Του Κώστα Χαϊνά - [email protected]
Παρακολουθούμε ως κοινωνία το τελευταίο διάστημα τις εξελίξεις με επίκεντρο τα μέσα μαζικής μετακίνησης όπως ο ΟΣΕ και τα μέσα μετακίνησης της Αθήνας, αλλά και άλλες επιχειρήσεις υπό δημόσιο έλεγχο.
Όλα τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα δείχνουν ότι όλες αυτές οι επιχειρήσεις τα προηγούμενα χρόνια ακολουθούσαν μια πολιτική στα πλαίσια του πελατειακού συστήματος, με βασικό στόχο την εξυπηρέτηση του.
Στα πλαίσια αυτά, το συνδικαλιστικό κίνημα στις επιχειρήσεις αυτές μετατράπηκε αργά και σταθερά σε μια συντεχνιακή λέσχη, η οποία απαιτούσε κάθε χρόνο όλο και περισσότερα από τα πιο δίκαια, έως τα πιο παράλογα «αιτήματα».
Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων αυτών με πλήρη πολιτική κάλυψη της κεντρικής εξουσίας κάθε απόχρωσης, δεν είχαν κανέναν λόγο να αρνηθούν αφού ούτε από την δική τους τσέπη τα έβαζαν, αλλά ούτε και από τους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων.
Γνώριζαν ότι το πελατειακό Κράτος θα έρθει και θα καλύψει τα ελλείμματά τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τους Έλληνες φορολογούμενους. Και με αυτά και με άλλα πολύ πιο σοβαρά ίσως σε άλλους τομείς, όπως οι δημόσιες προμήθειες, οι προμήθειες των Δημόσιων Νοσοκομείων και άλλοι τομείς, στήθηκε ένα μεγάλο πάρτυ με πρωταγωνιστές τους κάθε είδους ημέτερους και τα σαΐνια που μπαινοέβγαιναν με μεγάλη ευκολία τα υπουργικά γραφεία της κάθε Κυβέρνησης.
Έτσι λοιπόν απαξιώθηκαν μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις όπως η Ολυμπιακή και ο ΟΤΕ παλαιότερα και σήμερα ο ΟΣΕ και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις με μεγάλα χρέη και ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους. Και πέρασε σιγά - σιγά στην κοινή γνώμη η ιδέα ότι αυτές οι επιχειρήσεις έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν, αφού το Κράτος αποδείχθηκε ανίκανο να τις διαχειριστεί.
Και αυτό ήταν μια αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι ότι σ'αυτό συνέβαλλαν και συμβάλλουν ακόμα και σήμερα με την στάση τους το συνδικαλιστικό κίνημα αυτών των επιχειρήσεων, αλλά και το τμήμα του πολιτικού συστήματος και ειδικά η αριστερά κάθε απόχρωσης.
Μπορεί να μην έχουν τις μεγάλες ευθύνες των δύο κυρίαρχων κομμάτων εξουσίας της μεταπολίτευσης, για την απαξίωση και τη καταχρέωση αυτών των επιχειρήσεων. Όμως έχουν κάποιες ευθύνες για το κατάντημα αυτών των επιχειρήσεων. Οι συνδικαλιστές γιατί σε αγαστή συνεργασία με τις κάθε φορά διοικήσεις απέδειξαν ότι το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν οι συντεχνιακές τους διεκδικήσεις.
Και τα κόμματα της αριστεράς, γιατί δεν ανέδειξαν στην ελληνική κοινωνία το πρόβλημα των επιχειρήσεων αυτών στην αντικειμενική τους διάσταση, δεν διαφώνησαν με τις πρακτικές των συνδικαλιστών ούτε μία φορά, αν και πολλά από αυτά που διεκδικούσαν ήταν σε ευθεία αντίθεση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Όπως έγινε με τα προκλητικά μπόνους των 150.000,00 € των εθελουσίων εξόδων από τις δημόσιες επιχειρήσεις κάποιων στα 45 τους... Και κυρίως γιατί μέχρι και σήμερα μόνο καταδικάζουν ή καταγγέλλουν και δεν προτείνουν εναλλακτικές ρεαλιστικές λύσεις για σήμερα και όχι για ένα αδιόρατο μέλλον.
