Η Εύβοια είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη και το έκτο της Μεσογείου. Έχει έκταση 3655 km2 και εκτείνεται παράλληλα προς τις ακτές της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Το σχήμα της είναι επίμηκες με μήκος περίπου 175 km και πλάτος κυμαινόμενο από 7 έως 45 km.
Το ανάγλυφο του νησιού είναι έντονο στο κεντρικό τμήμα του, ενώ στο βόρειο και νότιο τμήμα είναι λοφώδες ή σχετικά επίπεδο με λίγα βουνά. Τα ψηλότερα βουνά είναι το όρος Δίρφυς (1743 μ.), Ξηροβούνι (1417 μ.), Σκοτεινή (1362 μ.), Κανδήλι (1246 μ.) και Πυξαριά (1343 μ.) στην κεντρική Εύβοια και το όρος Οχη (1398 μ.) στη νότια Εύβοια.
Από γεωλογική άποψη η Εύβοια παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση. Τα περισσότερα βουνά αποτελούνται κυρίως από ασβεστόλιθους του Τριαδικού ή Ιουρασικού, ενώ το όρος Όχη αποτελείται κυρίως από κρυσταλλικούς σχιστόλιθους και μάρμαρα. Σε περιοχές χαμηλού ή μέσου υψομέτρου κυριαρχεί επίσης ο ασβεστόλιθος, με εμφανίσεις κροκαλοπαγών, σχιστολίθων, ψαμμιτών και μάργων. Επίσης στο βόρειο τμήμα του νησιού υπάρχουν μεγάλες περιοχές με σερπεντινικά πετρώματα.
Το κλίμα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία στις διάφορες περιοχές του νησιού. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου 18-19°C, ενώ το ετήσιο ύψος βροχής κυμαίνεται από 474 mm (στη Χαλκίδα) έως 1102 mm (στην Κύμη). Οι παγετοί είναι συχνοί στη βόρεια Εύβοια και σπάνιοι στη νότια.
Το βιοκλίμα παρουσιάζει επίσης μεγάλη ποικιλομορφία. Έχει χαρακτήρα θερμό -μεσογειακό (έντονο έως ασθενή) στο νότιο και δυτικό τμήμα του νησιού και μέσο -μεσογειακό (έντονο έως ασθενή) στο υπόλοιπο νησί εκτός από τις κορυφές του όρους Δίρφυς, όπου ο χαρακτήρας του βιοκλίματος μετατρέπεται σε υπομεσογειακό. Επιπλέον η δυτική Εύβοια ανήκει στον ημίξηρο βιοκλιματικό όροφο με ήπιο χειμώνα, ενώ η υπόλοιπη, εκτός από το ΚΑ τμήμα της, στον ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα ήπιο έως ψυχρό. Η περιοχή της Κύμης ανήκει στον υγρό βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα ήπιο έως ψυχρό (Μαυρομμάτης 1980).
Περίπου τα 2/3 του νησιού καλύπτονται από δάση και θαμνώνες, με επικρατούντα είδη στα δάση τα Finns halepensis, Abies cephalonica, Castanea saliva, Platanus orientalis και στους θαμνώνες τα Arbutus unedo, Quercus ilex, Pistacia lentiscus, Erica arborea, Erica manipuliflora, Quercus cocci/era, Cotinus coggygria, Phillyrea latifolia, Juniperus phoenicea, Juniperus oxycedrus κ.ά.
Οι ζώνες βλάστησης που διακρίνονται στην Εύβοια, παρά τις διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται στους χάρτες που μας παρέχουν οι Glavac et al. (1972), Horvat et al. (1974), Ντάφης (1973), Αθανασιάδης (1986), Μαυρομμάτης (1980) και Quezel et Barbero (1985), είναι οι παρακάτω:
1. Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia ilicis)
Η ζώνη αυτή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, φθάνοντας κατά περιοχές το υπερθ. ύψος των 900 μέτρων. Διακρίνεται στις υποζώνες Oleo-Ceratonion και Quercion ilicis. Στην πρώτη υποζώνη επικρατούν τα είδη Pistacia lentiscus, Phillyrea latifolia, Quercus coccifera, Myrtus communis, Asparagus aphyllus, Cercis siliquastrum, Pistacia terebinthus, Smilax aspera, Olea europaea var. sylvestris, Cotinus coggygria κ.ά., ενώ στη δεύτερη τα είδη Quercus ilex, Arbutus unedo, Arbutus andrachne, Smilax aspera, Rubia peregrina, Lonicera implexa, Erica arborea, Quercus coccifera, Phillyrea latifolia, Pistacia terebinthus, Ruscus aculeatus, Juniperus phoenicea, Cotinus coggygria, Spartium junceum κ.ά.
