Της 8ης του 48 ξεφάντωσαν στο κέντρο του Μπαδά. Το Σάββατο το μεσημέρι της 18-10, μαζευτήκαμε και το ρίξαμε λιγάκι έξω. Κι είχε τη χάρη του. Τα δεκαοχτάχρονα παιδιά που τότε δοκιμάζαμε τις φτερούγες για το ξεπέταγμα στη ζωή, συνταξιούχοι πια γυρίσαμε φορτωμένοι την πείρα της και λίγο φιλοσοφημένοι, αλλά χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι για κάποιες στιγμές, που κατέκλυσαν οι αναμνήσεις τις μνήμες μας. Ρε, τι γίνεσαι ρε, πού βρίσκεσαι; τι έκανες; ρωτούσαμε αχόρταγα ο ένας τον άλλον. Και χωρατεύαμε αλληλοπειραζόμενοι, με ότι μας έρχονταν στο νου. Ωραίες στιγμές! Παιδιακίστικες. Τιτιβίζαμε σαν να κυνηγιόμασταν στο προαύλιο, θυμάσαι ρε; κι έπειτα κουρδίσαμε και τις φωνές μας: τινάξαμε και την «ανθισμένη αμυγδαλιά» μας, και «αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι»...αστούς να παρέλθουν φτάνει να μη μας αγγίζουν... Είχαμε τόσα να πούμε! Και οι ώρες περνούσαν γρήγορα. Δεν είπαμε τίποτα. Τίποτα για το σάκχαρο. Τίποτα για το στομάχι. Για τα γυαλιά που πρέπει ν'αλλάξουμε. Για τα δόντια που δεν μασάμε... τίποτα. Όλοι καλά είμαστε. Όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Να ανταμώνουμε ρε παιδιά! Να ανταμώνουμε. Και του χρόνου...
Τι σου είναι τα παιδιά όταν δεν λένε να γεράσουν!
|