Η ύπαρξη λευκολίθου στην περιοχή της Λίμνης και κατά τις θέσεις Υψηλή Ράχη και Χαρτοκόπι και Αρχάγγελος στη μονή Γαλατάκι έχει διαπιστωθεί από το 1867 και κατά διαστήματα από τότε οι Ευρωπαίοι και Έλληνες επιχειρηματίες έκαναν ενέργειες για περιοδικές εξορύξεις χωρίς αυτό το ορυκτό τότε να έχει τόσο μεγάλη αξία όπως είχε αργότερα.
Το 1895 - 1896 ομάδες Γερμανών και Ελβετών που οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν κεφαλαιούχοι, έστησαν στη Λίμνη και συγκεκριμένα στην παραλιακή θέση Κατούνια τις βάσεις μιας μεγάλης επιχείρησης λευκολίθου αξίας πολλών εκατομμυρίων.
Εκεί εγκατέστησαν έναν ατμοκίνητο σιδηρόδρομο, ο οποίος μετέφερε μεγάλους όγκους λευκολίθων από τις γύρω περιοχές και τα γύρω βουνά στην παραλία. Στο σιδηρόδρομο αυτό υπήρχαν κάποιες ειδικές μηχανές σαν μικρά ατμοκίνητα τρένα που έσερναν πίσω τους πάνω στις σιδηροδρομικές ράγες τα βαγόνια τα οποία ήταν γεμάτα με λευκόλιθο.
Ένας άλλος τρόπος μεταφοράς λευκολίθου ήταν ο εναέριος. Ο εναέριος ήταν μια πολύ πετυχημένη κατασκευή. Πάνω λοιπόν στο πρανές έδαφος είχαν χτίσει κολόνες στις οποίες είχαν εγκαταστήσει ειδικά χοντρά συρματόσχοινα με τροχαλίες πάνω στα οποία κρεμούσαν μεταλλικούς κουβάδες που τους γέμιζαν με λευκόλιθο. Επειδή το έδαφος ήταν κατηφορικό οι κουβάδες αυτοί λόγω του βάρους από το λευκόλιθο κινούνταν και μετέφεραν το ορυκτό στην παραλία. Έτσι λοιπόν ο εναέριος θέτονταν σε κίνηση από το βάρος των κουβάδων και όχι από κάποια πηγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι υπόλοιπες εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν εκεί ήταν αποθήκες για την αποθήκευση του ψημένου λευκολίθου αλλά και για την αποθήκευση των εργαλείων και των υλικών που χρησιμοποιούσαν. Επίσης χτίστηκαν και αρκετά μεγάλοι φούρνοι που έψηναν το λευκόλιθο. Τέλος υπήρχαν εγκαταστάσεις κατοικιών για το ανώτερο προσωπικό, γραφείο, χημείο, παντοπωλείο και άλλα χρήσιμα κτίρια που αποδείκνυαν τις προθέσεις των Ευρωπαίων για μόνιμη εγκατάστασή τους στην περιοχή.
Ο λευκόλιθος ψηνόταν στους κάθετους κλιβάνους (φούρνους) με ξύλα στην αρχή και έτσι πετύχαιναν άριστη ποιότητα λευκολίθου. Αργότερα όμως το ψήσιμο στους κλιβάνους γίνονταν με πετρέλαιο και έτσι η ποιότητα του λευκολίθου ήταν χαμηλότερη εξαιτίας των καταλοίπων θείου που άφηνε το πετρέλαιο. Γι' αυτό λοιπόν ήταν υποχρεωμένοι να αναμιγνύουν διάφορες κατηγορίες λευκολίθου ώστε να πετύχουν την άριστη ποιότητα του ορυκτού.
Η πρώτη επιχείρηση που ιδρύθηκε με την εταιρική επωνυμία «Γιετριφάιτ Λίμιτεδ» με σημαντικο προσωπικό υπαλλήλων και εργατών λειτούργησε μέχρι το 1903 έχοντας διευθυντή τον Τζων Ίγκλις μετασχηματίστηκε και εξακολούθησε από τότε μέχρι το 1960 να λειτουργεί με την εταιρική επωνυμία «Αγγλοκρήκ» με κεφάλαια χωρίς αγγλικά. Η Αγγλοκρήκ είχε την έδρα της στο Λονδίνο και γενικός αντιπρόσωπός στης στην Ελλάδα ήταν ο Ρεγινάρδος Χιλλ. Οι εξορύξεις της εταιρείας αυτής στην Εύβοια γίνονταν στην Λίμνη, στο Χαρτοκόπι, στον Αρχάγγελο, στο Πήλι και στο Αφράτι.
Κατά μέσο όρο δύο φορτηγά ατμόπλοια κάθε εβδομάδα μετέφεραν αυτό το ορυκτό στα ευρωπαϊκά λιμάνια του Αμβούργου, του Ρότερνταμ, του Αμστερνταμ, του Λονδίνου, της Λίβερπουλ, της Μασσαλίας και της Αμερικής καθώς και μικρότερες ποσότητες μετέφεραν στην Τεργέστη και τη Βενετία.
Η φόρτωση του λευκολίθου ήταν μια δύσκολη και πολύπλοκη δουλειά. Επειδή τα ατμόπλοια που έρχονταν δεν μπορούσαν να πλευρίσουν στις προβλήτες που υπήρχαν, λόγω του βάθους της θάλασσας και της έλλειψης σωστών εγκαταστάσεων φόρτωσης. Υπήρχαν μικρές ξύλινες φορτηγίδες οι οποίες είχαν οκτώ μεγάλους μεταλλικούς κουβάδες. Οι φορτηγίδες αυτές πλεύριζαν στην προβλήτα στην οποία υπήρχαν σιδηροδρομικές ράγες, που πάνω σ' αυτές κυλούσαν ειδικά βαγόνια τα οποία έσπρωχναν με τα χέρια οι εργάτες.
Όταν αυτά τα βαγόνια έφταναν στην άκρη της προβλήτας απελευθέρωναν, οι εργάτες τις ασφάλειες των βαγονιών και αυτά άδειαζαν το λευκόλιθο στους μεταλλικούς κουβάδες της φορτηγίδας.
Αφού γέμιζαν και οι οκτώ κουβάδες υπήρχε ένα σκάφος αρχικά με κινητήρα ατμού και αργότερα με μηχανή ντίζελ, το οποίο λεγόταν «λάντζα» και έπαιρνε τη φορτηγίδα και την πήγαινε στο πλοίο που περίμενε να φορτώσει. Εκεί αφού την τοποθετούσαν κατάλληλα, με τους γερανούς (βίτζιο) του πλοίου έπαιρναν τους κουβάδες από τη φορτηγίδα και τους άδειαζαν στα αμπάρια του πλοίου.
Μια άλλη εγκατάσταση εκμετάλλευσης αυτού του ορυκτού ιδρύθηκε κατά το 1913 από το Λεωνίδα Καράμπελα στην παραλιακή θέση στη Λίμνη «Βορηά το ρέμα». Διάδοχος του Καράμπελα ήταν ο Ολλανδός Χόιζερ, ο οποίος ίδρυσε και καμίνι για την καμίνευση - το λιώστρο του λευκολίθου. Τέλος επακολούθησε στη Λίμνη και άλλη μικρή εγκατάσταση εξόρυξης λευκολίθων στην παραλιακή θέση Κρινή Βρίζα που έκανε εξορύξεις στη θέση Υψηλή Ράχη.
|