Στη ζώνη αυτή εμφανίζονται θαυμάσιες συστάδες του είδους Pinus halepensis με θαμνώδη όροφο κυρίως από αείφυλλα πλατύφυλλα είδη όπως τα Myrtus communis, Arbutus unedo, Arbutus andrachne, Quercus coccifera, Phillyrea latifolia, Erica arborea, Erica manipuliflora, Pistacia lentiscus, Smilax aspera, Rubia peregrina, Cotinus coggygria, Cistus creticus, Cistus salviifolius, Quercus pubescens, Lonicera implexa, Sarcopoterium spinosum, Phlomis fruticosa, Juniperus oxycedrus κ.ά. Τα δάση αυτά καλύπτουν σημαντικές εκτάσεις στη Β, ΒΑ και Κ Εύβοια.
Στη διαμόρφωση της βλάστησης της ευμεσογειακής ζώνης σημαντικό ρόλο παίζουν και τα φρύγανα, που καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις κυρίως στη νότια Εύβοια. Η δευτερογενής εγκατάσταση των φρύγανων σε εδάφη που καλύπτονταν από θαμνώδη ή δενδρώδη βλάστηση είναι φανερή. Όπου η μακκία βλάστηση διακόπτεται, εξαιτίας πυρκαγιάς, εκχέρσωσης κλπ., το έδαφος καλύπτεται αμέσως από φρύγανα. Τα είδη που κυριαρχούν είναι τα Sarcopoterium spinosum, Cistus creticus, Cistus salviifolius, Coridothymus capitatus, Genista acanthoclada, Erica manipuliflora, Asparagus acutifolius, Satureja thymbra, Centaurea spinosa, Asphodelus ramosus, Phagnalon graecum, Phlomis fruticosa, Anthyllis hermanniae, Hypericum empetrifolium, Micromeria graeca, Quercus coccifera, Calicotome villosa, Ballota acetabulosa, Olea europaea var. sylvestris κ.ά.
2. Παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis)
Η ζώνη αυτή εμφανίζεται σε μικρές εκτάσεις στα όρη Τελέθριο, Δίρφυς και Όχη. Διακρίνεται στην υποζώνη Ostryo-Carpinion orientalis, που εμφανίζεται στο όρος Όχη σε υπερθ. ύψος 300-800 μ. και αποτελείται από υποβαθμισμένες συστάδες Quercus pubescens, όπου συμμετέχουν και τα ξυλώδη είδη Pistacia terebinthus, Crataegus monogyna, Quercus coccifera, Colutea arborescens, Lonicera etrusca κ.ά., και στην υποζώνη Quercion confertae, που εμφανίζεται στα όρη Τελέθριο (δάση Quercus frainetto σε υπερθ. ύψος 500-970 μ., με κατά θέσεις να περιέχονται με μορφή νησίδων συστάδες καστανιάς), Όχη (δάση καστανιάς σε υπερθ. ύψος 900-1300 μ.) και Δίρφυς (δάση καστανιάς σε υπερθ. ύψος 640-800 μ.). Στο όρος Δίρφυς χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση μικτών συστάδων Castanea sativa-Abies cephalonica.
3. Ζώνη ορεινών παραμεσογείων κωνοφόρων
Στην Εύβοια εμφανίζεται η υποζώνη Abietion cephalonicae με το σχηματισμό δασών της Abies cephalonica στα όρη Δίρφυς (σε υπερθ. ύψος 750-1050 μ.), Σκοτεινή, Μαυροβούνι, Κανδήλι (σε υπερθ. ύψος 700-1200 μ., όπου εκτός από τα αμιγή δάση Abies cephalonica υπάρχουν και μικτά Pinus nigra-Abies cephalonica, σε υπερθ. ύψος 500-800 μ., με την Pinus nigra να επικρατεί στον όροφο των δένδρων). Στο όρος Δίρφυς μεμονωμένα άτομα Abies cephalonica φθάνουν σχεδόν μέχρι την κορυφή του.
