1. Το πρώτο και σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της Χαλκίδας είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η μελέτη της οποίας δυσκόλεψε πολύ τους ερευνητές λόγω της έλλειψης συστηματικής ανασκαφής, της ασάφειας των πηγών αλλά και της ύπαρξης πολλών μερών του ναού διαφορετικής χρονολογίας.
α. Ιστορικά: Ένα από τα παλαιότερα μνημεία της πόλης μας είναι η «Ξυλόστεγος Βασιλική» της Αγίας Παρασκευής. Είναι η ίδια εκκλησία που κατά τα βυζαντινά χρόνια την τιμούσαν ως εκκλησία της Παναγίας της Περιβλέπτου, πολιούχου της Χαλκίδας. Τμήμα της γκρεμίστηκε από τους Φράγκους, οι οποίοι επέκτειναν και διακόσμησαν την εκκλησία, διατηρώντας τη λατρεία της Παναγίας και τα αρχαϊκά πέτρινα κοσμήματα. Αργότερα οι Βενετσιάνοι την ανακαίνισαν σε ρυθμό δυτικό και τη δώσανε στο Λατίνο Πατριάρχη ως εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας. Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι την μετέτρεψαν σε τζαμί, σκεπάζοντας με ασβεστοκονίαμα τα κιονόκρανα και τις τοιχογραφίες και προσθέτοντας μερικά ασήμαντα κτίσματα, ευτυχώς χωρίς να επιφέρουν στο ναό ριζική ή ανεπανόρθωτη ζημιά.
β. Αρχιτεκτονική: Οι σημερινές διαστάσεις του ναού είναι 40 μ. μήκος, 22 μ. πλάτος και 21 μ. ύψος. Η ξυλόστεγη αυτή βασιλική διαιρείται σε τρία κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι υπερυψωμένο, με δύο τοξωτές κιονοστοιχίες που η κάθε μία έχει τέσσερις κίονες κι ένα πεσσό. Δεξιά και αριστερά του Ιερού υπάρχουν το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας και το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου αντίστοιχα, κάτω από τα οποία έχουν ταφεί Ενετοί ηγεμόνες.
Το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου δεν καταλαμβάνει όλο το χώρο, γιατί ακριβώς πίσω από αυτό βρίσκεται το καμπαναριό. Οι διαστάσεις του είναι μικρές και χαρακτηρίζεται από τη δυτική τέχνη. Οξυκόρυφα τόξα που καταλήγουν σε δίδυμους μικρούς κίονες διακοσμούν τους τοίχους του, ενώ η οροφή του καλύπτεται από σταυρωτούς θόλους με εξέχουσες νευρώσεις, που καταλήγουν σε γλυπτά κοσμήματα στα οποία παριστάνονται εικόνες από φύλλα και σταφύλια αμπέλου πλεγμένα σε αλυσίδα. Στο παρεκκλήσι αυτό επίσης φυλάγεται μία επιτάφια πλάκα του 14ου αιώνα με το οικόσημο του ηγεμόνα Πέτρου Lippomano. Πάνω σ' αυτήν έχει τοποθετηθεί μία γυναικεία προτομή ύψους 93 εκατοστών. Η προτομή αυτή μας δίνει τον τύπο της δεόμενης Θεοτόκου και οι απόψεις σχετικά με την προέλευσή της συγκρούονται (άλλοι μιλούν για ιουστινιάνειο ή ακόμη προ-ιουστινιάνειο γλυπτό και άλλοι για μεσοβυζαντινό).
