Πέρασαν σαράντα και πλέον χρόνια από τότε, που αμούστακο παιδί, γυμνασιόπαις, ο μπάρμπα Κυριάκος Δεβετζόγλου μου εξιστορούσε ιστορίες της χαμένης του πατρίδας, ενός χωριού της ζωντανής γης.
Κάποια στιγμή στράφηκε και μου λέει: θα σου θέσω ερωτήματα - αινίγματα. Αν μπορείς θα μου δώσεις τις λύσεις. Ει δε άλλως, ας τις πάρει το ποτάμι. Θέλω να μου πεις τι δουλειά έκαναν τα εξής πρόσωπα.
- Η μάνα μου, ζύμωνε τα καρβέλια της περασμένης εβδομάδας.
- Ο αδελφός μου, έβγαινε στο βουνό. Όσα έβρισκε τα σκότωνε. Όσα δεν έβρισκε τα έφερνε πίσω στο σπίτι.
- Ο πατέρας μου, είχε ένα διάβολο. Τώρα έχει δυο.
Σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα, έξυσα το κεφάλι μου, δεν μπόρεσα να βρω τις λύσεις.
Όπως είπε ας τις πάρει το ποτάμι. Και μου έδωσε τις λύσεις.
- Η μάνα του, κάποια εβδομάδα, λόγω αδιαθεσίας δεν μπόρεσε να ζυμώσει το ψωμί της εβδομάδας. Δανείστηκε τα απαραίτητα καρβέλια από τις γειτόνισσες. Όταν έγινε καλά, ζύμωσε κι έδωσε τα δανεικά ψωμιά. Έμεινε όμως χωρίς ψωμί κι έτσι αναγκάστηκε να ξαναδανειστεί. Έτσι λοιπόν ζυμώνει τα καρβέλια της περασμένης εβδομάδας.
- Ο αδελφός του, την εποχή που κατατρεγμένοι άφησαν την ιωνική γη κι ήλθαν στην Ελλάδα, η ψείρα είχε φουρφουκιάσει. Έβγαινε λοιπόν έξω, έπιανε μια λιάστρα στις πλαγιές του Τεπέ κι άρχιζε η μάχη με τις ψείρες. Όσες έβρισκε τις σκότωνε. Τις άλλες τις έφερνε πίσω στο σπίτι.
- Ο πατέρας μου, βρέθηκε στην ανάγκη να δανειστεί χρήματα. Δύσκολα και δύστυχα τα χρόνια. Δεν μπόρεσε να επιστρέψει το χρέος στην καθορισμένη προθεσμία. Ο δανειστής καθημερινώς τον ενοχλούσε για την επιστροφή των χρημάτων. Αναγκάστηκε να δανειστεί από άλλον δανειστή ένα μέρος του χρέους για να δώσει στον πρώτο. Μετά λίγο καιρό κι οι δυο δανειστές του ζητούσαν τα χρήματά τους. Έτσι απόχτησε από ένα διάβολο δύο διαβόλους.
(Τεπέ: λόφος της Χρόνιας)
Χρήστος Κοκκινομηλιώτης