Παρουσίαση της έρευνας που διεξήγαγε η ΕΠΑΨΥ για τον τρόπο που τα τοπικά ΜΜΕ διαπραγματεύονται θέματα που αναφέρονται σε ομάδες πληθυσμού, οι οποίες υφίστανται διακρίσεις, καθώς και το πως οι Χαλκιδαίοι κρίνουν τον τοπικό τύπο, έγινε την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημαρχείου Χαλκίδας. Την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας παρουσίασαν οι Δ. Πάνος και Κ. Διαμαντάκη (ερευνητές - επικοινωνιολόγοι) που είχαν την ευθύνη της διεξαγωγής της ενώ σχολίασαν οι Στέλιος Κούλογλου (ο γνωστός και βραβευμένος δημοσιογράφος της ΝΕΤ) και Αλεξάνδρα Κορωναίου (επικ. καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο).
Ενδιαφέρον ήταν το σχόλιο του κ. Κούλογλου, όπως είπε, δεν υπάρχουν πηγές από τις οποίες θα αντλούν ειδήσεις τα τοπικά ΜΜΕ και έτσι καταφεύγουν στην εύκολη λύση των αστυνομικών δελτίων, με αποτέλεσμα σε όλες τις ειδήσεις που παρουσιάζονται οι μετανάστες να είναι εγκληματίες. Γι' αυτό το λόγο και κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία του Δικτύου Πολιτών κατά των Διακρίσεων στην Εύβοια, από το οποίο θα μπορούν οι δημοσιογράφοι να έχουν μια πιο αντικειμενική και πληρέστερη ενημέρωση για να προσεγγίσουν αυτά τα ιδιαίτερα ευαίσθητα θέματα που αφορούν άτομα που ανήκουν σε μειονότητες.
Για τους σκοπούς της έρευνας της ΕΠΑΨΥ, αποφασίστηκε η διεξαγωγή μιας σειράς εις βάθος συνεντεύξεων με μέλη που ανήκουν στις κοινωνικές κατηγορίες που υφίστανται διακρίσεις, αλλά και με εκπροσώπους οργανισμών που ασχολούνται ποικιλοτρόπως με τα ζήτημα που αφορούν τις παραπάνω κοινωνικές κατηγορίες πληθυσμού. Συμμετείχαν 30 άτομα, από τα οποία 16 προέρχονται από κοινωνικές ομάδες- στόχους αρνητικής προβολής από τα Μ.Μ.Ε. και 14 εκπροσωπούν επίσημους φορείς, υπηρεσίες ή συλλόγους που έρχονται καθημερινά σε επαφή με μέλη των κοινωνικών αυτών κατηγοριών.
Από την ανάλυση των συνεντεύξεων προέκυψαν τα παρακάτω συμπεράσματα:
Είναι ενδιαφέρον αλλά και ενδεικτικό της θέσης της τηλεόρασης στην ελληνική κοινωνία ότι η πλειοψηφία του περιεχομένου των συνεντεύξεων στρέφεται γύρω από την τηλεόραση και δευτερευόντως γύρω από τα υπόλοιπα ΜΜΕ (Τύπος, ραδιόφωνο, Διαδίκτυο, κλπ). Αυτή η παρατήρηση συνάδει πράγματι με την κυριαρχία της τηλεόρασης στην ελληνική κοινωνία, αφενός ως μέσο πληροφόρησης και ενημέρωσης κι αφετέρου ως ένα πολιτισμικό μέσο, που διαχέει αναπαραστάσεις, απόψεις, γνώσεις και εικόνες και επηρεάζει καθοριστικά την κοινή γνώμη.
Η πλειονότητα των συμμετεχόντων στις συνεντεύξεις εκτιμά ότι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που εκπροσωπούνται κυρίως από την τηλεόραση, ασχολούνται με τη διαφορετικότητα, μόνο στο βαθμό που μια τέτοια πληροφορία αποτελεί ερέθισμα συγκίνησης του κοινού και επομένως αποφέρει οικονομικά οφέλη για το τηλεοπτικό κανάλι. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι όταν «μια είδηση πουλάει» ("η τηλεόραση δείχνει αυτό που πουλάει", Ανδρέας, παραπληγικός), όταν ένα γεγονός ελκύει το ενδιαφέρον των δεκτών και συνεπώς αυξάνει την τηλεθέαση, τότε αυτό παρουσιάζεται από τα Μ.Μ.Ε. Με κάποιο τρόπο φαίνεται ότι τα υποκείμενα συνδέουν την ανταπόκριση του κοινού με την συγκινησιακή φόρτιση ("Οι Έλληνες έχουν ανάγκη να έρχονται σε επαφή με τον πόνο" Ανδρέας, παραπληγικός), που προκαλεί ένα προβαλλόμενο θέμα και δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι τα Μ.Μ.Ε. επωφελούνται από αυτή τη σύνδεση. Η άποψη αυτή εκφράζεται κυρίως από τα άτομα σε θεσμικές θέσεις, αλλά και από τα περισσότερα άτομα από κοινωνικές κατηγορίες.