Το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο και ανάλογα διακοσμημένο. Γλυπτές παραστάσεις αμπέλου και σταφυλιών διακοσμούν τις γωνίες του παρεκκλησίου, ενώ την οροφή του διακοσμούν άνθη και μια κεφαλή λέοντος. Στο εσωτερικό του ναού χαρακτηριστικό είναι το τόξο πάνω από το σημερινό τέμπλο. Το τόξο είναι οξυκόρυφο, δίζωνο και καταλήγει σε κεφάλι λέοντος. Η εξωτερική ζώνη του καλύπτεται από γλυπτές μορφές ανθρώπων, αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε αν πρόκειται για εκκλησιαστικές μορφές ή είναι απλός διάκοσμος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν οι κίονες και τα κιονόκρανα. Από τους δέκα συνολικά κίονες οι δύο βρίσκονται έξω από το ναό κοντά στην είσοδο. Τα κιονόκρανά τους είναι ιωνικού ρυθμού και φέρνουν πάνω τους ανάγλυφο το μονόγραμμα του Χριστού. Τα δύο κιονόκρανα πριν το ιερό είναι εξαιρετικής τέχνης δίζωνα.
γ. Χρονολογική τοποθέτηση του ναού: Η χρονολογική τοποθέτηση του ναού είναι πολύ δύσκολη. Αν και πολλοί επιστήμονες ασχολήθηκαν μ' αυτό το μνημείο, δεν έχουμε σαφείς απαντήσεις.
Ο πρώτος που ασχολήθηκε με το πρόβλημα αυτό ήταν ο A. Buchon, σύμφωνα με τη γνώμη του οποίου η Αγία Παρασκευή ήταν Φραγκικής προέλευσης. Αργότερα ο Γ. Λαμπάκης υποστήριξε ότι η Αγία Παρασκευή είναι παλαιοχριστιανικό μνημείο, ενώ μέρος του έχει μετασκευαστεί από τους Φράγκους τον 13ο αι.
Σύμφωνα με τη γνώμη του J. Strzygowski ο ναός είναι οικοδόμημα παλαιοχριστιανικό και μάλιστα ιουστινιάνειο μνημείο.
Ο Μ. Γιαννόπουλος εκφέρει την ίδια γνώμη, αλλά μιλάει και για μια μεσοβυζαντινή φάση.
Ο Ν. Καλογερόπουλος ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα και τοποθετεί το αρχικό χτίσιμο του ναού στην εποχή του Θεοδοσίου. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο ναός καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς και ξαναχτίστηκε από τους Φράγκους.
Ο Γ. Σωτηρίου ισχυρίστηκε ότι ο ναός ανήκει στα τέλη του 5ου αιώνα, όπως μαρτυρούν τα γλυπτά του.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, παρά την ύπαρξη δυσκολιών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ναός της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας είναι Παλαιοχριστιανικό κτίσμα, το οποίο όμως δέχτηκε τροποποιήσεις και προσθήκες κατά τη μεσοβυζαντινή και φράγκικη περίοδο. Το καμπαναριό πάντως του ναού είναι οπωσδήποτε Ενετικό κτίσμα.
Ο ναός της Αγίας Παρασκευής έχει μεγάλη αρχαιολογική αξία. Κίονες, γλυπτά, πανάρχαιες επιγραφές κι αυτός ο ίδιος ο σωζόμενος ναός είναι ένα ακέραιο σημαντικότατο μνημείο της Ελλάδας. Ταυτόχρονα για κάθε Χριστιανό και για κάθε Ευβοιώτη, η Αγία Παρασκευή είναι η προστάτιδα της Χαλκίδας, της οποίας κάθε χρόνο στις 26 Ιουλίου τιμάται πανηγυρικά η μνήμη.
2. Το επόμενο μνημείο που αναφέρεται από τους ερευνητές, αν και δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένη η χρονολόγησή του, είναι οι «κατακόμβες» του Αγίου Ιωάννου και της Αγίας Κυριακής που βρίσκονται στο χώρο του νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννου. Σύμφωνα με τους μελετητές ήταν ή δεξαμενές ή τάφοι, ή, το πιθανότερο, χριστιανικές κατακόμβες, ή ακόμα αποθήκες σιτηρών ή υδραγωγεία.
