Η προστασία της βιοποικιλότητας στα δάση και στα φυσικά οκοσυστήματα γενικότερα έχει αποτελέσει αντικείμενο διεθνών συνθηκών, παγκόσμιων συσκέψεων, συζητήσεων, βιβλίων και πανεπιστημιακών παραδόσεων, αλλά ταυτόχρονα έχει απασχολήσει περιβαλλοντικές οργανώσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης και ομάδες πολιτών. Έχει επίσης αναφερθεί πολλές φορές ότι τα ελληνικά δάση είναι πλούσια σε βιοποικιλότητα και ότι απαιτούνται μέσα προστασίας για τη διατήρηση της. Ταυτόχρονα όμως διαπιστώνει κανείς ότι κυριαρχεί μια ασάφεια ως προς την έννοια της βιοποικιλότητας, ως προς τους τρόπους μέτρησης αυτής και ως προς τη φύση των μέτρων προστασίας που πρέπει να ληφθούν.
Στην εργασία αυτή θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την έννοια της βιοποικιλότητας και να αναφέρουμε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της. Ταυτόχρονα θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε την παραπάνω έννοια με τη σύγχρονη ανάγκη για προστασία του περιβάλλοντος και να περιγράψουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ενταχθεί μια αυτή στην αναπτυξιακή διαδικασία μιας περιοχής. Τέλος θα παρουσιαστεί η περίπτωση της ευβοϊκής δρυός στη Βόρειο Εύβοια, ως παράδειγμα ενός δασικού είδους για το οποίο πρέπει να παρθούν αναγκαία μέτρα προστασίας για τη διαφύλαξη της μοναδικής του ποικιλότητας.
Η έννοια της βιοποικιλότητας και η προστασία της
Ο όρος βιοποικιλότητα (biodiversity) είναι σύνθεση των λέξεων βιολογική ποικιλότητα (biological diversity) και χρησιμοποιήθηκε ίσως για πρώτη φορά από τον WALTER G. ROSEN κατά την προετοιμασία ενός συνεδρίου στις Η.Π.Α. το 1986 (HARPER and HAWKSWORTH 1994) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα πρακτικά της συνάντησης αυτής που είχαν το γενικό τίτλο "Βιοποικιλότητα" (WILSON 1988). Ο πρώτος επίσημος ορισμός του όρου βιοποικιλότητα είχε ως εξής (U.S. OFFICE OF TECHNOLOGICAL ASSESSMENT 1987): "Η Βιολογική Ποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλότητα ανάμεσα στους ζώντες οργανισμούς και τα οικολογικά σύνολα στα οποία αυτοί προκύπτουν". Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται πως η βιοποικιλότητα αφορά στοιχεία που είναι οργανωμένα σε διαφορετικά επίπεδα, από οικοσυστήματα, είδη έως και γονίδια.
Το 1991, οι διεθνείς περιβαλλοντικοί οργανισμοί IUCN, UNEP και WWF δημοσίευσαν μια διεθνή στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη, όπου δίνουν τον εξής ορισμό για τον όρο βιοποικιλότητα: "Η ποικιλία της ζωής σε όλες τις μορφές, τα επίπεδα και τους συνδιασμούς της. Περιλαμβάνει την ποικιλότητα των οικοσυστημάτων, των ειδών και τη γενετική ποικιλότητα (IUCN, UNEP and WWF, 1991).
Ο όρος βιοποικιλότητα έγινε ευρύτατα γνωστός μετά το "Συνέδριο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη" που έγινε το 1992 στο Rio de Janeiro της Βραζιλίας, όπου συμετείχαν πολλοί αρχηγοί κρατών. Στο συνέδριο αυτό, αντιπρόσωποι από 158 χώρες υπέγραψαν το "Σύμφωνο για τη Βιοποκιλότητα", που αποδέχτηκαν άλλες 166 χώρες στη συνέχεια, ορισμός της βιοποικιλότητας που δόθηκε εδώ ακολουθεί όλους τους υπόλοιπους που δόθηκαν αργότερα και αναφέρεται κυρίως στην ποικιλότητα της ζωής σε διαφορετικά επίπεδα.
