Ο πιο διάσημος οπλαρχηγός της Εύβοιας στον αγώνα ανεξαρτησίας. Γεννήθηκε το 1785 στο χωριό Αργυρό από οικογένεια βοσκών. Μετά το θάνατο του πατέρα του, έμεινε στον παππού του για λίγο και μετά στάλθηκε στη Μονή των Λευκών για να μάθει γράμματα. Ως ατίθαση προσωπικότητα δεν ταίριαξε στο μοναστήρι και τον ανέλαβε μια θεία του στη Χαλκίδα για να του βρει δουλειά. Αλλά ούτε εκεί στέριωσε, καθώς τσακωνόταν συνέχεια. Τελικά οι θείοι του τον μπαρκάρανε στη Μικρά Ασία. Εκεί δούλευε ως βοσκός στην υπηρεσία πλούσιου κτηνοτρόφου στη Μικρά Ασία.
Το Μάιο του 1821, μόλις επέστρεψε στην Εύβοια, κατατάχτηκε από τον Αγγελή Γοβγίνα, γενικό αρχηγό Εύβοιας, στο σώμα του Θεσσαλού οπλαρχηγού Κων/ου Σούτα. Από τότε δήλωσε ότι καταγόταν από τα Κριεζά, ονομαζόταν Κριεζώτης, ενώ το οικογενειακό του όνομα ήταν Χαραχλιάνης.
Η ανδρεία, η τόλμη και η πολεμική του ικανότητα φάνηκαν στις μάχες των Βρυσακίων (Ιούλιος 1821) και της Στενής (Αύγουστος 1821) και ο Γοβγίνας τον ανακήρυξε καπετάνιο με την επιδοκιμαστική βοή των στρατιωτών και τον διόρισε αρχηγό στην περιφέρεια Καρυστίας. Με 2.000 άνδρες το Διακόφτι (23 Μαρτίου 1823) και στο Βατήσι (6 Μαϊου 1823) νίκησε τον Ομέρ πασά Ευβοίας, τον οποίο απόκλεισε από τις 11-25 Μαΐου 1823 στην Κάρυστο. Αναγκάστηκε όμως, από τις τεράστιες δυνάμεις που συγκέντρωσαν γρήγορα οι Τούρκοι, να λύσει την πολιορκία και, επειδή τον εγκατέλειψαν οι άνδρες του, να καταφύγει στη Σκόπελο, από τη Σκύρο και στα Ψαρά.
Στην Εύβοια ξαναγύρισε το Σεπτέμβριο του 1823 με λίγους άντρες, που στρατολόγησε στη Σκύρο, και αγωνίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Από το Μάρτιο - αρχές Μαΐου 1824, επικεφαλής 800 αντρών, πολεμούσε εναντίον των Τούρκων της Καρύστου, τους οποίους επανειλημμένα υποχρέωσε να κλειστούν στο φρούριο της πόλης. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο, στους διωγμούς εναντίον των αντικυβερνητικών στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια πήγε με τους άντρες του στην Ανατολική Στερεά και πολέμησε με τον Καραϊσκάκη εναντίον των Τούρκων, στην περιοχή των Σαλώνων.
Το Μάρτιο του 1826 συμμετείχε στην επιδρομή Ελλήνων στον Λίβανο, για να ξεσηκώσουν τους Σύρους εναντίον του Σουλτάνου και να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στην Ανατολή. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, βοηθάει τον Γάλλο συνταγματάρχη Φαβιέρο στην Εύβοια, και κατόπιν, στην Αττική, υπό τον Καραϊσκάκη, διακρίνεται στη μάχη του Χαϊδαρίου. Στα μέσα του Οκτώβρη 1826 εισέβαλε στην Ακρόπολη Αθηνών με 300 άνδρες, ανάμεσα από τις εχθρικές τάξεις, και επί 9 μήνες την υπερασπίστηκε γενναία.
Αξιοσημείωτη είναι και η δράση του το Νοέμβριο του 1827 στις ακτές του Παγασητικού, όπου νίκησε κοντά στο Τρίκερι τους Τούρκους, και η συμβολή του στη μάχη της Πέτρα (12 Σεπτεμβρίου 1829).
Επί Όθωνα διορίστηκε νομοεπιθεωρητής Ευβοίας με το βαθμό του συνταγματάρχη. Υποστήριξε την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για το Σύνταγμα και κατέλαβε φρούριο της Χαλκίδας.
Στις πρώτες εκλογές εκλέχτηκε βουλευτής Ευβοίας και συνέχισε την αντιδυναστική δράση του. Γι' αυτό και φυλακίστηκε στη Χαλκίδα το 1847 και αφού απελευθερώθηκε από φίλους του κήρυξε επανάσταση οχυρωμένος στο φρούριο της Χαλκίδας. Την 1η Αυγούστου 1847 κήρυξε στο Βασιλικό αντιδυναστική επανάσταση. Μετά την αποτυχία του κινήματος του, όπου τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό χέρι, έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου και πέθανε το 1853.
Μετά την πτώση του Όθωνα, με απόφαση της προσωρινής κυβέρνησης, τα οστά του μεταφέρθηκαν στην πατρίδα του. Τα οστά του μέχρι το 1980 βρίσκονταν στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στη θέση "Ντερνέκι" του Μύτικα, μέσα σε μια ξύλινη οστεοθήκη. Στις 25/3/1980 μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στη βάση της προτομής του στη Χαλκίδα, στην πλατεία Ηρώων. Η προτομή του στήθηκε στη Χαλκίδα στις 21 Νοεμβρίου 1971 με πρωτοβουλία της Ένωσης Προσωπικού Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδας. Είναι έργο της γλύπτριας Κατερίνας Χαλεπά.