Αρθρο του Κώστα Χαϊνά, - [email protected]
Καταρχήν εάν θέλαμε να κάνουμε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών στην βάση της καταδίκης του μνημονίου ή όχι, νομίζω ότι θα δυσκολευόμασταν ιδιαίτερα και δεν θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως καταδίκη, ούτε όμως και ως υπεράσπισή του. Θα διακινδύνευα μιαν εκτίμηση ότι οι πολίτες στις εκλογές αυτές, παρότι είχαν έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, περισσότερο κυριάρχησαν τα αυτοδιοικητικά κριτήρια και ψήφισαν -όσοι ψήφισαν - κυρίως για τους δημάρχους που έκριναν ότι θα εξυπηρετούσαν καλύτερα τον τόπο τους, παρά για το μνημόνιο.
Και ερχόμαστε στο ερώτημα που θέτει το άρθρο. Έχουμε εναλλακτική πολιτική πρόταση σήμερα απέναντι στην ασκούμενη από τη Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πολιτική του μνημονίου;
Θα έλεγα απερίφραστα όχι. Δεν υπάρχει τέτοια πολιτική πρόταση από κανέναν πολιτικό φορέα, του επίσημου τουλάχιστον κοινοβουλευτικού συστήματος. Δεν θέλουμε να κάνουμε τον κριτή των πάντων, αλλά ας δούμε χωρίς προκαταλήψεις τι προτείνει ο κάθε πολιτικός φορέας, ως λύση απέναντι στην πολιτική του μνημονίου της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Η Νέα Δημοκρατία του κου Σαμαρά προσπαθεί να χτίσει μήνες τώρα μια αντιμνημονιακή πολιτική χωρίς όμως να λέει επί τοις ουσίας τι προτείνει, γιατί όταν φτάνει στο δια ταύτα, αρχίζει να λέει γενικολογίες και ότι βασικά αυτά που προβλέπει το μνημόνιο, θα τα έκανε καλύτερα από το ΠΑΣΟΚ. Μέχρι εκεί. (Κλικ εδώ)
Το ΚΚΕ είναι ένας από τους πολιτικούς φορείς που φαίνεται ότι έχει μια ξεκάθαρη πολιτική απέναντι στο θέμα της κρίσης και του μνημονίου. Και για την σταθερή αυτή τακτική του, όπου να σημειώσουμε ότι απουσιάζει κάθε πολιτική συμμαχιών, ανταμείφθηκε με την σημαντική ενίσχυση των εκλογικών του ποσοστών, στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές. Αν και είναι προς έρευνα κατά πόσο αυτή η αύξηση εκφράζει κάποια σταθερή μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς το ΚΚΕ, αφού όπως και το ίδιο αναγνωρίζει, ήταν και έκφραση μιας έντονης διαμαρτυρίας προς την Κυβέρνηση. Ταυτόχρονα όμως αμφισβητείται έντονα η εφικτότητα και η ρεαλιστικότητα των προτάσεων του, αφού η λύση που προτείνει, «...είναι εφικτή αν ο λαός με τη δική του εξουσία μετατρέψει σε κοινωνική λαϊκή ιδιοκτησία τα μονοπώλια, ώστε να υπάρξει κεντρικά σχεδιασμένη πανεθνική ανάπτυξη με εργατικό λαϊκό έλεγχο», όπως λέει το ίδιο σε πρόσφατη απόφαση του. Δηλαδή, ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι... (Κλικ εδώ)
Το ΛΑΟΣ θεωρώ ότι δεν έχει μια ολοκληρωμένη στρατηγική στο θέμα, αφού η πολιτική του δεν βασίζεται σε κάποια πολιτική επεξεργασία, αλλά περισσότερο στις ικανότητες του αρχηγού του να λειτουργεί, είτε ως ένοικος ορόφου ή διαμερίσματος της γνωστής πολυκατοικίας, όταν ο μεγάλος γείτονας του πάνω ορόφου προσπαθεί να του κάνει έξωση, είτε ως ένας από τους ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας που διεκδικεί κάποια ενοίκια... Τι λέει ή τι κάνει λοιπόν το ΛΑΟΣ στο θέμα του μνημονίου δεν έχει και ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική συμφωνία του ή όχι, αλλά περισσότερο με τις εξελίξεις στην συντηρητική παράταξη και τον ρόλο που εν δυνάμει διαμορφώνουν οι εξελίξεις αυτές στο ΛΑΟΣ και τον αρχηγό του.