Παρά την απλότητα του ορισμού, αυτός σε πρακτικό επίπεδο δεν θεωρείται ικανοποιητικός, ειδικά όταν θέλουμε να εκτιμήσουμε τη βιοποικιλότητα μιας περιοχής ή μιας ευρύτερης γεωγραφικής ενότητας και να χαράξουμε πολιτική προστασίας και διαχείρισης βασισμένη σε προτεραιότητες. Τα προβλήματα κατανόησης που συναντούμε συνοψίζονται στα παρακάτω βασικά σημεία:
1. Η βιοποικιλότητα δεν μπορεί να μετρηθεί, αφού υπάρχει ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα. Έτσι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε μια περιοχή με δυο οικοσυστήματα πιο πλούσια από μια με ένα μόνο, αν αποδειχτεί ότι αυτό το ένα έχει τεράστιο πλούτο σε άλλα στοιχεία, όπως είδη και γενετική ποικιλότητα. Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία ταυτόχρονα για όλα τα επίπεδα, ακόμα και σε περιοχές περιορισμένης έκτασης.
2. Η αδυναμία μέτρησης της βιοποικιλότητας έχει οδηγήσει τους ερευνητές και αυτούς που ασχολούνται με την προστασία της φύσης, να εξετάζουν κυρίως το επίπεδο της ποικιλότητας των ειδών, κάτι που είναι πιο εύκολα μετρήσιμο. Αυτό όμως δημιουργεί τεράστιες ελείψεις και παρερμηνείες, καθώς αγνοούνται άλλα βασικά επίπεδα και κυρίως αυτό της γενετικής ποικιλότητας σε επίπεδο πληθυσμών, οι οποίοι αποτελούν την "εξελικτική μονάδα" και συχνά διαμορφώνουν καινούρια είδη. Η μέτρηση και ο συνυπολογισμός της γενετικής ποικιλότητας έχει εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους ερευνητές της βιοποικιλότητας, αφού θεωρείται αδύνατη και τρομερά δαπανηρή (π.χ. DOBSON 1998), αποκλείοντας έτσι και κάθε πληροφορία σχετικά με την εξελικτική δυναμική που υπάρχει μέσα στα είδη (PAPAGEORGIOU 1997). Αυτό όμως είναι το πιο σημαντικό στοιχείο για την προσαρμογή και επιβίωση των βιολογικών κοινοτήτων και η παράλειψη του κάνει την εικόνα που σχηματίζουμε για τη φύση ημιτελή, κάτι που επηρεάζει αναγκαστικά και τα μέτρα που θα ληφθούν για την προστασία της (CHADWICK 1993).
3. Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο των ειδών δεν είναι δυνατή μια συνολική απογραφή και μελέτη, αφού υπολογίζεται ότι σήμερα παραμένουν εκατομμύρια είδη άγνωστα. Για λόγους μετρησιμότητας και λόγω των χρηματοδοτήσεων που δίνονται σήμερα στην έρευνα και προστασία της φύσης, οι προσπάθειες επικεντρώνονται κυρίως σε είδη που είναι εύκολα αναγνωρίσιμα και των οποίων τα προβλήματα είναι γνωστά. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του και την πίεση της κοινής γνώμης πάνω στους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, βλέπει κανείς πως οι περισσότερες προσπάθειες προστασίας αφορούν κυρίως ζωϊκά είδη, που είναι γνωστά και συχνά χαριτωμένα (!) και περιλαμβάνονται στον ειρωνικό όρο "χαρισματικά μεγαλοπανίδα". Και αυτό αποτελεί απόκλιση από την αληθινή διάσταση της βιοποικιλότητας, αφού σπανίως γνωρίζουμε τις απώλειες σε είδη ερπετών, εντόμων, μυκήτων και φυτών, ή ακόμα περισσότερο των διαφόρων πληθυσμών μέσα στα είδη αυτά.