3. Μια άλλη ομάδα μνημείων είναι οι βυζαντινοί τάφοι που έχουν ανασκαφεί στην περιοχή της Χαλκίδας. Ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με τους χριστιανικούς τάφους στην περιοχή ήταν ο Γ. Παπαβασιλείου. Οι περισσότεροι είναι κεραμοσκεπείς ή θολωτοί, χωρίς λάρνακα ή ακόμη και άστεγοι. Συχνά συναντώνται σ' αυτούς αναχρησιμοποιημένες αρχαίες πλάκες, ενώ τα πιο συχνά ευρήματα αυτής της ομάδας μνημείων είναι λυχνάρια με παλαιοχριστιανικό διάκοσμο και αγγεία της εποχής.
4. Αλλα μνημεία είναι τα γλυπτά που αποτελούσαν κυρίως τμήματα του διακόσμου των εκκλησιών. Πρόκειται κυρίως για κιονόκρανα κορινθιακού τύπου ή ακόμη ιωνικού - τα περισσότερα από τα οποία συναντάμε και σήμερα στο ναό της Αγίας Παρασκευής -, για βάσεις κιόνων ή κίονες, επιστύλια, θωράκια, διάστυλα και μια βάση Αγίας Τράπεζας. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται στο μουσείο της Χαλκίδας, αλλά και πολλά άλλα είναι εντοιχισμένα σε ιδιωτικές οικίες της πόλης. Για πολλά από αυτά τα γλυπτά είναι δύσκολη η σαφής χρονολόγηση και κάποια πιθανά ανήκουν στην υστεροβυζαντινή περίοδο, δηλαδή αυτή της φραγκοκρατίας.
5. Αλλο βυζαντινό μνημείο που αναφέρεται είναι η επιγραφή του πρωτοσπαθάριου Θεοφύλακτου του τέλους του 9ου αι. που μιλά για την επισκευή του παραλιακού δρόμου προς την Ερέτρια.
6. Οι ερευνητές έχουν επίσης πολλές ενδείξεις για την ύπαρξη βυζαντινών ναών σε διάφορα σημεία της πόλης, οι οποίοι όμως δεν έχουν ανασκαφεί και μελετηθεί συστηματικά και παραμένουν αταύτιστοι. Υπάρχουν έτσι ενδείξεις για ύπαρξη βυζαντινού ναού στην Αγορά, ενώ και ο σημερινός ναός του Αγ. Δημητρίου είναι κτισμένος στη θέση βυζαντινού ναού και ο ναός του Αγ. Νικολάου, που κτίστηκε το 1894 πάνω σε ερείπια τούρκικου τζαμιού, είναι κτισμένος στη θέση παλιότερου, πιθανά βυζαντινού, ναού.
Αλλοι ναοί που αναφέρονται από τους ερευνητές και ανήκουν πιθανά είτε στις πρώτες βυζαντινές περιόδους είτε στην περίοδο της Φραγκοκρατίας είναι ο ναός του Αγ. Μάρκου που αναφέρεται σαν μικρό εκκλησάκι σε επιγραφή του 1273 με κτήτορες την οικογένεια Μηλιάνη, ο ναός των Αγίων Αποστόλων που ήταν στην παραλία του Βούρκου, ο Αγιος Φραγκίσκος που πολλοί τον ταυτίζουν με το σημερινό τζαμί, οι ναοί του Αγ. Φιλίππου, του Αγ. Γεωργίου, της Μονής Φραγκισκανών και του Δυτικού Δόγματος - όπου έγινε κοινή λειτουργία Ορθοδόξων και Καθολικών μετά τη Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας το 1438 - κ.ά.
Παλιό βυζαντινό μοναστήρι πρέπει να υπήρχε στον λόφο «Βελή-Μπαμπά» που αναφέρεται στην Αλωση του 1470. Αργότερα αποτέλεσε τούρκικη εξοχική κατοικία, ενώ μέχρι τις αρχές του αιώνα μας υπήρχε εκεί τεκές. Το 1969 εξαφανίστηκαν τα ίχνη του, μέσα στη γενικότερη τάση αφανισμού των παλιότερων μνημείων.
