Το ορεινό συγκρότημα της Ψηλής Ράχης διατρέχει κατά μήκος το Βορειοκεντρική τμήμα της Εύβοιας και με μια αλυσίδα βατών και κατάφυτων βουνοκορφών γεφυρώνει το όρος Κανδήλι (Μάιστος) με το Ξηρό όρος. Τρία χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης σε δύο πανέμορφες πευκοσκεπές, βουνοπλαγιές, μια Εγγλέζικη Εταιρεία στις αρχές του αιώνα έστησε τις εγκαταστάσεις της για να εκμεταλλευθεί τα μεταλλεία λευκολίθου της περιοχής.
Η ύπαρξη λευκολίθων είχε διαπιστωθεί από το 1867 στη θέση Ψηλή Ράχη του Ελυμνίου, στο Χορτοκόπι και στον Αρχάγγελο κοντά στη μονή Γαλατάκη. Από τότε κατά διαστήματα Ευρωπαίοι και Έλληνες επιχειρηματίες διενεργούν περιοδικές στην αρχή και στη συνέχεια εντεινόμενες εξορύξεις. Το 1895 - 96 ομάδα Γερμανών και Ελβετών κεφαλαιούχων κατασκεύασε μεγάλη βιομηχανική μονάδα κοντά στο Ελύμνιο, στη θέση Κατούνια. Η επιχείρηση αυτή λειτούργησε απασχολώντας πολλούς εργάτες μέχρι το 1903, οπότε μετασχηματίστηκε σε εταιρεία αγγλικών κυρίως συμφερόντων με την επωνυμία Αγγλοκρήκ. Ένας εργατοϋπαλληλικός οικισμός δημιουργήθηκε εκεί στα προπολεμικά χρόνια. Ένα με δύο φορτηγά ατμόπλοια κάθε εβδομάδα μεταφέρουν το λευκόλιθο στα ευρωπαϊκά λιμάνια του Αμστερνταμ, Ρόντερνταμ, Αμβούργου, Λονδίνου, Λίβερπουλ κ.α. Η εταιρεία Αγγλοκρήκ χρησιμοποιεί περίπου 1100 εργαζόμενους. Δίκτυο υπέργειου ατμοκίνητου και εναέριου σιδηροδρόμου χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του λευκολίθου από τους γύρω ορεινούς όγκους. Στην παραλία διαμορφώθηκαν τεράστιοι φούρνοι - κάμινοι για την καμίνευση του ορυκτού, μεγάλες αποθήκες εργαλείων και πεφρυγμένου ορυκτού, εγκαταστάσεις κατοικιών για το ανώτερο προσωπικό, χημείο, παντοπωλείο κ.ά. Ένας ολόκληρος κόσμος, δυστυχισμένων και πάμφτωχων ανθρώπων, μοχθούσαν κάθε μέρα, κάτω από δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας.
Οι πιο πολλοί εργάτες, ερχόντουσαν από την Πολιτεία (Λίμνη) κάθε μέρα χαράματα, μετά από πορεία τεσσάρων χιλιομέτρων για να δουλέψουν ένα εξουθενωτικό 10ωρο στην αρχή και αργότερα 8ωρο. Οι πυκνοί καπνοί του ανθρακίτη που καιγόταν στους φούρνους δημιουργούσαν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ένα σύννεφο γκριζόασπρης σκόνης κάλυπτε όλο το εργοτάξιο.
Ιδιαίτερα βασανιστική και σε πολλές περιπτώσεις πιο επίπονη από την εργασία των ανδρών ήταν η διαδικασία διαλογής του μεταλλεύματος που γίνονταν με πρωτόγονα μέσα από τις εργάτριες, στις οποίες καταβαλλόταν το μισό του κανονικού ημερομισθίου.
Δίπλα σε όλους τους ντόπιους εργάτες υπήρχαν και ξένοι συνάδελφοί τους που κατοικούσαν στα καταλύματα που τους παραχωρούσε η εταιρεία στις εγκαταστάσεις της. Αυτοί βρίσκονταν σε μια συνεχή περιπλάνηση για αναζήτηση εργασίας, κυρίως στις περιοχές της χώρας μας στις οποίες είχαν εγκατασταθεί ξένες εταιρείες για να εκμεταλλευθούν τον πλούτο του υπεδάφους της. Χωριζόντουσαν στους μοναχικούς και σ' αυτούς που κουβαλούσαν και την οικογένειά τους στις μετακινήσεις τους.
Στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, γινόταν το ψήσιμο και η διαλογή του μεταλλεύματος. Η εξόρυξη γινόταν σ' άλλο τμήμα της εταιρείας, τρεις ώρες μακριά, σχεδόν στην κορυφή του βουνού στα πηγάδια, στους φυρέδες και στις γαλαρίες.
Από τη στιγμή που οι εργάτες δρασκέλιζαν τη μπούκα της γαλαρίας, η θαυματουργή τριγωνική φλόγα ασετιλίνης ήταν ο συνδετικός κρίκος με τη ζωή. Όπως και το καναρίνι που κουβαλούσαν πάντα μαζί τους οι μεταλλωρύχοι στα βάθη της γης, για το σωτήριο σήμα κινδύνου που τους ειδοποιούσε να εγκαταλείψουν τη στοά που δούλευαν, μόλις έκανε την εμφάνισή της η φαρμακερή «αγγούσα», το δηλητηριώδες αυτό αέριο που πολλές φορές ξεχυνόταν από τα βάθη της γης.