4. Στην προσπάθεια της ιεράρχησης των στοιχείων της βιοποικιλότητας (κυρίως ειδών) έχουν κατά καιρούς δημιουργηθεί λίστες και κατάλογοι απειλούμενων ειδών και περιοχών προτεραιότητας για προστασία. Αν και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι βιολογικά σωστά, συχνά δημιουργούν την αντίληψη ότι άλλα συχνά είδη, με μοναδικές υποποικιλίες και σημαντικές επιπτώσεις στην ισορροπία των οικοσυστημάτων δεν είναι σημαντικά. Επίσης καλλιεργείται η εντύπωση ότι το "διαφορετικό" είναι και το "πιο σημαντικό", κάτι που αμφισβητείται από πολλούς επιστήμονες και εξαρτάται ανάλογα με την περίσταση που το εξετάζουμε (PERLMAN and ADELSON 1997).
5. Ακόμα και στις περιπτώσεις που συμβιβαζόμαστε με μετρήσιμα μεγέθη της βιοποικιλότητας κάνουμε συχνά το λάθος να θεωρούμε ως θετική την ύπαρξη "περισσότερης" βιοποικιλότητας (GRUMBINE 1992). Αν μείνουμε στο επίπεδο των ειδών, ένα ομήλικο κλειστό δάσος πεύκης που προστατεύει το έδαφος και εμπλουτίζει τον υδροφόρο ορίζοντα θεωρείται ως "οικολογική έρημος" σε σχέση με το ίδιο δάσος μετά από μια πυρκαγιά, όπου φυτρώνουν πολύ περισσότερα είδη φυτών.
Καταλήγουμε λοιπόν στο προφανές, ότι η βιοποικιλότητα δεν μπορεί να έχει έναν ορισμό και σίγουρα δεν μπορεί να μετρηθεί. Και όσο αναφερόμαστε θεωρητικά στη φύση και στο φυσικό πλούτο, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Ο όρος όμως της βιοποικιλότητας είναι συνυφασμένος με την έννοια της προστασίας (conservation). Για αυτόν το λόγο υπήρξε η ανάγκη της ανάπτυξης του όρου αυτού. Και όταν έρχεται η στιγμή να επιλέξουμε αντικείμενο, προτεραιότητες και τρόπους προστασίας, τότε η έννοια της βιοποικιλότητας πρέπει να εξειδικευτεί.
Ο καθένας από μας, ανάλογα με τις διαχειριστικές προτεραιότητες που θέτει και με την αντίληψη που έχει την προσδιορίζει και διαφορετικά. Αφού λοιπόν συμφωνούμε πως η βιοποικιλότητα είναι σημαντική και πρέπει να προστατευτεί, πως θα καταφέρουμε να την προσδιορίσουμε και να ιεραρχήσουμε μέτρα προστασίας της; Αυτό γίνεται δυνατό αν ξεφύγουμε από τη γενικότητα του όρου και δεχτούμε ότι ο προσδιορισμός της βιοποικιλότητας μπορεί να γίνει με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την περίσταση.
Σύμφωνα με τους PERLMAN and ADELSON (1997), δυο είναι οι άξονες που πρέπει να εξετάζουμε όταν αποφασίζουμε προτεραιότητες για την προστασία της βιοποικιλότητας: α) οι ιδιαιτερότητες και το πλαίσιο των διαφορετικών μονάδων της βιοποικιλότητας και β) οι διαφορετικές αξίες που έχει ο καθένας από μας. Χρειαζόμαστε στοιχεία (ιδιαιτερότητες) σχετικά με ειδικά στοιχεία της βιοποικιλότητας, αλλά χρειαζόμαστε και ένα πλαίσιο αναφοράς για να μπορέσουμε να τα ιεραρχήσουμε. Αυτό το πλαίσιο αφορά τις ιδιαίτερες συνθήκες που υπάρχουν στην περιοχή που θέλουμε να αναλάβουμε δράση. Στη βάση των ρεαλιστικών περιορισμών για τη δράση που μπορούμε να αναλάβουμε οφείλουμε να ιεραρχήσουμε τις αξίες που θα προστατεύσουμε και μαζί με τα προηγούμενα στοιχεία να προχωρήσουμε σε σχεδιασμό.