Στην ίδια λογική εκφράζεται και η άποψη ότι τα Μ.Μ.Ε. αδιαφορούν για σημαντικά κοινωνικά θέματα, δεν παρουσιάζουν τα σοβαρά προβλήματα των ανθρώπων που με κάποιο τρόπο διαφέρουν από τον γενικό πληθυσμό και πολλές φορές αγνοούν τις δυσκολίες προσαρμογής και επανένταξης των ευαίσθητων κοινωνικών κατηγοριών. Δεν λείπει πάντως, αν και σε σπάνιες περιπτώσεις (ηλικιωμένοι), η έκφραση δυσαρέσκειας για τον χρόνο τον οποίο αφιερώνουν τα Μ.Μ.Ε. σε σοβαρά κοινωνικά θέματα, από την άποψη ότι συχνά υπερβάλλουν και διογκώνουν τα γεγονότα.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα Μ.Μ.Ε. παρουσιάζουν την διαφορετικότητα, συχνά, κυρίως τα άτομα σε θεσμικές θέσεις, παρατηρούν μια διάθεση υπερβολής εκ μέρους των Μέσων και διακρίνουν μία απόδοση αρνητικών κυρίως χαρακτηριστικών προς τα άτομα των συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών. Έτσι, πολλές φορές στο λόγο των υποκειμένων εμφανίζονται σχόλια για τις ταυτίσεις που κάνουν οι άνθρωποι των Μέσων, ταυτίσεις του τύπου «εγκληματικότητα / μετανάστες και τσιγγάνοι» ("Ένας τσιγγάνος κυρίως παρουσιάζεται ως αμόρφωτος, φανατικός και γενικά ότι έχει πολύ κακές σχέσεις με την αστυνομία και με όλους τους υπόλοιπους - ότι γενικά δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες και με τους νόμους του κράτους και ότι για κάποιο λόγο θέλει να εμπλέκεται σε βρώμικες υποθέσεις ", ψυχολόγος), «επικινδυνότητα / ψυχικά ασθενείς», ("Η σχιζοφρένεια είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την εγκληματικότητα», ψυχολόγος), «λύπη, οίκτος / ανάπηροι, ηλικιωμένοι, φορείς του AIDS» κ.ο.κ..
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται συχνά στο γεγονός ότι τα media στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε μεμονωμένες περιπτώσεις, σε προσωπικές ιστορίες γενικεύοντας με απλουστευτικό τρόπο αρνητικά χαρακτηριστικά ως χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας, από την οποία προέρχεται το περιστατικό που παρουσιάζεται. Έτσι αν ένας μετανάστης διαπράξει κάποιο έγκλημα, τότε όλοι οι μετανάστες, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, είναι εγκληματίες.
Αναμφισβήτητα στο σύνολό τους οι ερωτώμενοι συγκλίνουν στην παραδοχή ότι τα Μ.Μ.Ε. ασκούν μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη. Ωστόσο, κάποιες φορές δεν συνδέουν πρακτικές διακρίσεων εις βάρος τους με την αρνητική προβολή, στην οποία τους υποβάλλουν τα Μέσα ("Για την τηλεόραση δεν θα πω ότι μιλά αρνητικά για τους Αλβανούς...παρουσιάζει τις ειδήσεις όπως συνέβησαν τα πράγματα...είναι ο ελληνικός λαός που βλέπει τους Αλβανούς αρνητικά", Σωτήρης, μετανάστης). Υπάρχουν βέβαια και σαφείς τοποθετήσεις εναντίον των Μ.Μ.Ε., τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για τη διαμόρφωση στερεοτύπων και την ενίσχυση της αρνητικής προδιάθεσης απέναντι στη διαφορετικότητα. Η επίδραση των Μέσων στην κοινή γνώμη, σύμφωνα με τις απόψεις των υποκειμένων, φαίνεται να έχει άλλοτε μικρή ένταση και διάρκεια, μέχρι μια νέα «πικάντικη» πληροφορία να έρθει στο προσκήνιο, και άλλοτε να δημιουργεί έντονα μνημονικά ίχνη σε ασυνείδητο επίπεδο, τα οποία εκφράζονται με συμπεριφορές διακρίσεων στην καθημερινή πρακτική.