7. Ένα σημαντικότατο βυζαντινό μνημείο που βρίσκεται στη γύρω από την Χαλκίδα περιοχή είναι το καθολικό της Μονής του Αγ. Γεωργίου του Αρμά, που βρίσκεται 8 περίπου χλμ έξω από το χωριό Φύλλα.
Σήμερα, απ' το παλιό μοναστήρι σε καλή κατάσταση σώζεται μόνο το καθολικό που αποτελείται απ' το νάρθηκα και τον κυρίως ναό.
Ο κυρίως ναός ανήκει στην κατηγορία των εγγεγραμμένων σταυροειδών με τρούλο. Ο τύπος αυτός λέγεται και σύνθετος τετρακίονος ή Κωνσταντινοπολίτικος. Τέτοιους ναούς βρίσκουμε και σε άλλα μέρη της Εύβοιας, όπως στην Αγία Τριάδα κοντά στα Ψαχνά και στο καθολικό της μονής Περιβλέπτου στα Πολιτικά. Σαν σχέδιο ανήκει στον 10ο αι. Τα χρησιμοποιηθέντα υλικά όμως ανήκουν στον 13ο ή 14ο αι., αλλά ο ναός κτίσθηκε πάνω σε άλλο χριστιανικό ναό που κι αυτός ήταν χτισμένος πάνω σε αρχαίο ειδωλολατρικό ναό.
Αργότερα κτίσθηκε ο προνάρθηκας και τον 17ο αι. ο σημερινός νάρθηκας, όπως φαίνεται και σε επιγραφή που υπάρχει στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου.
Ο ναός έχει τρούλο στηριγμένο σε τέσσερις κίονες. Αυτοί, όπως και άλλο υλικό του ναού π.χ. τα ιωνικά κιονόκρανα, προέρχονται απ' τον αρχαίο ναό. Ο τρούλος δεν διασώθηκε στη αρχική του μορφή και δυστυχώς σήμερα είναι σκεπασμένος με τσιμέντο.
Ανατολικά υπάρχει το τριμερές ιερό με τρεις τρίπλευρες εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά αψίδες. Το εσωτερικό του ναού είναι ένα ωραιότατο παράδειγμα κατασκευαστικής τελειότητας, παρά το γεγονός ότι δεν σώζεται σήμερα ζωγραφικός διάκοσμος.
Στην εξωτερική ανατολική κυρίως πλευρά του ναού εκτός απ' το πλινθοπερίβλητο σύστημα της οικοδομής χρησιμοποιήθηκαν πολλά διακοσμητικά στοιχεία, όπως πώρινες πλάκες, ανάγλυφα δενδρύλλια, πολύφυλλοι ρόδακες κ.ά..
Στη βόρεια και νότια πλευρά του ναού υπάρχει ένα χαρακτηριστικό «θρανίο» -όμοιό του υπάρχει και στο ναό της Αγίας Θέκλας Ευβοίας και του Αγίου Νικολάου Βάθειας- το οποίο ήταν κτηριολογικό στοιχείο των μικρών ναών των αγροτικών κυρίως περιοχών, ιδιαιτέρως δε των Κυκλάδων κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους και τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Τα διασωθέντα γλυπτά του ναού είναι:
α) μία μαρμάρινη πλάκα με σχέδια Παλαιοχριστιανικής τέχνης η οποία χρησιμοποιήθηκε και σαν Αγία Τράπεζα.
β) το επιστύλιο στη μεσαία κόγχη του ιερού το οποίο είναι διακοσμημένο από μία σειρά μικρών τόξων κάτω από τα οποία είναι σχηματισμένο ένα φύλλο ακάνθης (όμοια επιστύλια υπάρχουν στον Όσιο Λουκά Λειβαδιάς, στη Μητρόπολη του Μιστρά, στην Ανδρο, στη Ρόδο, στη Σμύρνη και αλλού).
