Όπως επισήμανε ο κ. Παπαντωνίου από τον προϋπολογισμό θα διατεθούν φέτος για την υγεία 1,3 τρισ. δρχ. (8,6% του συνόλου των δαπανών του κράτους) και για την κοινωνική ασφάλιση 4,4 τρισ. δρχ. (το 9,6% των συνολικών δαπανών), πόροι από τους οποίους ένα μεγάλο μέρος θα δοθεί για την υγειονομική και νοσοκομειακή περίθαλψη των ασφαλισμένων.
Το ερώτημα που τίθεται για την Ελλάδα είναι: Δεν επαρκούν τα χρήματα αυτά συν όσα πληρώνουν οι πολίτες σε ιδιωτικούς γιατρούς, κλινικές, και ασφαλιστικές εταιρείες για να έχουμε ένα ικανοποιητικό επίπεδο περίθαλψης και φροντίδας της δημόσιας υγείας;
Στο ερώτημα αυτό ο αρμόδιος για τον έλεγχο των δαπανών υφυπουργός Οικονομικών κ. Γ. Δρυς τονίζει: «Παρά τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται να ελεγχθεί που πηγαίνουν τα χρήματα για την υγεία, κανένας δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια, δεδομένου ότι χρήματα διαχειρίζονται το υπουργείο Υγείας, οι νομαρχίες, οι περιφέρειες και μόνο η μισθοδοσία των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού που έχει αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών είναι υπό έλεγχο».
Ο ίδιος θεωρεί αδιανόητο να ξοδεύονται για την περίθαλψη των δημοσίων υπαλλήλων πάνω από 200 δις δρχ. το χρόνο μόνο για ιατρικές εξετάσεις και φάρμακα (εκτός νοσοκομείων) και να μην υπάρχει αποτέλεσμα.
Ανάλογη είναι η εικόνα και σε άλλους τομείς και κυρίως στην παιδεία, όπου το αποτέλεσμα είναι δυσανάλογο προς τα χρήματα που δαπανώνται. Για τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας το μέγα ζήτημα είναι ο περιορισμός των δαπανών για την άμυνα.
Όπως τονίζει ο κ. Παπαντωνίου, «είναι αδιανόητο να διαθέτουμε το 5% του ΑΕΠ για την άμυνα και να συμπεριφερόμαστε σαν μια πλούσια χώρα όταν εξομαλύνονται οι σχέσεις με την Τουρκία, η οποία διαθέτει το 3,5% του ΑΕΠ της. Στην Ευρώπη ο μέσος όρος των δαπανών για την άμυνα είναι 2% του ΑΕΠ και στις ΗΠΑ το 3% του ΑΕΠ».
|