Οι Σκυριανές αποκριές, οργανώνονται και γιορτάζονται με τριπλό χαρακτήρα και περιεχόμενο.
Το ένα σκέλος καλύπτουν οι παραδοσιακές εκδηλώσεις των μεταμφιεσμένων σε 'Γέρους', 'Κορέλες' και 'Φράγκους' που καθιστούν το Σκυριανό καρναβάλι ένα από τα περισσότερο εντυπωσιακά και ενδιαφέροντα της χώρας από άποψη ενδυματολογική, λαογραφική, ιστορική, εθνολογική και θρησκειολογική επειδή διατηρεί πολλά από τα τυπικά στοιχεία του αρχέγονου καρναβαλιού, τόσο στις μεταμφιέσεις των εορταστών όσο και στο τυπικό της διεξαγωγής και στις ονομασίες των πρωταγωνιστών του, παρά την παραφθορά που έχουν υποστεί με το πέρασμα των αιώνων.
Το δεύτερο σκέλος, εξίσου αξιόλογο και ενδιαφέρον με το πρώτο αν και τελείως διαφορετικό, αποτελούν οι πρόχειρες υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και απαγγελίες σατυρικών στίχων από ερασιτέχνες ποιητές και ηθοποιούς. Οι σατυρικές αυτές παραστάσεις μας οδηγούν κατευθείαν στις ρίζες της Σάτιρας, όνομα προερχόμενο απ' τον ίδιο τον Σάτυρο, τον τοτεμικό θεοποιημένο Τράγο γνωστό και με τα ονόματα Κρόνο και Πάνα στους Έλληνες και Σατούρνους στους Ρωμαίους, το μεγάλο θεό της πριν απ' το Δωδεκάθεο εποχής.
Το τρίτο μέρος είναι η Καθαρά Δευτέρα, η μεγαλύτερη λαϊκή εορτή των Σκυριανών που αποτελεί και το πανηγυρικό κλείσιμο της πανάρχαιας γιορτής του Τριώδιου.
Το δρώμενο Γέρου Κορέλας
Από την αρχή του Τριώδιου, με έξαρση κατά τις εβδομάδες της Κρεοφάγου και της Τυρινής, ένα περίεργο θέαμα συναντά κανείς καθημερινά στον κεντρικό δρόμο της αγοράς και στα σοκάκια της χώρας της Σκύρου.
Όμιλοι μεταμφιεσμένων, από 3 έως 5 συνήθως άτομα, περιέρχονται στο χωριό, δίνοντας με την παρουσία τους έναν τόνο χαράς και μυστηριακού μεγαλείου, ιδιόμορφο, που στις μέρες μας, μονάχα στη Σκύρο συναντιέται.
Πρόκειται για τους πρωταγωνιστές του σκυριανού καρναβαλιού, που σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας δεν γιορτάζεται με τόση ζωντάνια, τόσο μεγάλη συμμετοχή του λαού και πουθενά αλλού δεν παρουσιάζει τόσο ξεχωριστό ενδιαφέρον, εξαιτίας της μυστηριακής μεταμφίεσης των εορταστών.
Ο όμιλος αποτελείται βασικά από τρεις τύπους μεταμφιεσμένων:
Ο κορυφαίος του ομίλου, ονομαζόμενος 'Γέρος', είναι ντυμένος στο πάνω του μέρος με μαλλιαρή μαύρη κάπα, ίδια με προβιά τράγου, φορτωμένος στη μέση του με 50-80 κουδούνια του κοπαδιού, και στο πρόσωπο φοράει μάσκα από προβιά μικρού γιδιού.
Από τη μέση και κάτω φορεί το τσοπάνικο πανωβράκι, τις τροχαδόκαλτσες και στα πόδια του τα υποδήματα των Σκυριανών χωρικών, τα παραδοσιακά " τροχάδια".
Προχωρεί με ρυθμικούς βηματισμούς, κρατώντας στο χέρι του το τσοπάνικο στραβοράβδι και κουνώντας τη μέση του, έτσι ώστε τα κουδούνια, που είναι περασμένα σ αυτή να δίνουν ήχους φοβερούς, αλλά ρυθμικούς και εναλλασσόμενους. Κατά διαστήματα στέκεται, και τότε το κούνημα του κορμιού του είναι διαφορετικό, όπως και οι ήχοι των κουδουνιών.
Ο 'Γέρος', όπως λέγεται αυτός ο μεταμφιεσμένος που είναι η κυρίαρχη μορφή του Τριώδιου, συνοδεύεται συνήθως από άλλο νέο, ντυμένο με σκυριανή γυναικεία φορεσιά, αλλά με τροχαδόκαλτσες και τροχάδια ενώ το πρόσωπό του είναι σκεπασμένο με μάσκα ίδια με του " Γέρου", από τομάρι μικρού κατσικιού. Αυτός ονομάζεται 'Κορέλα' και κρατάει στο χέρι ένα μαντήλι, που το κουνά χορεύοντας γύρω από το 'Γέρο', όταν τούτος προχωρά ή στέκεται και τραγουδά τον ξεχωριστό αποκριάτικο σκοπό που έχει το όνομα της (της Κορέλας), όταν ο Γέρος στέκεται για να ξεκουραστεί, σείοντας πάντοτε τα κουδούνια του. Κορέλα είναι η κορούλα, η κόρη.
Ο 'Φράγκος', το τρίτο μέλος του ομίλου, είναι πρόσωπο κωμικό: φορά ευρωπαϊκό παντελόνι, μάσκα τυχαία, έχει ένα μεγάλο κουδούνι στο πίσω μέρος της μέσης του, κρατά ένα κοχύλι στο χέρι, το γνωστό στους ναυτικούς σαν 'μπουρού' το οποίο φυσά διαρκώς και κουνιέται ασταμάτητα πειράζοντας τους θεατές που στέκουν από τη μια κι απ' την άλλη πλευρά των δρόμων, παρακολουθώντας το θέαμα.
Όταν η ομάδα του Γέρου, της Κορέλας και του Φράγκου περιέλθει στους δρόμους και τελειώσει τις επισκέψεις της στα συγγενικά και φιλικά σπίτια, όπου πηγαίνει για να ξεκουραστεί και να κεραστεί, ανεβαίνει πάντα στο μοναστήρι του Αγίου Γεώργιου. Εκεί, αφού προσκυνήσει την εικόνα του πολιούχου του νησιού, χτυπά χαρούμενα την καμπάνα της εκκλησιάς του θέτοντας έτσι, πανηγυρικά και επίσημα τέρμα στη διασκέδαση. Ύστερα, ο καθένας γυρνά στο σπίτι του και αφού βγάλει τα ρούχα του μασκαρέματος, κάθεται στο οικογενειακό τραπέζι που τον περιμένει. Πηγή: Μάνος Φαλτάιτς, www.inskyros.gr
|