Έτσι λοιπόν οι εργαζόμενοι άνθρωποι αγανακτούν όταν διαπιστώνουν ότι τα μεγάλα ελλείμματα των επιχειρήσεων αυτών καλείται να τα πληρώσουν οι ίδιοι με αύξηση της φορολογίας, είτε άμεσης είτε έμμεσης. Και τι μένει ως λύση; Η ιδιωτικοποίηση αυτών των επιχειρήσεων. Όμως αλήθεια δεν υπάρχει κάποια άλλη λύση έστω και σήμερα στα πλαίσια αυτού του συστήματος;
Μια σκέψη που έχει διατυπωθεί κατά καιρούς, είναι η ανάληψη της διαχείρισης από τους ίδιους τους εργαζόμενους της κάθε επιχείρησης. Ναι, γιατί όχι; Αυτοδιαχείριση. Να αναλάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την διοίκηση αυτών των επιχειρήσεων, χωρίς κρατικές και κυβερνητικές παρεμβάσεις και κυρίως χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις και καλύψεις των ελλειμμάτων τους. Με την αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, των επιστημονικών και κοινωνικών φορέων να ασκήσουν αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων που εργάζονται.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σήμερα ουσιαστικά δεν λύνουν τα ζητήματα της λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων, κάτω βεβαίως από τις οδηγίες και τις αποφάσεις των διοικήσεων. Απλά οι διοικήσεις θα ορίζονται και θα ελέγχονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους των δημόσιων επιχειρήσεων. Τι θα αλλάξει; Θα αλλάξει κάτι σημαντικό.
Θα αλλάξει κυρίως η νοοτροπία. Θα πρέπει πλέον οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να αποδείξουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις των επιχειρήσεων τους. Να αποδείξουν ότι μπορούν να τις νοικοκυρέψουν και να τις κάνουν βιώσιμες. Όχι κερδοφόρες, αλλά βιώσιμες.
Θα υποχρεωθούν να σκέφτονται καλύτερα το συλλογικό τους συμφέρον μέσα από το κοινωνικό συμφέρον και το συμφέρον της επιχείρησης που θα διοικούν. Έτσι θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του καταμερισμού εργασίας, της καλύτερης διαχείρισης των εργατικών υποθέσεων, της καλύτερης παροχής ποιοτικών υπηρεσιών αφού οι ίδιοι θα καλούνται να αποφασίζουν. Κάποιος θα πει.
Μα κάποιες απ'αυτές ίσως χρειαστεί να επιδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό, γιατί διαφορετικά το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους πολίτες θα μεγαλώσει με αποτέλεσμα να ακριβύνουν πάρα πολύ οι υπηρεσίες αυτές όπως π.χ. οι δημόσιες συγκοινωνίες.
Ναι, ασφαλώς ενδέχεται να χρειαστεί να επιδοτηθούν κάποιες από τις επιχειρήσεις αυτές για τις υπηρεσίες που προσφέρουν προς τους πολίτες. π.χ. οι δημόσιες συγκοινωνίες. Κανένα πρόβλημα. Θα υπάρξουν αυτές οι αντικειμενικές διαδικασίες που κάποιο κόστος μπορεί να αναλάβει να το καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Αυτό όμως θα είναι γνωστό στην κοινωνία και η ίδια η κοινωνία θα το αποδεχθεί, εφόσον κριθεί σωστό και δίκαιο. Μπορεί να υπάρξουν και άλλες δυσκολίες τις οποίες όμως εφόσον συμφωνήσουμε επί τοις ουσίας, μπορούν να αντιμετωπισθούν.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων αυτών δεν είναι ανάγκη να αλλάξει. Θα παραμείνουν στο Κράτος. Η διοίκησή τους όμως και η καθημερινή τους διαχείριση θα είναι υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων.
Ας δοκιμάσουμε και αυτό το κοινωνικό πείραμα. Ας δεχθούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την ανάληψη της διοίκησης και της διαχείρισης αυτών των επιχειρήσεων. Κανένας νομίζω δεν θα είχε αντίρρηση.
Και αν κάποιοι έχουν αντίρρηση και ορέγονται αυτές τις επιχειρήσεις και κάποιοι άλλοι από το πολιτικό σύστημα θέλουν να τους τις μεταβιβάσουν απαξιωμένες και φθηνές, ας αποδείξουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα ότι μπορεί να τους κόψει την όρεξη.