«Κάθε Δευτέρα γίνεται παζάρι στη Χαλκίδα και μαζεύεται κόσμος πολύς απ' το νησί και από τη Βοιωτία, για τούτο βρίσκει κανένας μπόλικα φρούτα και κάθε φαγώσιμο σε φτηνή τιμή. Τ' αρνί έχει μια δεκάρα η λίβρα, το τραγίσιο έξι δηνάρια, τρία άσπρα ένα κροντήρι κρασί [...Απάνου στο κατάγιαλο είναι δυο μύλοι ρωμαϊκοί...».
Ο Αγγλος στρατιωτικός και γεωγράφος Ουίλλιαμ Μάρτιν Λην βρίσκεται στη Χαλκίδα το Δεκέμβριο του 1805.
«Σ' αυτό το φρικτό τόπο, λέει, δεν υπάρχει καμία εγγύηση για ασφάλεια» και τούτη η φράση περιγράφει καθαρά τη θλιβερή θέση των Χριστιανών της Εύβοιας. Οι Έλληνες της Χαλκίδας ήταν οι οικτρότεροι ραγιάδες. Η γη ανήκε στους Τούρκους, λαός βάναυσος, βάρβαρος και σκληρός, με την ψυχολογία του ανατολίτη δυνατού αφέντη καθώς ήταν, άφηναν την ασυδοσία τους να ξετυλίγεται χωρίς όριο, καταλύοντας κάθε έννοια δικαιοσύνης.
Ο Τζων Χομωχάουζ μέλος του φιλελληνικού κομιτάτου ήρθε στη Χαλκίδα τους πρώτους μήνες του 1810. Δίνει αρκετά στοιχεία σχετικά με τη γενική εικόνα της πρωτεύουσας του Νεγρεπόντε με τον πετρόχτιστο πύργο που ήταν στεριωμένος στο μέσο του πορθμού. Μιλά για τη βρώμικη τουρκόπολη του Κάστρου σε αντίθεση με το προάστιο που έμεναν οι χριστιανοί και εκφράζεται πολύ παραστατικά για την αγριότητα των Τούρκων της Εύβοιας.
Δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως ούτε νερό. Οι κάτοικοι περπατούσαν καμιά φορά μέχρι την Αρέθουσα για να γεμίσουν τις στάμνες. Κατέφθανε όμως ο νερουλάς Φλόκος ο οποίος πουλούσε για λίγες δεκάρες νερό που το έφερνε με τα βαρέλια πάνω σε κάρο. Μόλις εμφανιζόταν ο Φλόκος ο κόσμος έτρεχε με τους ντενεκέδες «πατείς με πατώ σε» και όπως πάντα δεν έλειπαν οι καυγάδες για τη σειρά προτεραιότητας.
Στη γωνία του Κανελλόπουλου υπήρχε ένα πηγάδι απ' το οποίο οι γυναίκες έπαιρναν νερό για τη λάτρα του σπιτιού (δεν ήταν πόσιμο).
Αργότερα γύρω στο '40, ήρθε το ηλεκτρικό και έτσι σιγά-σιγά οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν. Οι περισσότεροι κάτοικοι έφτιαξαν μικρές βάρκες και ζούσαν με το ψάρεμα. Αλλοι πρόσφεραν χειρωνακτική εργασία σε διάφορους ντόπιους και έπαιρναν μεροκάματο «τέσσερα ψωμιά». Ο Θανάσης Τσατάλμπασης άνοιξε φούρνο. Ο Σωκράτης Καράβας είχε ένα απ' τα πρώτα μπακάλικα της συνοικίας αλλά παράλληλα ασχολείτο με το εμπόριο ψαριών. (Αργότερα το μπακάλικο έγινε ζυθεστιατόριο, μετά καφενείο και αργότερα λειτουργεί πάλι σαν μπακάλικο).
Επίσης μπακάλικο άνοιξε ο Αλατάς και επί της Ησιόδου ο Δούκας. Ο Στεφανής άνοιξε το ουζάδικο στον παραλιακό δρόμο, στο σπίτι της οικογένειας Ταραμά. Εκεί μαζεύονταν όλοι οι άνδρες, αν και το μέρος ήταν προχειροφτιαγμένο και φτωχικό. Σ' αυτή την περιοχή, κοντά στη γέφυρα, υπήρχε και η παλιά παράγκα του Δήμου όπου οι αρμόδιοι υπάλληλοι εφάρμοζαν τα «διαπύλια τέλη» (πρόκειται για τα σχετικά διόδια των οχημάτων). Οι υπάλληλοι εκείνοι φρόντιζαν να ελέγχουν όλα τα είδη των εμπορευμάτων που έμπαιναν στην πόλη - αγροτικά κ.ά και να εισπράττουν τον ανάλογο δημοτικό φόρο. Το καθημερινό εμπόρευμα ήταν το γάλα που το έφερναν οι Χαλιώτες για να το πουλήσουν στη Χαλκίδα μέσα σε κάδους φορτωμένους σε γαϊδουράκια. Οι υπάλληλοι εξέταζαν το γάλα προσεκτικά κι αν καμιά φορά το εύρισκαν νερωμένο, το άδειαζαν στη θάλασσα απ' τη γέφυρα.
Αργότερα ο Δήμος παραχώρησε ισόγειο κτίριο και έφτιαξαν το σημερινό Λιμεναρχείο.
|