Κύριε Πρωθυπουργέ.
Έταξες πολλά. Ίσως νόμιζες ότι δεν θα εκλεγόσουν και έταζες εφικτά και ανέφικτα, για να φέρεις σε δύσκολη θέση τους αντιπάλους σου που νόμιζες ότι θα εκλέγονταν. Τα προβλήματα, τους καημούς, τις ανάγκες του απογοητευμένου λαού τα βγάλατε σε πλειοδοσία. Κι ενώ οι άλλοι ήταν συγκρατημένοι γιατί ήξεραν, είχαν αντιμετωπίσει ξανά: αγρότες, εργάτες, μισθωτούς, συνταξιούχους, στους δρόμους και στου Μαξίμου ακόμα, ήταν φειδωλοί και προχωρούσαν... υποχωρώντας. Εσύ υποσχόσουν, και όσο υποσχόσουν εσύ τόσο εκείνοι έτριβαν τα χέρια τους, αποσύροντας τα από του φιδιού την τρύπα, που πρόθυμα έχωσες το δικό σου δάχτυλο.
Τελικά, πανηγυρίζεις εσύ που κέρδισες, πανηγυρίζουν εκείνοι που... έχασαν, πανηγυρίσαμε κι εμείς, ο λαός, που νομίσαμε πως κερδίσαμε... γιατί περιμέναμε την άμεση εφαρμογή των υποσχέσεων. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, την απογοήτευση που νιώσαμε όλοι μας. Απογοήτευση που μέρα με την ημέρα μεγαλώνει, γιατί διαψεύστηκαν οι ελπίδες μας νια καλύτερες ημέρες. Κι αν ίσως το μετάνιωσες, είναι πια αργά. Απομακρύνθηκες πολύ από το ταμείο. Τώρα πρέπει να αντέξεις τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές, Γιατί, «μεσ' στην υπόγεια την ταβέρνα, μεσ' σε καπνούς και σε βρισιές» που λέει και ο Βάρναλης, ένα ξεχωρίζουμε: «ίδιοι είναι όλοι τους». Και είναι κρίμα γιατί είσαι νέος άνθρωπος.