Αν για παράδειγμα κληθούμε να προστατεύσουμε τη βιοποικιλότητα μιας συγκεκριμένης περιοχής, π.χ. της ευρύτερης περιοχής της Λίμνης στη Β. Εύβοια, τότε πρέπει να ιεραρχήσουμε τα στοιχεία που θέλουμε να προστατεύσουμε. Όλοι συμφωνούν ότι ο φυσικός πλούτος της περιοχής πρέπει να προστατευτεί. Για ένα βιολόγο που λαμβάνει υπόψη του όλη τη χώρα, τα ενδημικά είδη φυτών και ερπετών της περιοχής είναι προτεραιότητα. Για τον τοπικό τουρισμό είναι σημαντική η διατήρηση του μοναδικού τοπίου, που χαρακτηρίζει την περιοχή. Για το διαχειριστή του δάσους είναι σημαντική η προστασία της γενετικής ποικιλότητας της μαύρης πεύκης, που δίνει καλή ποιότητα δασικών προϊόντων. Τέλος για τον κτηνοτρόφο είναι σημαντική η διατήρηση λιβαδικών φυτών και οικοσυστημάτων, που θα διασφαλίσουν την ποιότητα των προϊόντων του. Είναι λοιπόν σημαντικό να ιεραρχηθούν αυτές οι διαφορετικές προτεραιότητες με τρόπο αποδεκτό, ώστε να μπορέσει να υπάρξει ένα πρόγραμμα προστασίας που θα ωφελήσει το φυσικό πλούτο της περιοχής.
Η απώλεια της βιοποικιλότητας και η προστασία του περιβάλλοντος
θεωρώντας το σύνολο των ειδών που υπήρξαν ποτέ στη γη, τότε θα διαπιστώσουμε πως μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών δεν έχει εξαφανιστεί. Η συντριπτική πλειοψηφία των οργανισμών που κάποτε έζησαν έχει σήμερα εκλείψει, κυρίως υπακούοντας στους νόμους της εξέλιξης. Από την εμφάνιση του ανθρώπου όμως και κυρίως κατά τους τελευταίους αιώνες, που ο άνθρωπος απέκτησε μια εντυπωσιακή τεχνολογία και επέβαλε ακόμα περισσότερο τον κυρίαρχο ρόλο του στη φύση, έχει παρατηρηθεί μια εξίσου εντυπωσιακή αύξηση των εξαφανισμένων ή υπό εξαφάνιση ειδών (GRUMBINE 1992).
Η αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων και η καταστροφή των οικοσυστημάτων οδηγεί τον πλανήτη και το είδος μας στην καταστροφή. Αν και όλοι συμφωνούν πως πρέπει να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αυτός, σχεδόν κανείς δεν μοπρεί να θυσιάσει κάποια βραχυπρόθεσμα οφέλη για να εξασφαλίσει το μέλλον. Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός που γίνεται σπάνια περιλαμβάνει την περιβαλλοντική διάσταση, με αποτέλεσμα αυτός να μην έχει μακροχρόνια επιτυχία.
Τόσο σε κοινοτικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο έχουν θεσπιστεί μηχανισμοί προστασίας της βιοποικιλότητας και του περιβάλλοντος γενικότερα, που περιλαμβάνουν κυρίως την απογραφή κάποιων στοιχείων της βιοποικιλότητας (περιοχές, είδη) και την προώθηση κανονιστικών ρυθμίσεων που ορίζουν συγκεκριμένα στοιχεία ως προστατευόμενα. Στην πράξη το σύστημα αυτό δεν αποδίδει, αφού οι καταστροφές και οι λανθασμένες επιλογές συνεχίζονται τόσο σε ατομικό και τοπικό επίπεδο, όσο και σε εθνικό ή πλανητικό (π.χ. η άρνηση των μεγάλων βιομηχανικών κρατών να περιορίσουν τις εκπομπές CO2).
