Οι γέροι του δεν ξέρουν πού είναι. Και κείνος δεν ξέρει καλά καλά. Ξημερώθηκε κάτω από ένα αγροτικό υπόστεγο πιασμένος από τ'αγιάζι της νύχτας. Κρίνοντας απ' τις στεγνωμένες τσίμπλες σης απολίξεις των τσίνορων, που τον εμπόδιζαν στο ανοιγόκλεισμα των ματιών, συμπεραίνει ότι μπορεί να κοιμήθηκε κάμποσο. Ήταν άλλωστε ξεθεωμένος αφού περπάτησε χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ζητιανεύοντας δουλειά από μισάνοιχτες καγκελοποερτες, από πλάγιες αμπολές, από φραγμένους σταύλους. Είχε εισπράξει στερεότυπη άρνηση από καχύποπτα μάτια.
Το στομάχι του άδειο. Η τσέπη του άδεια. Σήμερα πρέπει οπωσδήποτε, κάτι να βάλει στο στόμα του. Το χνώτο του βρομάει στέρηση. Ο κολλημένος ιδρώτας του απλυσιά. Ζέχνει ο άνθρωπος άπλυτος μήνες. «Έκει ντουλειά;» «όχι». «Καμιά ντουλειά, τείο»; «Όχι». Η απελπισμένη οδοιπορία συνεχίζεται. Οι δυνάμεις, που απομένουν, εξαντλούνται. Η απόγνωση φουντώνει, αλλά την κρύβει. Πρέπει κάτι να κάνει, τουλάχιστον για να φάει. Η διέξοδος της κλοπής ανηφορίζει απειλητικά από τα σπλάχνα κατά το μυαλό του. Πασχίζει να την ττνίξει, αλλά η ιδέα επανέρχεται επίμονα. « Τι είναι καλύτερα; να ταβλιαστώ από εξάντληση ή ν'ανοίξω ένα απ' αυτά τα σπίτια με τα φορτωμένα ψυγεία και τις αχρείαστες πολυθρόνες;» θα μπορούσε να ζητήσει, κάτι να φάει, αλλά δεν θέλει. Τον τυραννάει η ιδιότυπη περηφάνεια της ράτσας του. θέλει να δουλέψει για να φάει με αξιοπρέπεια. Ότι δουλειά και νά'ναι. Για λίγα κέρματα, για ένα σάντουιτς, τσιγάρα και μια μπίρα καθιστός, όπως τα ονειρεύτηκε στη φυγή του.
Έπιασε τον εαυτό του να σχεδιάζει την παραβίαση ενός εξοχικού, που φαινόταν έρημο και αναστατώθηκε. Το γυρόφερε δυο φορές και πείστηκε, ότι δεν υπήρχε ψυχή. Η στέρηση τον έσπρωχνε, η λογική τον εκώλωνε. Έτσι και τον πιάσουν, χάθηκε. Δικαστήρια, φυλακή, απέλαση... τα ξέρει από άλλους. «Έκει ντουλειά»; «Όχι». «Τέλεις εργκάτη, τείο;» «Όχι», θεός δεν κατοικεί μέσα του, να τον επικαλεστεί, έτσι σαν ελπίδα. Δεν του τον έμαθε το καθεστώς του Αλία, που τον μεγάλωσε. Όσο περνάνε οι ώρες, του 'ρχεται σκοτοδίνη. Χτυπάνε δυνατά τα μηνίγγια, τα πόδια τρέμουν. «Πάει δεν γίνεται τίποτα, είμαι χαμένος».
Τώρα πήρε ένα δρόμο ευθύ και μακρύ, δίχως να φαίνονται σπίτια. Είδε κάτι Πακιστανούς σ'ένα χωράφι βαθειά να χαράζουν βραγιές. «Εκεί ντουλειά και για μένα;». Τον κοίταξαν γελώντας, σήκωσαν τους ώμους και συνέχισαν. Σωριάστηκε στη ρίζα μιας αδέσποτης λεύκας και ατένισε απελπισμένος τον περιορισμένο ορίζοντα, που βλαστάριζε. Έβγαλε τα παπούτσια του, τό'να με τ'άλλο, να δροσίσουν οι φλογισμένες φτέρνες του. Έχωσε το χέρι στην τσέπη για κάποιο ξεχασμένο κέρμα. Κάτι μεταλλικό πασπάτεψε και ζυγώνοντας το στα μάτια του υπολόγισε ότι θα φτάνει για καφέ. Αποφάσισε να γυρίσει στον αγροτικό καφενέ, που τον είχε εντοπίσει τις πρώτες ώρες της περιπλάνησης του και πήγε. Ο καφετζής τον κοίταξε ενοχλημένος. Οι λιγοστοί θαμώνες κάτι ψιθύρισαν απ'τη γωνιά σκύβοντας αναμεταξύ τους και τον αγριοκοίταξαν. Ύστερα άρχισαν να σχολιάζουν μεγαλόφωνα το χθεσινό ματς. Αρπάχτηκε από την ευκαιρία μιας παύσης και εξαπέλυσε για μια φορά ακόμα το δραματικό του ερώτημα. «Καμιά ντουλειά υπάρχει;» και ερεύνησε με αγωνία τα μάτια τους. Δεν πήρε απάντηση. Ένοιωθε ταπεινωμένος. Σε λίγο σηκώθηκε ένας και στάθηκε από πάνω του με τα χέρια στη μέση. «Έλα μαζί μου» του είπε και βγήκε έξω. Ο ξένος σηκώθηκε και τον ακολούθησε.
Το χώμα ήταν άνυδρο, πετρωμένο. Η αγριοβρώμη ξεπερνούσε το μπόι. Γυμνωμένος από τη μέση και πάνω την ξάπλωσε με την τσάπα που έπεφτε με κοφτούς γδούπους και τη μάζεψε σε σωρούς. «Πόσα θες;» σήκωσε τους ώμους. Δεν ήξερε. Του έβαλε στη χούφτα μερικά κέρματα. Έφυγε δίχως να ευχαριστήσει, μη όντας διδαγμένος τέτοιες συμβατικότητες. Καθώς ξεμάκραινε παραπατώντας άνοιξε τη χούφτα του και υπολόγισε ικανοποιημένος. Καθένα από δαύτα παριστούσε ένα πολύ σημαντικό αγαθό. Στο μεταξύ πήρε να νυχτώνει. Σκέφτηκε το χτεσινοβραδινό υπόστεγο. Πήρε την απόφαση να τραβήξει κατά κεί και να φάει αύριο μια και καλή. Πλάγιασε στο τσιμέντο με το μπράτσο προσκέφαλο. Ο σκύλος από την διπλανή περίφραξη ενοχλήθηκε κατά καθήκον κι απόψε. Αρχισε να αλυχτάει κατά τη μεριά του ασταμάτητα. Τα σκυλιά της περιοχής ξεσυνερίστηκαν πάλι και βάλθηκαν να γαυγίζουν όλα μαζί. Αποκοιμήθηκε νανουρισμένος από την βάναυση συναυλία τους μ'ένα φεγγάρι ν' ανεβαίνει αδιάφορο μέσα απ'τα λιόδεντρα. Δημήτρης Διακομόπουλος
|