Στο όρος Σκοτεινή η εμφάνιση του Juniperus oxycedrus υπό μορφή υψηλών θάμνων φθάνει μέχρι τα 1100 και πλέον μέτρα, ενώ στο όρος Μαυροβούνι καλύπτει ολόκληρη την κορυφή του.
Στο ορεινό συγκρότημα της Πυξαριάς μέχρι σχεδόν τα 1000 μ. κυριαρχεί το Juniperus oxycedrus, αντικαθιστάμενο πλήρως από το σημείο τούτο από το είδος Buxus sempervirens, που καλύπτει ολόκληρη την ορεινή επιφάνεια.
Οι παραπάνω εκτάσεις πρέπει να αποτελούν υποβαθμίσεις δασών της Abies cephalonica.
4. Ανωδασική ζώνη υψηλών ορέων.
Η ζώνη αυτή αρχίζει από το σημείο από το οποίο σταματάει η δασική βλάστηση για λόγους ανθρωπογενείς και όχι οικολογικούς. Οι ορεινοί όγκοι της Εύβοιας, εκτός της Δίρφυς (υπερθ. ύψος 1743 μ.), δεν υπερβαίνουν τα 1600 μ., υψόμετρο στο οποίο μπορεί αποδεδειγμένα να φθάσει το δάσος της κεφαλληνιακής ελάτης στην Εύβοια. Δεν μπορεί επομένως να γίνει λόγος για οικολογικούς παράγοντες για τη μη ύπαρξη δασικής βλάστησης στις κορυφές των ορέων της Εύβοιας (Φοίτος 1960).
Έτσι στις ανωδασικές περιοχές των υψηλών ορέων της Εύβοιας αναπτύσσεται βλάστηση αποτελούμενη από είδη προσαρμοσμένα στις οικολογικές συνθήκες που δημιουργούνται από την έλλειψη δασικής βλάστησης, από τις κλιματικές συνθήκες των υψηλών περιοχών και από τη μορφολογία του εδάφους των ελληνικών ασβεστολιθικών ορέων. Τέτοια είδη είναι τα Daphne oleoides, Juniperus oxycedrus, Astragalus angustifolius, Festuca spec., Sideritis euboea, Tragopogon crocifolius, Euphorbia deflexa, Berberis cretica, Cerastium candidissimum, Achillea holosericea, Cirsium afrum, Asperula suffruticosa, Stipa pennata, Alyssum montanum, Alyssum euboeum κ.ά. καθώς και τα χασμόφυτα Ceterach officinarum, Viola chelmea, Potentilla speciosa, Saxifraga scardica κ.ά.
5. Αζωνική βλάστηση
Η αζωνική βλάστηση συνίσταται κυρίως από παραποτάμια δάση του είδους Platanus orientalis. Στην κεντρική Εύβοια (όρος Σκοτεινή) και στο όρος Κανδήλι τα δάση πλατάνου εμφανίζονται μέχρι τα 950 μ. και εισχωρεί σε αυτά και η κεφαλληνιακή ελάτη.
Επίσης, εμφανίζονται συστάδες με Nerium oleander και Vitex agnus-castus, ενώ στον υγρότοπο Αλμυρόρεμα, κοντά στον οικισμό Κρύα Βρύση, εμφανίζεται μεγάλη κηλίδα υγροτοπικού δάσους με Ulmus minor και Fraxinus angustifolia ssp. oxycarpa. Σημαντικές για τη βιοποικιλότητα του νησιού είναι και οι συστάδες της Populus tremula που εμφανίζονται στο όρος Κανδήλι, εντός των δασών της Abies cephalonica.
Ακόμη, πρέπει να αναφερθούν η αμμόφιλη βλάστηση των ακτών, η βλάστηση των απόκρημνων βράχων από τις ακτές μέχρι τα μεγαλύτερα υψόμετρα (από αραιή βλάστηση με διαφορετική κάθε φορά χλωρίδα, που περιέχει πολλά σπάνια είδη), οι καλαμώνες με Phragmites australis και Typha sp., οι υφάλμυροι παράκτιοι υγρότοποι με είδη κυρίως των γενών Juncus και Carex, καθώς και άλλοι μικρότερης έκτασης οικότοποι.
Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί η ύπαρξη του είδους Taxus baccata τόσο στο όρος Δίρφυς (μερικά άτομα στα 300 μ., ΒΑ και πάνω από την πηγή Λειρί) όσο και στο όρος Όχη (μικρές ομάδες σε υπερθ. ύψος 1200-1300 μ., συνοδευόμενες από το ξυλώδες Ilex aquifolium).
Χλωρίδα
Η ποικιλομορφία του ανάγλυφου της Εύβοιας, του γεωλογικού της υποστρώματος (ασβεστόλιθοι, κρυσταλλικοί σχιστόλιθοι, μάρμαρα, σερπεντίνες) καθώς και οι ειδικοί βιότοποι που διαμορφώνονται στις βραχώδεις και απότομες ακτές της, ειδικά στο ανατολικό τμήμα του νησιού, όπου πολλά μέρη του είναι απρόσιτα, πρόσφεραν καταφύγιο σε πολλά taxa, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια πολύ πλούσια χλωρίδα, που προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών μέχρι σήμερα. Ο πρώτος κατάλογος φυτών δημοσιεύθηκε από τον Rechinger (1961), όπου συμπεριλαμβανόταν και παλαιότερες συλλογές και δημοσιεύσεις του, καθώς επίσης και τα φυτά από τη συλλογή του Φοίτου (1960). Αργότερα ακολούθησαν και άλλες σχετικές δημοσιεύσεις όπως αυτές των Krause, Ludwig & Seidel (1963) και Boratynski, Browicz & Zielinski (1988). Τέλος, πληροφορίες για τη χλωρίδα της δίνονται και από τους Strid (1986), Strid & Tan (1991), Boratynski, Browicz & Zielinski (1992), Strid & Tan (1997), Trigas & latrou (1998), Trigas & latrou (2000), καθώς και άλλες πρόσφατες ταξινομικές δημοσιεύσεις, όπως αυτές των Christensen (1994) κ.α. Σύμφωνα με τις παραπάνω δημοσιεύσεις η χλωρίδα της αποτελείται από 1717 φυτικά taxa. Από αυτά τα 229 είναι ξυλώδη δηλ. δένδρα, θάμνοι, νανώδεις θάμνοι και ημίθαμνοι και κατανέμονται σε 131 γένη και 58 οικογένειες.
Η ξυλώδης χλωρίδα περιλαμβάνει ελάχιστα ενδημικά είδη (Quercus trojana ssp. euboica, Amelancier chelmea, Fumana pinatzii, Daphne jasminea, Daphne euboica και Abies cephalonica). Από αυτά τα δύο πρώτα περιλαμβάνονται ήδη στον Ερυθρό Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Ελλάδας (Phitos & al. 1995), ενώ τα Amelanchier chelmea και Daphne jasminea περιλαμβάνονται στον Ερυθρό Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της IUCN (Walter & Gillett 1998).
3. Δυνατότητες αξιοποίησης
Παραγωγή ξύλου και δευτερευόντων προϊόντων
Η έκταση των δασών της Εύβοιας ανέρχεται σε 115.429 Ha. Από αυτά τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν τα δάση της χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis] από όπου προέρχεται και ο μεγαλύτερος όγκος βιομηχανικής και πριστής ξυλείας. Αλλα δασοπονικά είδη που σχηματίζουν συστάδες και είναι εκμεταλλεύσιμα προς παραγωγή ξύλου είναι η κεφαληνιακή ελάτη (Abies cephalonica η μαύρη πεύκη (Pinus nigra η καστανιά (Castanea sativa) και διάφορα είδη δρυός (Quercus spec.).