Ποικιλία υπάρχει και στη γνώμη που εκφράζουν τα άτομα για τους ανθρώπους των
Μ.Μ.Ε. Αλλοι τους θεωρούν ανεπαρκώς ενημερωμένους και καθόλου ευαισθητοποιημένους σε θέματα που απαιτούν αυξημένη προσοχή και λεπτότητα χειρισμών και άλλοι επισημαίνουν ότι η δουλειά τους είναι να ενημερώνουν και αυτό το κάνουν καλά. Πιο συχνά τα σχόλια που αφορούν δημοσιογράφους ή παραγωγούς είναι αρνητικά, όμως σχεδόν πάντα τονίζονται οι φωτεινές εξαιρέσεις αξιόλογων δημοσιογράφων και αξιόπιστων τηλεοπτικών καναλιών και εφημερίδων. ("Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο τμήμα τους (των δημοσιογράφων) είναι επαγγελματίες, αλλά κάποιοι δεν είναι ούτε καν επαγγελματίες και τους θεωρώ μάλλον αμόρφωτους ", κοινωνιολόγος).
Από τους ερωτώμενους, τα άτομα που ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες καταλήγουν σε απαισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον. Δεν φαίνεται να δείχνουν εμπιστοσύνη στη δράση των συλλόγων ή των υπηρεσιών που τους εκπροσωπούν. Προτείνουν ωστόσο αλλαγή στάσης από την πλευρά των Μέσων ενημέρωσης και καλύτερη κατάρτιση των επαγγελματιών, προκειμένου να αντιμετωπίζονται τα σοβαρά κοινωνικά θέματα με περισσότερη προσοχή. Η ιδέα του «παρατηρητηρίου τύπου», προκάλεσε κυρίως θετικά σχόλια ("... και αυτές οι επιτροπές πρέπει να αποτελούνται από οργανωμένους ανθρώπους...πρέπει να είναι επιστήμονες ή επαγγελματίες του είδους", Κέντρο Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες). Δεν έλειψε όμως και η δυσπιστία για την αποτελεσματικότητά του ("Δεν ξέρω. Ίσως να βοηθούσε. Αλλά είμαι σίγουρη ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθούν να κερδίσουν κάτι παρουσιάζοντας αυτές τις ειδήσεις και άνθρωποι που θα δρουν με τον ίδιο τρόπο", εργοθεραπεύτρια).
Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, πολλά από τα άτομα εξέφρασαν αιτήματα ως προς τα ΜΜΕ. Πιο συγκεκριμένα, τα αιτήματα των μελών των θρησκευτικών μειονοτήτων είναι για μια τηλεόραση που θα προσπαθεί να γεφυρώσει τις διαφορές, να προάγει τον δια-θρησκευτικό διάλογο και να φέρει τις θρησκείες κοντύτερα τη μία στην άλλη. Οι σωματικά μειονεκτούντες δεν προτιμούν τα προγράμματα που διεγείρουν ερωτήματα οίκτου και λύπησης όσον αφορά την κατάστασή τους. Αντίθετα, θα προτιμούσαν να παρακολουθούν περισσότερο ουδέτερες, νηφάλιες και περιεκτικές παρουσιάσεις του θέματος. Οι ομοφυλόφιλοι μοιάζει να δυσαρεστούνται με την τάση της τηλεόρασης να γελοιοποιεί ή να διακωμωδεί την ομοφυλοφιλία (παρέχοντας γκροτέσκες και στερεοτυπικές εικόνες των ομοφυλόφιλων). Προτείνουν επίσης μεγαλύτερη σοβαρότητα στην παρουσίαση των κοινωνικών θεμάτων, μεγαλύτερη προσοχή στην επιλογή του λεξιλογίου που χρησιμοποιείται για την περιγραφή καταστάσεων, περισσότερο εμβριθή δημοσιογραφική έρευνα και την τεκμηρίωση των απόψεων σε επιστημονικό επίπεδο.
|