Ο Συνασπισμός δια του προέδρου του, στην τελευταία σύνοδο της ΚΠΕ του κόμματος, αρνούμενος ότι αποτελεί πολιτική διεξόδου η στάση πληρωμών και η έξοδος της χώρας από την ΟΝΕ και την ΕΕ, περιορίσθηκε ουσιαστικά σε μια πολιτική αντίστασης και απόκρουσης των τυχόν συνεπειών από την πολιτική του μνημονίου της Κυβέρνησης, καταθέτοντας όμως γενικόλογες προτάσεις όπως: «...η αντίθεση στο Μνημόνιο, η υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, η άλλη στρατηγική για την ανάπτυξη, η αναδιανομή πλούτου και φορολόγηση του κεφαλαίου, η συμμαχία με τους λαούς της Ευρώπης, ιδιαίτερα στις χώρες που πλησιάζουν την δική μας θέση...» (Κλικ εδώ)
Η Δημοκρατική Αριστερά, δια του προέδρου της στην τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής του κόμματος, «...προτείνει ριζική πολιτική στροφή σε όλους τους τομείς, για να εφαρμοστεί ένα δημοκρατικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας με βασικούς άξονες την αναδιοργάνωση της οικονομίας και του κράτους, τη συγκρότηση πραγματικού κοινωνικού κράτους, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη σύγχρονη οικολογική ανάπτυξη» (Κλικ εδώ)
Ουσιαστικά δηλαδή και η ΔΑ δεχόμενη την πολιτική πραγματικότητα του μνημονίου, σημειώνει ότι υποστηρίζει μια άλλη πολιτική, την οποία όμως δυστυχώς δεν μας την περιγράφει πιο συγκεκριμένα για να καταλάβουμε τι εννοεί με τις έννοιες ριζική πολιτική στροφή, δημοκρατικό σχέδιο ανασυγκρότησης κ.λ.π. Να δεχθούμε βέβαια ότι το νέο κόμμα της αριστεράς έχει μόνο 4 μήνες πολιτική παρουσία. Να σημειώσουμε επίσης ότι το νέο κόμμα της αριστεράς στο λιγοστό πολιτικό χρόνο που έχει, κατέγραψε στο πολιτικό του ισοζύγιο, ένα θετικό αποτέλεσμα στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Υποστήριξε και σε ορισμένες περιπτώσεις και μάλιστα σημαντικές, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, λύσεις που ξεπέρασαν τις κομματικές καταγραφές. Στήριξε κινήσεις, όπου πολίτες συναντήθηκαν ξεπερνώντας ιδεολογικές περιχαρακώσεις με όρους κοινωνίας των πολιτών και στις περισσότερες των περιπτώσεων τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Ήταν μια σοβαρή παρακαταθήκη για το μέλλον, όταν τα υπόλοιπα τμήματα της αριστεράς κάθε έκφανσης, διαγκωνίζονταν για την κομματική τους καταγραφή, αδιαφορώντας για το παρών και το μέλλον της αυτοδιοίκησης και των τοπικών κοινωνιών, στο όνομα του κεντρικού διακυβεύματος, που κατά την γνώμη τους ήταν το μνημόνιο. Ένα διακύβευμα όμως που δεν συνοδευόταν από κάποια εναλλακτική πολιτική πρόταση. Η επιτυχία όμως αυτή της ΔΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν την απαλλάσσει σήμερα από τις ευθύνες της να διατυπώσει μια σαφή και ολοκληρωμένη εναλλακτική πολιτική πρόταση διεξόδου και να μην περιορίζεται και αυτή στις γενικόλογες αναφορές.
