Για την περιοχή των Πρεσπών θα μπορούσα να γράψω δεκάδες πράγματα τα οποία μου κίνησαν το ενδιάφερον και που μου έκαναν εντύπωση. Επισκέφθηκα πολλά μέρη και ήρθα σε επαφή με πρωτόγνωρα πράγματα για μένα. Είδα εκκλησίες χτισμένες πριν από αιώνες, κτίρια κατασκευασμένα κατάλληλα έτσι ώστε να προσαρμόζονται με τις συνθήκες ζωής των αγροτών-κτηνοτρόφων Πρεσπιωτών, ή ακόμα και τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του τοπικού τσίπουρου.
Είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω πελεκάνους να βουτούν για να τραφούν και τη συνεργασία τους με μικρότερα πουλιά με τα οποία συνυπάρχουν αρμονικά. Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ τον όμορφο φαντάρο με τον οποίο συνομίλησα στο απομονωμένο από τον κόσμο φυλάκιο τοποθετημένο σε μια περιοχή ανάμεσα στη μικρή και στη μεγάλη Πρέσπα. Ήταν μόλις δυο μήνες εκεί και αδημονούσε να φύγει, να πάει κάπου όπου θα ήταν λιγότερο ξεκομμένος και θα ένιωθε και ο ίδιος καλύτερα.
Η άτονη ζωή στο φυλάκιο τον έκανε να δυσανασχετεί, όμως όχι επειδή ήταν χωρίς ενδιαφέρον. Ο φαντάρος ήταν Αλβανικής καταγωγής βέβαια γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα, όμως το γεγονός ότι φύλαγε τα σύνορα από συμπατριώτες του σίγουρα τον έκανε να νιώθει εξαιρετικά άβολα. Τόσο πολύ που όταν τον ρωτήσαμε την καταγωγή του δεν ήθελε να μας πει. Οι Πρεσπιώτες, όμως είπε και μια γριούλα, δεν είχαν κανένα πρόβλημα μαζί τους, πίστευαν αντίθετα ότι «όλοι από την ίδια ράτσα είμαστε». Οι Αλβανοί μόνοι τους χαλάνε την εικόνα τους ταράζοντας τους τα ήσυχα νερά μια στο τόσο. Πάντως, μετά από τη συνομιλία μας μαζί του ένα πράγμα σκεφτόμουν ότι είχα μόλις γνωρίσει έναν πολύ συμπαθή νέο, όχι ένα ενοχλητικό Αλβανό.
Αλεξίου Σταυρούλα
|