γ) ένα τμήμα εντοιχισμένης ανάγλυφης πλάκας στο βόρειο τοίχο της κεντρικής κόγχης του ιερού, στην οποία εικονίζονται φανταστικά φτερωτά ζώα (παρόμοιες παραστάσεις συναντάμε στην Παναγία την Παρηγορήτισσα, στη Μονή Βλαχερνών, στη Θήβα, στη Σμύρνη κ.α.).
δ) πάνω απ' το επιστύλιο υπάρχει εντοιχισμένο τμήμα μαρμάρινης επιτύμβιας στήλης στην οποία εικονίζεται γλυπτό εξαιρετικής τέχνης.
Ο κυρίως ναός ήταν μάλλον γεμάτος τοιχογραφίες, μικρά δείγματα των οποίων σώζονται στο νότιο τοίχο: φαίνονται δύο πολύ εκφραστικά κεφάλια μάλλον του Χριστού και μαθητή του. Στο εσωτερικό του δυτικού τοίχου υπάρχουν σκηνές από το Γολγοθά (ο Χριστός σταυρωμένος και έχοντας ήδη παραδώσει το πνεύμα του).
Στον νάρθηκα υπάρχουν αρκετές διασωθείσες παραστάσεις, όπως η παράσταση «Πάσα Πνοή» με το Χριστό στο θρόνο του να ευλογεί και γύρω του όλες τις ουράνιες δυνάμεις, τον ήλιο, τη σελήνη, τους αστερισμούς, ζώα και ανθρώπους, παράσταση με το θαύμα του Χριστού στη λίμνη Γεννησαρέτ, της συνάντησης του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ, της Μεσοπεντηκοστής, του θαύματος της ίασης του παράλυτου, το «Χαίρε» των μυροφόρων, της ψηλάφησης του Θωμά και της ίασης του τυφλού. Επίσης υπάρχουν δεκατρείς παραστάσεις που έχουν ως θέμα τους τα μαρτύρια του Αγίου Γεωργίου. Παραστάσεις των μαρτυρίων του Αγίου Γεωργίου υπάρχουν και στον Αγιο Γεώργιο του Stupovi της Σερβίας, σε μία ρωσική εικόνα του 13ου αι. και σε δύο εικόνες της Μονής του Σινά.
Στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου σώζεται μια εντοιχισμένη επιγραφή με μικρό αέτωμα που μας δίνει τη χρονολογία της προσθήκης του νάρθηκα. Σύμφωνα με την επιγραφή ο ναός του Αγίου Γεωργίου τελείωσε επί των ημερών του Ιερομονάχου Ανθιμου το Μάιο του 1637 (Λιάπης, 1971) (από λάθος ανάγνωση του πιο πιθανού "Ιρμε" πήρε το όνομα «Αρμάς» μαζί με τόσα άλλα, όπως Αγριδιανός, Διασορείτης, Καταδότης, Πεζόστρατος, Κητοκτόνος, Κώδωνας κ.ά.).
Κατά την Τουρκοκρατία το μοναστήρι υπήρξε πνευματικό κέντρο της περιοχής και από αυτό εξόρμησε ο αγωνιστής της επανάστασης του 1821, Καρύστου Νεόφυτος.
Η Μονή διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση και τα κτήματά της πέρασαν στα χέρια των κατοίκων της γύρω περιοχής παρά τις προσπάθειες των λίγων μοναχών.
Τέλος πρέπει να πούμε ότι στη Χαλκίδα υπάρχουν πολλά ακόμη βυζαντινά μνημεία, για τα οποία όμως τα στοιχεία είναι ελάχιστα. Χρειάζεται να γίνουν ανασκαφές και περισσότερες μελέτες, όχι όπως σημειώνει ο γνωστός Ευβοέας ερευνητής Δ. Τριανταφυλλόπουλος, για να διεκδικήσει η Χαλκίδα τον τίτλο του μεγάλου καλλιτεχνικού κέντρου στη βυζαντινή περίοδο, αλλά σε ένδειξη αγάπης και σεβασμού στη γνήσια παράδοση του τόπου μας...
|