Για το κόμμα της κυρίας Μπακογιάννη, τη Δημοκρατική Συμμαχία όπως την ονόμασε (αλήθεια ποιοι ακριβώς συμμάχησαν;) δεν έχω καταλάβει ακόμη ποια είναι η διαφορετικότητα της πολιτικής της πρότασης.
Έτσι λοιπόν καταγράφεται η κατάσταση στο κοινοβουλευτικό σκηνικό. Ουσιαστικά δηλαδή δεν έχουμε καμιά πρόταση από τα υπάρχοντα κοινοβουλευτικά κόμματα, πρόταση που να δίνει στον ελληνικό λαό μια εναλλακτική πολιτική προοπτική σε σχέση με την πολιτική του μνημονίου. Έχουν διατυπωθεί ασφαλώς μεμονωμένες εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις απέναντι στο μνημόνιο. Προτάσεις που διατυπώνουν αναλυτές, οικονομολόγοι αλλά και μεμονωμένες δυνάμεις που βρίσκονται στα υπάρχοντα κόμματα της αριστεράς και της εξωκοινοβουλευτικής, με κύρια χαρακτηριστικά αυτών των προσεγγίσεων την άμεση στάση πληρωμών, την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Προσεγγίσεις θα έλεγα οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί τόσο πολύ στην ελληνική κοινωνία γιατί θεωρούνται σε έναν βαθμό αιρετικές, πολύ ριζοσπαστικές και ανεφάρμοστες από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, αν και κάποιες απ' αυτές έχουν εφαρμοστεί και από αστικές δυνάμεις στις χώρες που υλοποιήθηκαν και όχι από κάποιες -οπωσδήποτε - αριστερές Κυβερνήσεις. Ένα άλλο θέμα που είναι θεμελιώδες για το πολιτικό μας σύστημα, είναι η ισοπεδωτική αντίληψη για πολιτικές που αναφανδόν απορρίπτονται, για τον μόνο λόγο ότι αναφέρονται στο μνημόνιο και όχι εάν είναι σωστές ή λάθος οι πολιτικές αυτές από τη σκοπιά των συμφερόντων της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας. Για παράδειγμα, μπορούμε να απορρίπτουμε πολιτικές που περιορίζουν την κρατική σπατάλη, την κρατική γραφειοκρατία, την κομματοκρατία, την αδιαφάνεια, την φοροδιαφυγή, το πελατειακό κράτος; Χρειάζεται λοιπόν και μια άλλη προσέγγιση για τα κριτήρια επιλογής των αναγκαίων πολιτικών. Και το βασικό κριτήριο πρέπει να είναι, ποιες πολιτικές έχει ανάγκη μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία και όχι εάν αναφέρονται στο μνημόνιο ή όχι.
Με την προηγούμενη ανάλυση, δεν θέλω να πω βέβαια ότι η πολιτική του μνημονίου είναι και η μόνη σωστή ρεαλιστική πολιτική και ότι δεν υπήρχε ή δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. Όχι, απλά θέλω να δείξω -με λύπη μου-ότι ουσιαστικά σήμερα δεν υπάρχει καμιά ολοκληρωμένη εναλλακτική πολιτική πρόταση, εκτός απ' αυτήν που υλοποιεί η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η οποία εν πολλοίς έχει σχεδιαστεί και ουσιαστικά υλοποιείται με την καθοδήγηση των ξένων τοποτηρητών των δανειστών της χώρας μας και παρουσιάζεται ως η μόνη ρεαλιστική και εφαρμόσιμη πολιτική. Και αυτό -την απουσία δηλαδή εναλλακτικής πολιτικής πρότασης - νομίζω ότι το νοιώθει και το αισθάνεται ο Έλληνας πολίτης και ανάλογα συμπεριφέρεται.