Τα κυριότερα λάθη που γίνονται κατά το σχεδιασμό και εκτέλεση των προγραμμάτων προστασίας της βιοποικιλότητας μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία (Noss and HARRIS 1986):
1. θεωρούμε μόνο τη "στατική" διάσταση της βιοποικιλότητας, ενώ αυτή είναι εκ φύσεως "δυναμική", δηλαδή εξελίσσεται σε όλα της τα επίπεδα στο χρόνο. Η δυναμική της πλευρά είναι αυτή που εξασφαλίζει και τη διατήρηση (μη εξαφάνιση) των στοιχείων της βιοποικιλότητας. Έτσι η "διατήρηση" (conservation) στην ουσία δεν είναι διατήρηση - παγίωση μιας συγκεκριμένης κατάστασης, αλλά εξασφάλιση της μεταβολής και της προσαρμογής (PAPAGEORGIOU 1995).
2. Εστιάζουμε τις προσπάθειες μας σε προστατευόμενες περιοχές και το περιεχόμενο τους, αντί να σχεδιάζουμε με βάση την κατανομή χρήσεων σε ευρύτερες περιοχές σε επίπεδο "τοπίου". Με τον τρόπο αυτό αγνοούμε σημαντικά στοχεία της βιοποικιλότητας και δημιουργούμε βραχύβιες νησίδες προστασίας μέσα σε ένα τοπίο άναρχης ανάπτυξης (ΠΑΠΑΓΕΩΡΠΟΥ και ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ 2001).
3. Εστιάζουμε τις αναλύσεις μας και τα μέτρα προστασίας που λαμβάνουμε σε είδη και όχι σε ευρύτερα βιολογικά συστήματα μέσα στα οποία αυτά εμφανίζονται και αλληλοεπιδρούν, θεωρώντας ομογενείς ομάδες, παρά ετερογενή σύνολα, όπως είναι στην πραγματικότητα.
4. Προσανατολιζόμαστε στη διατήρηση της μεγαλύτερης ποικιλότητας ειδών, αντί να επιδιώκουμε την πιο "φυσική" ποικιλότητα, αυτή δηλαδή που εξελίσσεται σε κάθε περιοχή.
Πέρα από τα παραπάνω λάθη που γίνονται κατά το σχεδιασμό της προστασίας της βιοποικλότητας από "βιολογική" σκοπιά, υπάρχουν και κάποιοι κοινωνικοί παράγοντες που εμποδίζουν τη σωστή εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών:
1. Η αποσύνδεση ανθρώπου και φύσης λόγω των έντονων μετακινήσεων των πληθυσμών στα αστικά κέντρα έχουν φέρει μια άγνοια της παραγματικής φύσης των προβλημάτων στα κέντρα λήψεως αποφάσεων.
2. Η αδυναμία των πολιτών, της πολιτείας και των παραγωγικών φορέων να θεωρήσουν την μακροπρόθεσμη διάσταση της ανάπτυξης.
3. Η σύγχυση μεταξύ της ανάγκης της προστασίας του περιβάλλοντος με πολιτικές ιδεολογίες και παραταξιακές ταμπέλες, που εμποδίζουν μεγάλες μερίδες του κόσμου να συμμεριστούν φιλοπεριβαλλοντικές απόψεις και να τις επιβάλλουν με τη στάση τους στα κέντρα λήψεως αποφάσεων.