Τα κυριότερα είδη που συμμετέχουν στη σύνθεση των θαμνώνων και των φρυγανικών σχηματισμών είναι τα Quercus ilex, Quercus coccifera, Arburus andrachne, Arbutus unedo, Erica arborea, Erica manipuliflora, Phillyrea latifolia, Pistacia lentiscus, Myrtus communis, Cotinus coggygria, Juniperus phoenicea, Fraxinus ornus, Juniperus oxycedrus, Cercis siliquastrum, Pistacia terebinthus, Anthyllis hermanniae, Calicotome villosa, Genista acanthothamnos, Coridothymus capitatus, Cistus salviifolius, Cistus creticus κ.ά.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω είδη, εκτός από ξυλεία διαφόρων διαστάσεων και καυσόξυλα, μπορούν να δώσουν και άλλα, δευτερεύοντα προϊόντα όπως:
Μελισσοτροφικά φυτά
Τα μελισσοτροφικά φυτά αποτελούν την πηγή της πρώτης ύλης (νέκταρ και γύρη) που χρησιμοποιούν οι μέλισσες για την παραγωγή μελιού, κεριού και βασιλικού πολτού. Πολλά τέτοια φυτά απαντώνται με αφθονία στη χλωρίδα της Εύβοιας, τόσο στην αυτοφυή όσο και στην καλλωπιστική και καλλιεργούμενη.
Τα σπουδαιότερα αυτοφυή ξυλώδη μελισσοτροφικά φυτά του νησιού είναι τα παρακάτω: Pinus spec, (είδη πεύκης), Castanea sativa (καστανιά), Τίΐία spec, (φλαμουριά), Buxus sempervirens (πυξάρι), Vitex agnus-castus (λυγαριά), Arbutus andrachne (γλιστροκουμαριά), Erica manipuliflora (σουσούρα) κ.ά.
Πολλά από αυτά είναι εαρινά μελισσοτροφικά φυτά, όπως τα: Castanea sativa (καστανιά), Pyrus spinosa (γκορτσιά), Prunus spinosa (τσαπουρνιά), Spartium junceum (σπάρτο), Erica arborea (ρείκι), Laurus nobilis (δάφνη), Fraxinus ornus (μηλιάδι), Lonicera spec, (αγιόκλημα), Quercus spec, (δρυς), Acer spec, (σφενδάμι), Ulmus spec, (φτελιά), Alnus glutinosa (σκλήθρο), Salix alba (λευκή ιτιά), Populus spec, (λεύκη) κ.ά.
Αρκετά είναι και τα θερινά μελισσοτροφικά φυτά, τα οποία είναι η πηγή παραγωγής μελιού αρωματικού, πολύ καλής ποιότητας, όπως τα: Thymus spec, (θυμάρι), Coridothymus capitatus, Clematis spec, (κληματσίδα), Vitex agnus-castus (λυγαριά) κ.ά. και ελάχιστα τα φθινοπωρινά, όπως τα Erica manipuliflora (σουσούρα), Arbutus spec, (κουμαριά) κ.ά.
Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά
Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, λόγω της χημικής τους σύστασης, αποτελούν την πηγή ουσιών που χρησιμοποιούνται είτε σε βιομηχανίες (αρωμάτων, σαπουνιών, φαρμάκων, καλλυντικών, τροφίμων κ.ά.) είτε ως αρτύματα ή καρυκεύματα φαγητών. Η αυτοφυής χλωρίδα της Εύβοιας είναι πλούσια σε τέτοια φυτά. Αυτά απαντώνται σε διάφορους βιότοπους, όπως όχθες ποταμών, θαμνώνες, δάση, λιβάδια κ.ά.
Μεταξύ των σημαντικότερων ξυλωδών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών του νησιού συγκαταλέγονται τα παρακάτω: Pinus spec., Taxus baccata, Pistacia lentiscus, Nerium oleander, Berberis cretica, Capparis spinosa, Lonicera etrusca, Cistus spec., Arbutus unedo, Juglans regia, Lavandula stoechas, Rosmarinus officinalis, Laurus nobilis, Spartium junceum, Myrtus communis, Rosa spec., Sarcopoterium spinosum, Salix alba, Tiliaplatyphyllos, Vitex agnus-castus κ.ά.
Πολλά από τα παραπάνω φυτά μπορούν να συλλέγουν από τη φύση (όταν η ζήτηση είναι μικρή) ή να καλλιεργηθούν σε οριακές γεωργικές εκτάσεις (όταν η ζήτηση είναι μεγάλη ή οι φυσικοί πληθυσμοί είναι μικροί, οπότε συλλογή από τους φυσικούς πληθυσμούς θα οδηγούσε σε εξαφάνιση τους).