Οι μιναδόροι με το πιστολέτο και την παραμίνα άνοιγαν τρύπες στα φελόνια του λευκόλιθου και γκρέμιζαν τόνους πέτρα. Ακολουθούσε ο μποσκαδόρος, ο ειδικός που γέμιζε τις τρύπες που είχαν ανοίξει οι μιναδόροι με δυναμίτη, τους τακόριζε με τον ματρακά, έβαζε το ανάλογο φυτίλι και πυροδοτούσε τα φουρνέλα, όταν οι εργάτες της βάρδιας τελείωναν την εργασία τους. Αν όμως οι εκρήξεις που είχαν μετρηθεί το προηγούμενο βράδυ ήταν λιγότερες από τα φουρνέλα, που είχαν οπλιστεί, έμπαινε στη γαλαρία για να παροπλίσει εκείνα που δεν είχαν σκάσει.
Συχνός επίσης ήταν και ο εγκλωβισμός των εργατών στις σήραγγες από καταπτώσεις των οροφών υποχωρήσεις των υποστυλωμάτων, οι οποίοι αν δεν απεγκλωβίζονταν έγκαιρα κινδύνευαν να πνιγούν από τα νερά, που μη βρίσκοντας διέξοδο κατέκλυζαν στις στοές.
Οι Αγγλοι είχαν χωροτάξει, οριοθετήσει την περιοχή με τα ρατσιστικά πρότυπα. Όσο και οι δυο βουνοπλαγιές, που όριζαν την κοιλάδα, ξάνοιγαν και κατέληγαν στο ακρογιάλι, τόσα τα χρίσματα που εξυπηρετούσαν τις οικιστικές ανάγκες των εργαζομένων στην εταιρεία μεγάλωναν και πρόσφεραν περισσότερες ευκολίες στους ενοίκους τους, που με τα κριτήρια των Αγγλων αποτελούσαν μια άλλη τάξη του οικισμού. Από μαχαλά σε μαχαλά, είχαν προβλέψει την ανάλογη απόσταση ασφαλείας και ξεκαθαρισμένη οριοθέτηση.
Το οικιστικό συγκρότημα του κάτω μαχαλά, στέγαζε τις οικογένειες ανθρώπων που είχαν κάποιο μικρό πόστο στην εταιρεία: εργοδηγούς, αρχιτεχνίτες, υπαλλήλους. Αυτή η κατηγορία των εργαζομένων, είχε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό εξασφαλισμένη τη μονιμότητα στη δουλειά και υποφερτές αποδοχές. Κάποιοι από αυτούς, ήξεραν γράμματα και ήταν για τους υπόλοιπους αγράμματους εργάτες ένα παράθυρο στον κόσμο.
Για να συμπληρωθεί η εικόνα της ρατσιστικής κοινότητας έπρεπε να αφήσουμε το ανήλιαγο και σκοτεινό φαράγγι και να βγούμε στο φως της μέρας που άπλετο ξεχύνονταν στην άκρη της θάλασσας. Εκεί πάνω σε μια πανοραμική εξέδρα, που διαμορφωνόταν από το απότομο σκύψιμο της βουνοπλαγιάς, διαμορφώνονταν τα σπίτια των αποικιοκρατών με παραδεισένιους κήπους, με γήπεδα τένις, με αίθουσες μπιλιάρδων με υπηρέτες, αντίφαση με ανήλιαγη κοιλάδα και τους ντόπιους ιθαγενείς.
Λίγο πριν απ' τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι εργασίες για την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων είχαν άριστα αποτελέσματα και οι Αγγλοι προχώρησαν στη διαδικασία ανανέωσης του χρόνου μίσθωσης της περιοχής που ήταν μοναστηριακή περιουσία.
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την κατάρρευση του μετώπου, οι Αγγλοι φεύγουν και η εταιρεία παύει να λειτουργεί. Όμως όπως ήταν φυσικό, οι Γερμανοί δεν ξεκίνησαν την παραγωγή του μεταλλεύματος, ούτε καν ασχολήθηκαν με την καμίνευση του εξορυγμένου μεταλλεύματος που υπήρχε, αλλά προτίμησαν τη διαλογή και φόρτωση επεξεργασμένου προϊόντος που δεν είχαν προλάβει να φορτώσουν οι Εγγλέζοι. Πολλοί όμως από τους εργαζόμενους συνέχιζαν να κατοικούν στα καταλύματα του κάτω μαχαλά της κοιλάδας προσμένοντας τη μελλοντική επαναλειτουργία της Εταιρείας. Στα χρόνια της σκλαβιάς εξωράισαν το περιβάλλον γύρω τους και επιβίωσαν ψαρεύοντας και καλλιεργώντας τα μικρά περιβόλια που είχαν αυτά τα σπίτια. Γι' αυτό το κομμάτι εκείνο της κοιλάδας ήταν καταπράσινο από τα λαχανικά και από τα οπωροφόρα δέντρα που είχαν φυτέψει.
Αλλη βιομηχανική μονάδα εκμετάλλευσης του ίδιου ορυκτού δημιουργήθηκε στα 1913 στην παραλιακή θέση της Λίμνης, τον «Βοριά το Ρέμα», πριν τα Κατούνια. Εκεί κτίσθηκε μεγάλη καμινάδα για το ψήσιμο του λευκόλιθου και λειτουργούσε σύστημα «εναέριου» σιδηροδρόμου για τη μεταφορά του μεταλλεύματος από την Ψηλή Ράχη. Απασχολούσε περίπου 350 άτομα. Τέλος από Λιμνιώτες δημιουργήθηκε αργότερα μικρή εγκατάσταση εκμετάλλευσης, κυρίως των Λευκολίθων που βρίσκονταν κοντά στην πόλη, στην παραλιακή τοποθεσία «κρινή Βρίζα».
Αναστασίου Κατερίνα Γεωργατζής Δαυίδ Γεωργίου Αθανάσιος Γουρνή Δέσποινα Ζαχαράκη Τριανταφυλλιά Καπετάνιου Αθηνά
|