να φύγει δε γινότανε, πήγε στο σπίτι του μπαρμπα Σταύρου Δήμου να περάσει τη βραδιά του.
Τον κέρασε η θεια Σταύραινα ένα ρακί και έστρωσε το μεσάλι στο σοφρά. Έβαλε τρία πιάτα ζεστά κουκιά, μια μποτίλια κρασί, τρία κρασοπότηρα, σκόρδα, κρεμμύδια κι ελιές και είπε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μ' κάκια έχουμε. Κόπιασε να φάμε.
Ο χωροφύλακας που περίμενε κάνα καλλίτερο φαγητό, τουλάχιστον κάνα αυγό, της είπε:
- Θεια, εμείς στο χωριό μου τα κάκια δεν τα τρώμε.
- Δεν έχουμε τίποτα άλλο παιδάκιμ', και κάνοντας το σταυρό της άρχισε να τρώει.
Ξεφλούδισαν σκόρδα και κρεμμύδια, γέμισαν τα ποτήρια τους κι έτρωγαν ξεχνώντας το μουσαφίρη τους.
Ο χωροφύλακας αφού είδε κι αποείδε ότι δεν γινότανε τίποτα, πλησίασε το σοφρά και από το φως της σχίζας του δαδιού έριξε μια ματιά στο πιάτο με τα κάκια της θειας.
- Θεια αυτά εμείς στο χωριό μου δεν τα λέμε κάκια, τα λέμε κούκες και τα τρώμε.
|