Επιπλέον, πρέπει να αναφέρουμε εδώ, ότι ούτε η χημική σύσταση των ειδών της ελληνικής χλωρίδας έχει μελετηθεί αρκετά, αλλά ούτε και η οικολογική και φυτογεωγραφική συμπεριφορά τους. Η έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση θα οδηγούσε πιθανόν σε μεγαλύτερη δυνατότητα αξιοποίησης της αυτοφυούς χλωρίδας.
Καλλωπιστικά φυτά
Η ξυλώδης χλωρίδα της Εύβοιας περιλαμβάνει αρκετά είδη με ιδιαίτερα αισθητικά χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιούνται ή θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καλλωπιστικά φυτά σε γλάστρες, κήπους, πάρκα και δενδροστοιχίες, όπως τα Nerium oleander, Erica spec., Arbutus spec., Spartium junceum, Cercis siliquastrum, Myrtus communis, Acer spec., Sorbus spec. κ.ά. Επίσης στο νησί υπάρχουν φυτά που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά όπως τα Ilex aquifolium, Arbutus unedo κ.ά.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι μια σωστή επιλογή των καλλωπιστικών ειδών θα συνέβαλλε στη διάδοση των αρωματικών, μελισσοτροφικών και φαρμακευτικών φυτών.
Κτηνοτροφία - κτηνοτροφικά φυτά
Η κτηνοτροφία αποτελεί μια σημαντική δραστηριότητα στην Εύβοια, διότι συμβάλλει στην κάλυψη των αναγκών σε γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας. Αυτή ασκείται κυρίως νομαδικά. Στα δάση και τους θαμνώνες υπάρχει αρκετή βοσκήσιμη ύλη και μάλιστα διακρίνουμε τις παρακάτω μορφές βοσκών.
Βοσκές φρύγανων. Οι βοσκές αυτές, παρά τη χαμηλή ετήσια παραγωγή βοσκήσιμης ύλης, είναι ιδιαίτερα σημαντικές, επειδή βόσκονται από τα ζώα κατά τη διάρκεια του χειμώνα και προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση (Σαρλής 1988). Τα σπουδαιότερα ξυλώδη νομευτικά φυτά που συμμετέχουν στη χλωριδική τους σύνθεση με σημαντική παρουσία είναι τα παρακάτω: Sarcopoterium spinosum, Anthyllis hermanniae, Calicotome villosa, Genista acanthoclada, Quercus cocci/era, Olea europaea var. sylvestris κ.ά.
Βοσκές θαμνώδους βλάστησης. Αυτές προσφέρουν πολύτιμη τροφή όλη τη διάρκεια του χρόνου και αξιοποιούνται κυρίως με τη βόσκηση αιγών, οι οποίες προτιμούν τη ξυλώδη βλάστηση ακόμη και αν η αποξύλωση έχει προχωρήσει, ενώ είναι εκλεκτικές με την ποώδη βλάστηση (Σαρλής 1988). Τα σημαντικότερα ξυλώδη φυτά που συμμετέχουν στη χλωριδική τους σύνθεση είναι τα παρακάτω: Quercus cocci/era, Pistacia lentiscus, Olea europaea var. sylvestris, Phillyrea latifolia, Cercis siliquastrum, Crataegus monogyna κ.ά.
Βοσκές δασικής βλάστησης. Οι μερικώς δασοσκεπείς βοσκές έχουν ιδιαίτερη οικονομική σημασία, επειδή παρέχουν στα ζώα τροφή και σκίαση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Νομευτικά είδη που απαντώνται συχνότερα εδώ είναι τα Quercus frainetto, Quercus pubescens, Fagus sylvatica, Acer platanoides, Sorbus domestica, Cornus mas, Carpinus betulus, Ulmus minor κ.ά. Οι βοσκές με πλήρη κάλυψη είναι λιγότερο σημαντικές γιατί παράγουν βοσκήσιμη ύλη μικρότερης αξίας.
Επιπλέον, βοσκές απαντώνται και στις αζωνικές μορφές βλάστησης. Αισθητική επίδραση της χλωρίδας - Αναψυχή και τουρισμός.