Όσο η ποιότητα ζωής των ανθρώπων, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, θα μειώνεται, τόσο θα αυξάνεται η ανάγκη και η πίεση για προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Φαίνεται από τα παραπάνω, πως για να πετύχει μια προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή χρειάζεται ένας συνολικός σχεδιασμός σε επίπεδο μεγάλης γεωγραφικής ενότητας, με συνυπολογισμό όλων των φυσικών και κοινωνικών παραμέτρων. Αυτό που φαίνεται πιο δύσκολο είναι η σωστή αξιολόγηση των διαφόρων "προστατευόμενων" στοιχείων, είναι όμως απαραίτητη για την επιτυχία κάθε προστατευτικής προσπάθειας (ΠΑΠΑΓΕΩΡΠΟΥ και ΚΑΤΣΑΔΩΡΑΚΗΣ 2001).
Η ευβοϊκή δρυς
Η Quercus trojana ssp. euboica είναι το μοναδικό ενδημικό υποείδος δρυός στην Ελλάδα. Φύεται σε ένα πολύ περιορισμένο χώρο της Βόρειας Εύβοιας. Η ύπαρξη της στον τόπο αυτό παρόλο, που μέχρι τώρα ήταν παραγνωρισμένη, μπορεί να σημάνει πολλά για την τοπική κοινωνία, τον οικοτουρισμό και την προστασία του περιβάλλοντος της περιοχής γενικότερα. Ωστόσο για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να μελετηθεί το είδος, το περιβάλλον του και να αποκαλυφθούν οι λόγοι που του επιτρέπουν να βρίσκεται στον τόπο αυτό. Πολύ περισσότερο θα πρέπει μέσα από τη μελέτη του να δοθούν κατευθύνσεις για την προστασία και τη διαχείρηση του βιότοπου του. Η περιοχή εξάπλωσης του είδους αυτού εντοπίζεται μεταξύ των χωριών Στράφοι, Κερασιά, Τσαπουρνιά, Βασιλικός και Παπάδες (ΚΑΡΑΒΑΣ 2001). Μια καινούργια θέση αυτής της ενδημικής βαλανιδιάς βρέθηκε κατά τη διάρκεια της χαρτογράφησης πεδίου των ενδιαιτημάτων και τύπων βλάστησης της προταθείσας θέσης για το δίκτυο NATURA 2000 " Όρος Καντήλι - Κοιλάδα Προκοπίου - Δέλτα Κηρέα" (MuciNA and DIMOPOULOS 2000). Έτσι η Quercus trojana ssp. euboica εντοπίζεται σήμερα μεταξύ των γεωγραφικών πλατών 38° 42' - 38° 58' και των γεωγραφικών μηκών 23° 19' - 23° 24'. Σε αυτήν την γεωγραφική περιοχή παρουσιάζεται σε νησίδες μικρής επιφάνειας ανάμεσα στα δάση χαλεπίου πεύκης (PAPAIOANNOU 1948). Το πιο σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της ευβοϊκής δρυός απαντάται στην περιοχή Βούλγαρη. Στις υπόλοιπες περιοχές υπάρχουν μόνο νησίδες μικρής επιφάνειας.
Η ευβοϊκή δρυς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός "μη χαρισματικού" είδους, που όμως έχει ανάγκη προστασίας. Είναι (υπο-)είδος ενδημικό, σπάνιο, άγνωστο στους περισσότερους, απειλούμενο λόγω της μικρής του έκτασης, σημαντικό γιατί χαρακτηρίζει μια ολόκληρη περιοχή αλλά και γιατί αποτελεί το νοτιότερο άκρο της εξάπλωσης της Quercus trojana στην Ελλάδα. Από διαχειριστικής πλευράς δεν υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα μέτρα, δεν έχει θεσπιστεί κάποιο καθεστώς προστασίας, ούτε συμπεριλαμβάνεται σε κάποια εθνική ή κοινοτική λίστα, πέρα από μια αναφορά στο "κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων φυτών της Ελλάδας" (PfflTOS et al 1995). Το 1977 κάηκε ολοκληρωτικά από τη μεγάλη πυρκαγιά της Β. Εύβοιας και από τότε έχει αναγεννηθεί βλαστικά.
