Το άγχος της Καθαροδευτέρας, είχε καταντήσει βασανιστικό σύνδρομο και με κυνηγούσε μια ζωή. Έβλεπα τους ανθρώπους να γιορτάζουν την ώρα που εγώ έπρεπε να φροντίσω για όλους, για να μην λείψει από το τραπέζι τους τίποτα. Από τη νύχτα έτρεχα να προμηθευτώ τα ζαρζαβατικά: κρεμμυδάκια, σκορδάκια, ραπανάκια, μαρούλια... τα αράδιαζα στους πάγκους που έβγαζα έξω από το μαγαζί, μαζί με τα άλλα νηστίσιμα: ταραμά, χαλβά, ελιές, κι ότι άλλο κυκλοφορούσε στην αγορά. Αργότερα ήρθαν οι κονσέρβες: χταπόδια, καλαμάρια, κι ότι πλούτιζε το τραπέζι της νηστίσιμης μέρας.
Εκείνη τη μέρα, κατεβαίναμε οικογενειακώς στο μαγαζί. Γυναίκα και παιδιά, όλοι στα πόστα μας. Θέρος -τρύγος πόλεμος, έλεγα για να τους εμψυχώσω. Μέρα είναι θα περάσει! Φιλοσοφούσα. Αλλά τα παιδιά την περίμεναν αλλιώς τη μέρα αυτή.
-Γιατί να περάσει, πατέρα, διαμαρτύρονταν ο μεγάλος, θα περάσει χωρίς να πάμε εμείς πουθενά; τους αϊτούς τους πουλάμε στον κόσμο, κι εμείς να μην πετάξουμε έναν;
- Εμείς θα πάμε πουθενά, ευφυολογούσα, για να ελαφρύνω τη γκρίνια. Αλλά τα παιδιά μούτρωναν. Κι εγώ μούτρωνα. έβλεπα του γείτονες να ξεκινούν οικογενειακώς, μπουλούκια- μπουλούκια, για τους γύρω λόφους, και τους ζήλευα. Ότι δουλειά και να κάνανε, εκείνη τη μέρα τη χαίρονταν, ενώ εμείς, οικογενειακώς ξεροσταλιάζαμε πιστοί στο καθήκον. Το επάγγελμα βλέπεις. Εκείνη τη μέρα περιμέναμε να βγάλουμε κάνα σπασμένο. Να πληρώσουμε το νοίκι, την εφορεία, το άλλο το βάσανο το ΤΕΒΕ, που μας χαράτσωνέ- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, για να πάρουμε, λέει, σύνταξη. Καλά. Φέξε μου και γλίστρησα, θα περισσέψει από αυτούς να δώσουν και σε μας. (μάγος ήμουνα;). Όλη μέρα, που λες, «εργασία κούραση κι ορθοστασία», και τα καζάντια... δε βαριέσαι
Οι Καθαροδευτέρες, μου έχουν αφήσει απωθημένα, γιαυτό τώρα τις χαίρομαι με τα εγγονάκια μου. Από μέρες πρίν ετοιμάζουμε τον αϊτό.
-Πολύ σπάγγο, ε, παππού; πολύ, πολύ, θα πάει ψηλά,ε παπού;
- Ναι παιδάκι μου, πολύ. θα τον στείλουμε ψηλά, πιο ψηλά από όλους τους άλλους...
Και κοιμούνταν χαμογαλαστά, κι ευτυχισμένα, κι έβλεπαν τους αϊτούς τους στον ύπνο τους και τον παπού τους να τρέχει κι αυτός παιδιακίζοντας, να κρατάει «κεφάλι» κι εκείνα να τρέχουν ευτυχισμένα, κι εγώ που ξαναζώ μαζί τους τις στερήσεις μου.
Τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα πετάξουν κι αυτά. θα βγάλουν φτεράκια. Και θα μείνω με τους σκισμένους αϊτούς, και τις φωτογραφίες τους, «ενθύμιον έτους...».
- Θα πάμε πουθενά, σήμερα; με ρωτάει η γυναίκα μου.
- Πουθενά, απαντώ βαριεστημένα. Πού να πάμε, μόνοι μας. Ας πάμε να ψωνίσουμε κι εμείς τα νηστίσιμα. Και ποιος να τα φάει, τα στομάχια μας δεν είναι πια για τέτοια, αλλά το έθιμο πρέπει να το τηρήσουμε. Η λαγάνα πρέπει να μπει στο τραπέζι και ο ταραμάς. Τώρα τον παίρνουν έτοιμο φκιαγμένο, με όσο λεμόνι θέλουνε και όπως θέλουνε τα εργοστάσια.
-θυμάσαι, Αγησίλαε, την κούραση τέτοια μέρα;
-Τη θυμάμαι, Μελπομένη μου. Τι να κάναμε, αυτή ήταν η δουλειά μας. Με αυτή τη δουλειά ζήσαμε την οικογένεια, μεγαλώσαμε τα παιδιά, και τα αποκαταστήσαμε. Δόξα το θεό να λέμε. Δόξα το θεό.
|