Σήμερα ο άνθρωπος περισσότερο από ποτέ νοιώθει την ανάγκη να ξεφύγει από το αστικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η πυκνή δόμηση, η τσιμεντοποίηση και η ανυπαρξία πρασίνου. Εάν δε λάβουμε υπόψη ότι τα πάρκα και τα αστικά και περιαστικά άλση στη χώρα μας είναι σχεδόν ανύπαρκτα, η μόνη διέξοδος που μένει είναι τα δάση. Γι' αυτό πολύ συχνά επιχειρεί κανείς εξορμήσεις στην ύπαιθρο για να χαρεί τις φυσικές ομορφιές του τοπίου. Τα αισθητικά χαρακτηριστικά του τοπίου είναι πολλά και ποικίλα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ανθισμένα φυτά την άνοιξη, την εναλλαγή χρωμάτων από τα διάφορα ξυλώδη είδη που συνθέτουν τη βλάστηση και αναμειγνύονται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, το χρωματισμό των φύλλων το φθινόπωρο, λίγο πριν πέσουν, που δημιουργούν αντιθέσεις με τα κωνοφόρα που διατηρούν το χρώμα τους, το συνδυασμό του γαλάζιου της θάλασσας με το πράσινο της βλάστησης, τις χαράδρες και τα φαράγγια που δίνουν στο τοπίο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα όπως το Φαράγγι Δημοσαρίου κλπ.
Προστασία
Για την προστασία της ευβοϊκής χλωρίδας δεν αρκεί η προστασία μεμονωμένων ειδών αλλά απαιτείται και η προστασία των βιοτόπων τους. Γι' αυτό προτείνονται τα παρακάτω μέτρα.
1. Εφαρμογή της δασοπονίας πολλαπλών σκοπών με σαφή τοποθέτηση του κύριου διαχειριστικού σκοπού καθώς και των επιμέρους σκοπών. Τα δάση της χαλεπίου πεύκης, που καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση στο νησί, προσφέρονται ιδιαίτερα για τη μορφή αυτή διαχείρισης.
2. Προστασία από πυρκαγιές των δασών και δασικών εκτάσεων (καλή επιτήρηση της περιοχής, χειρισμός υπορόφου, ιδίως κατά μήκος των κεντρικών δρόμων κ.ά).
3. Έλεγχος των καταπατήσεων της δημόσιας γης για παράνομη οικοδομική ή άλλη σχεδιαζόμενη δραστηριότητα, που θέτει σε κίνδυνο τη βιοποικιλότητα. Επίσης, ρύθμιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με την κατάρτιση κτηματολογίου.
4. Προστασία από εκχερσώσεις για απόδοση γης σε αγροτικές καλλιέργειες.
5. Εκπόνηση και εφαρμογή μελετών αποκατάστασης του τοπίου σε διαταραγμένες ή βιομηχανικά επιβαρυμένες περιοχές.
6. Ρύθμιση της βοσκής ώστε να μην εμποδίζεται η αναγέννηση των δασών και ο αριθμός των ζώων που βόσκουν σε μια περιοχή να μην υπερβαίνει τη βοσκοχωρητικότητά της.
7. Αξιοποίηση των δασών μέσα από ήπιες μορφές οικοτουριστικής ανάπτυξης.
8. Κατασκευή οργανωμένων χώρων αναψυχής και μονοπατιών, ώστε να περιορίζονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες σε συγκεκριμένες θέσεις.
9. Περιορισμός της χρήσης ξενικών ειδών σε αναδασώσεις.
10. Ελεγχος της απόληψης αρωματικής, καλλωπιστικής και φαρμακευτικής χλωρίδας, ώστε να μην επηρεάζεται εμφανώς το οικοσύστημα.
11. Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των κατοίκων του νησιού, των υπηρεσιών και των περιβαλλοντικών οργανώσεων καθώς επίσης και των επισκεπτών για τα ιδιαίτερα στοιχεία του νησιού και την προστασία τους, με ενημερωτικές πινακίδες, διαλέξεις και ενημερωτικά φυλλάδια.
Ελευθεριάδου Ελένη
Δασολόγος Δρ. Λέκτορας ΑΠΘ.
Θεοδωρόπουλος Κων/νος
Δασολόγος Δρ.Λέκτορας ΑΠΘ