Οι γνώσεις που χρειάζονται για να σχεδιαστεί σωστά ένα πρόγραμμα προστασίας της ευβοϊκής δρυός είναι η ακριβής εξάπλωση του είδους, η αναπαραγωγική του βιολογία, η γενικότερη οικολογική κατάσταση των συστάδων, η υγεία των δέντρων και μια εκτίμηση των κινδύνων που τυχόν απειλούν το είδος, όπως οι πυρκαγιές, η βόσκηση και ο ανταγωνισμός από άλλα είδη.
Πρόσφατα εκδόθηκε από το WWF Ελλάς μελέτη, που δίνει απαντήσεις σε κάποια από αυτά τα ερωτήματα, κυρίως όσο αφορά την εξάπλωση του είδους και την οικολογική κατάσταση των συστάδων (ΚΑΡΑΒΑΣ 2001). Η ευβοϊκή δρυς αναπτύσσεται σε πολύ εντοπισμένες τοποθεσίες με συγκεκριμένες ανθρώπινες πιέσεις και φαίνεται να είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανθρώπινη επίδραση. Η αντοχή της στην ξηρασία και η ικανότητα της να πρεμνοβλαστάνει της δίνει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε τέτοιες τοποθεσίες έναντι άλλων θάμνων ή δέντρων και δεν φαίνεται να έχει μειωθεί καθόλου από το 1948 που περιγράφηκε για πρώτη φορά. Παρόλο που μεσολάβησε η μεγάλη φωτιά του 1977 η Quercus trojana ssp. euboica φαίνεται ότι επανήλθε με πρεμνοβλαστήματα και κατέλαβε τις θέσεις που κατείχε και προηγουμένως.
Από την άλλη η μη επέκταση της εδώ και πάνω από 50 χρόνια καταδεικνύει προβλήματα ανάπτυξης και διασποράς σπερμάτων ίσως ακόμη και φύτρωσης. Έτσι λοιπόν έκτος από το πλεονέκτημα της αντοχής σε πιέσεις υφίσταται το μειονέκτημα της στατικότητας του πληθυσμού (ΚΑΡΑΒΑΣ 2001). Οι λόγοι της στατικότητας αυτής θα πρέπει να ερευνηθούν γιατί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος μίας σοβαρής διαταραχής, σε κάποιες θέσεις που μπορεί να οδηγήσει σε δραματική συμπύκνωση ή και εξαφάνιση του πληθυσμού.
Η ευβοϊκή δρυς βόσκεται μεν, αλλά δεν είναι μέσα στις πρώτες προτιμήσεις των ζώων (ΚΑΡΑΒΑΣ 2001). Κρίνοντας από την κατάσταση των θάμνων αυτών αλλά και από την απουσία χαρακτηριστικών της υπερβόσκησης φυτών όπως: Sarcopoterium spinosum, Phlomis spp. Condothymus capitatus, Asphodelus spp., Urginea maritima, Euphorbia spp. μπορούμε να χαρακτηρίζουμε την επίδραση της βόσκησης στις περιοχές αυτές καθοριστική αλλά γενικά μέτρια (αλλού πιο έντονη και αλλού ασθενέστερη). Σε κάθε διαχειριστική προσπάθεια στην περιοχή θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην εποχή της βόσκησης έτσι ούτως ώστε αυτή να μην παρεμποδίζει την παραγωγή βαλανιδιών και την ανανέωση του πληθυσμού. Ακόμη είναι πολύ σημαντικό να παίρνονται μέτρα για την απαγόρευση της βόσκησης για κάποια χρόνια μετά από πυρκαγιά. Αυτό το μέτρο εφαρμόστηκε μετά την πυρκαγιά του 1977 και όπως φαίνεται απέδωσε αφού, μακροπρόθεσμα, η δρυς δεν περιορίστηκε από την πυρκαγιά.
