Οι δρόμοι μας χώρισαν. Σπάνια συναντιώμασταν. Όμως τα παιδικά μας χρόνια τα περάσαμε μαζί. Και δεν ήταν που είμασταν γειτονάκια, ήταν κάτι πιο βαθύ και πιο αναγκαίο. Με έβλεπε και τον έβλεπα σαν ελπίδα στον δρόμο. Τα χρόνια δύσκολα. Χρόνια Κατοχής, κι εμείς μικρά παιδιά ξεκινούσαμε κάθε μέρα ποδαρόδρομο Αρτάκη -Χαλκίδα στο Γυμνάσιο και επιστροφή Χαλκίδα -Αρτάκη. Οχτώ χιλιόμετρα το σύρε κι έλα άλλα οχτώ, δεκάξι χιλιόμετρα πορεία κάθε μέρα. Και τα Σάββατα. έξι μέρες την εβδομάδα τότε τα σχολεία και οι αίθουσες ελάχιστες. Γιαυτό κάναμε πότε πρωί 8 με 2, και πότε απόγευμα, 4 με 8. Και το χειμώνα ήταν νύχτα και σκοτεινά, κι εμείς μικρά παιδιά. Και χρόνια επικίνδυνα. Δεν ξέραμε αν οι σκιές μπροστά μας ήταν αντάρτες, ή ράληδες. Γερμανοί ή Ιταλοί. Όταν οι ώρες μας ταίριαζαν και ανταμώναμε, άνοιγαν τα ουράνια και για μένα και για κείνον. Κάτω από τέτοιες συνθήκες μεγαλώσαμε με τον Γιώργο, Έπειτα χωρίσαμε, ο καθένας στον δρόμο του. Εκείνος αναδείχτηκε στον χώρο του επιτυχημένος. Κι εγώ στα στενά πλαίσια του δικού μου χώρου. Ανταμώναμε καμιά φορά και τα λέγαμε. Ποτέ για τις δουλειές μας. Πάντα για τα περασμένα, «θυμάσαι;», «ξεχνιούνται;». Μέχρι που ήρθε η καταστροφή. Και δεν είναι που πήγε η δουλειά του χαμένη και οι κόποι του. Ανθρωπος ευαίσθητος δεν άντεξε την σκληρότητα της κοινωνίας. Ευεργετηθέντες αδιαφόρησαν.
Τελευταία ανταμώσαμε στην βράβευση του από το Επιμελητήριο για την προσφορά του στην οικονομία της Εύβοιας. Ανταλλάξαμε λίγες τυπικές λέξεις χαμογελαστοί και οι δυο μας, με κλονισμένη την υγεία και οι δυο μας. Όμως θαρρώ, πως εμείς δεν βλέπαμε τα επιφαινόμενα. Βλέπαμε τα παιδιά που με τα βιβλία στο χέρι βγαίναμε στο δρόμο για το σχολείο. Τα 16 χιλιόμετρα περπάτημα την ημέρα. Τις παιδικές καλωσύνες και τα μουτρώματα, που όμως η πορεία μας ανάγκαζε να βαδίζουμε κοντά -κοντά και να σιγοτραγουδάμε για να παίρνουμε θάρρος.
Ας είναι το γραφτό μου αυτό δέηση προς τον Ύψιστο για ανάπαυση του. Ας είναι σαν μνημόσυνο για τον παιδικό μου φίλο, τον συμμαθητή μου, Γιώργο Μιμίκο. Δημ. Σπυρόπουλος
|