Τα κικίδια που εμφανίζονται σε κάποια άτομα και είναι αποτέλεσμα της παρουσίας εντόμων, δεν αποτελούν κίνδυνο για το φυτό (ΚΑΡΑΒΑΣ 2001). θα πρέπει όμως να μελετηθεί ή επίδραση κάποιων εντόμων που τρώνε τα φύλλα, αφού τα αποτελέσματα της δραστηριότητας τους αυτής ήταν έντονα σε ορισμένα φυτά.
Η περιοχή της Λίμνης και της Αγίας Αννας παρουσιάζουν μεγάλη τουριστική κίνηση τους καλοκαιρινούς μήνες. Ωστόσο ελάχιστα έχει αξιοποιηθεί ο φυσικός πλούτος της ευρύτερης περιοχής, προς αυτή την κατεύθυνση.
Η περιοχή είναι ιδανική για οικοτουριστικές δράσεις αφού εκτός από την ευβοϊκή δρυ συγκεντρώνει πλήθος σημαντικούς οικότοπους, σπάνια φυτά και τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (πλατανοδάση, ελατοδάση, μαυρόπευκα, απολιθωμένο δάσος, καταρράκτες). Ακόμα και το σεληνιακό τοπίο που έχει αφήσει πίσω της η παρελθούσα μεγάλη ανάπτυξη των λατομείων στην περιοχή μπορεί να αποτελέσει με τον κατάλληλο σχεδιασμό έναν ακόμη πόλο έλξης.
Η περιοχή δεν υπάγεται σε κανένα ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας. Ο χαρακτηρισμός της σαν δασική έκταση καθώς και το ενδιαφέρον κάποιων τοπικών φορέων και ιδιαίτερα του Δασαρχείου Λίμνης είναι τα μόνα μέσα διαφύλαξης της περιοχής σήμερα. Η γειτονική περιοχή Όρος Καντήλι - κοιλάδα Προκοπίου - Δέλτα Κηρέα εντάσσεται στο Δίκτυο NATURA 2000. Στη διαμόρφωση του πλαισίου διαχείρισης της περιοχής αυτής θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ύπαρξη της Quercus trojana ssp. euboica. Ο αντίστοιχος φορέας διαχείρισης που προβλέπεται να συγκροτηθεί θα πρέπει να είναι ενήμερος για την κατάσταση των συστάδων και τις διαχειριστικές τους προοπτικές.
Από τη μελέτη αυτή (ΚΑΡΑΒΑΣ 2001) και τη διεθνή και ελληνική εμπειρία στην προστασία σπανίων φυτών προτείνονται τα παρακάτω μέτρα:
Το WWF Ελλάς, σε συνεργασία με το Τμήμα Δασοπονίας των ΤΕΙ στην Καρδίτσα και το Δασαρχείο Λίμνης, προχωρά σε δειγματοληψία βελανιδιών της ευβοϊκής δρυός και αναλύσεις φυτρωτικότητας με σκοπό να διαπιστωθεί η ικανότητα του είδους να αναγεννάται και να σχειδαστούν τα βήματα δημιουργίας ex situ φυτωρίου.
Η επιτυχία της προσπάθειας προστασίας της ευβοϊκής δρυός εξαρτάται από το βαθμό που η αξία της θα γίνει συνείδηση στον ντόπιο πληθυσμό και από το σωστό σχεδιασμό της ανάπτυξης και προβολής όλης της ευρύτερης περιοχής.
Ευχαριστίες
Επιθυμούμε να ευχαριστήσουμε θερμά όλους τους δασικούς υπαλλήλους του Δασαρχείου Λίμνης, που μας υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της εργασίας. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε το δασολόγο κ. Σπύρο Ζίγκιρη που μας υπέδειξε την ευβοϊκή δρυ και την ανάγκη προστασίας της.
Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Δασολόγος Δρ.,
Πρόεδρος WWF Παγκόσμιου Ταμείου για τη φύση.