Ένα απ' τα μεγάλα έργα που ήταν το πρόγραμμα της αναδημιουργίας του νεογέννητου Ελληνικού Κράτους ήταν η κατασκευή μιας συγχρονισμένης κινητής γέφυρας στη Χαλκίδα κι η εκβάθυνση του στενού του Ευρίπου για να μπορούν να περνοδιαβαίνουν και τα μεγάλα καράβια.
Αφού μελετήθηκε το έργο τεχνικά κι οικονομικά στα 1854 το αποφάσισε ο πρωθυπουργός Α. Μαυροκορδάτος «Όστις ως καλός κυβερνήτης κατενόησε την μεγάλην αυτού σημασίαν».
Το κινητό μέρος της γέφυρας το είχαν παραγγείλει στη Γαλλία και θα το τοποθετούσαν Γάλλοι τεχνίτες. Το άλλο το σταθερό, το φτιάχναν επί τόπου Έλληνες.
Το έργο προχωρούσε με γρήγορο ρυθμό.
Στο τέλος Αυγούστου ο πορθμός ήταν έτοιμος και απ' τις 12 του Σεπτέμβρη 1858 θα μπορούσαν τα καράβια να περνοδιαβαίνουν.
Στις 13 Νοεμβρίου η κυβέρνηση άλλαξε κι έγινε πρωθυπουργός ο Θανάσης Μιαούλης, στενός φίλος του Παπαηλιόπουλου. Θέλησε λοιπόν ο καινούριος πρωθυπουργός να δώσει στα εγκαίνια του έργου, όσο μπορούσε πιο πολλή επισημότητα, για να ικανοποιήσει και τον πρωτεργάτη φίλο του νομάρχη. Μίλησε για το ζήτημα αυτό στον Όθωνα. Κι ο πρωθυπουργός με γράμμα του έφερε σε γνώση του Νομάρχη ότι «η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς, όταν μεταβεί εις Χαλκίδα δια το άνοιγμα της γέφυρας του πορθμού, θέλει να καταλύσει εις την οικίαν του κυρίου Αβέρωφ».
Τα εγκαίνια δύο φορές αναβλήθηκαν. Τα περιστατικά της αναβολής είναι δανεισμένα από το βιβλίο της Πηνελόπης Λιδωρίκη -κυρίας των τιμών της Αμαλίας- αντιγράφοντας τα πιο ενδιαφέροντα: «Βάσκανος οφθαλμός επαιωρειται ημών. Ουδέποτε υπήρξαν τοιαύται εναντιότητες της τύχης. Επρόκειτο να γίνωσι τα εγκαίνια του πορθμού του Ευρίπου, όπου περιστροφική γέφυρα εστήθη, θαυμασίως κατασκευασθείσα. Απεφασίσθη όθεν παρά του βασιλέως να γίνωσι τα εγκαίνια μετά πολλής επισημότητας, παρούσης όλης της αυλής, του Πρωθυπουργού και του υπουργού των εσωτερικών, και ανωτέρων στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων, όθεν οι αξιωματικοί και ανώτεροι πολιτικοί ανεχώρησαν δια της τακτικής οδού δια θαλάσσης, οι δε βασιλείς μετά της Αυλής και του πρωθυπουργού έφιπποι μέχρι τινός και εκείθεν δια της βασιλικής θαλαμηγού εις Χαλκίδα. Αλλά ο ίππος του Βασιλέως και των πλείστων της ακολουθίας, παραδόξως πως ασθενούσι καθ' οδόν, και επιστρέφομεν αδόξως οίκοι. Μετά τέσσερας ημέρας αναχωρούμεν διαμαξών μέχρι Π... (Πορτοράφτη) και εκείθεν η θαλαμηγός ήδη αναμένουσα θα μας έφερεν εις Χαλκίδα, αλλά πλήρες ναυάγιον είχομεν εν των λιμένι... Μέχρι του Χωριού Μαρκοπούλου ο καιρός διετηρείτο λαμπρός, κατόπιν όμως σφοδρότατος άνεμος ήρχισε να πνέει και φθάσαντες, μετά μεγάλης δυσκολίας εισήλθομεν εις τας λέμβους, της τρικυμίας ήδη ακμάζουσης, Εν τω ατμοπλοίω αδύνατον να κρατηθώμεν ορθοί, η βασίλισσα υπέφερε δεινώς εκ της θαλάσσης. Ο άνεμος εμαίνετο, οι διπλές άγκυρες εις ουδέν ωφέλουν, το πλοίον έτριζεν εκ βάθρων, ο κρότος των αλυσίδων, οι αιμορραγίες των πασχόντων, οι διαταγές μετά στεντωρίας φωνής του πλοιάρχου, ημιβαλκανικές, είχον τι το απαίσιο, και αν ήταν νυξ βεβαίως θα υποθέταμε ότι φτάσαμε εν τω Αδη. Επρόκειτο δε η επιβίβασις εν τω πλοίω να γίνει το απόγευμα, και κατόπιν αυτού να αρθώσιν οι άγκυρες, όθεν εύρομεν παρατεθειμένη την τράπεζαν λαμπρώς^ ο ευγενής πλοίαρχος εκπλήρωσε ταύτην ανθέων, μολονότι ευρισκόμεθα εν τέλει Δεκεμβρίου... Η βασίλισσα και εμείς οι κυρίες κατακλισμένες πέριξ, ατενίζουσαι την τράπεζα, σιωπηλές ως ο Τάνταλος το ύδωρ, ελπίζουσαι, ότι θα κοπάσει το κακόν και θα απολαύσουμε των αγαθών τούτων. Πολλού γε και δει. Μετ' ολίγον τριγμός μέγας ανετίναξε το πλοίον, η τράπεζα ισχυρώς δεμένη δεν ηδύνατο να καταπέσει, αλλά τα επ' αυτής εξεσφενδονίσθησαν εις τον αέραν εκαλύφθημεν υπ' ανθέων και συντριμμάτων κρυστάλλων τα σταφύλια και τα πεπόνια περιέρρεον τα πρόσωπά μας, ευτυχώς, ότι τα μήλα και τα αχλάδια έπιπτον κυλιόμενα επί του δαπέδου, άλλως δεινή συμφορά μας ανέμενεν. Ουδείς των υπηρετών ηδύνατο να μας συντρέξει».
Αφησε να περάσουν τα Χριστούγεννα και κανόνισε ο βασιλιάς να κάνει τα εγκαίνια τα φώτα του 1858. Ο πρωθυπουργός με το γράμμα του ειδοποιούσε τον Παπαηλιόπουλο.
Την άλλη μέρα κιόλας μαθεύτηκε σ' όλη τη Χαλκίδα πως στις 5 Ιανουαρίου - Κυριακή - θα φτάνανε οι βασιλιάδες στην πόλη για να κάνουν τα εγκαίνια ανήμερα των Φώτων. Η προετοιμασία για την υποδοχή άρχισε και μια ασυνήθιστη όψη παρουσίασε η πόλη, που όσο ζύγωναν οι μέρες μεγάλωνε.
Στις 5 Ιανουαρίου όλα πια ήταν έτοιμα. Η Χαλκίδα παρουσίαζε μια πρωτόφαντη γιορταστική όψη.
Στους δύο πύργους της γέφυρας και στα καμπαναριά των εκκλησιών σήκωσαν μεγάλες σημαίες. Στην αποβάθρα στήσανε σημαιοστόλιστη αψίδα. Στην πλατεία κάνανε εξέδρα για την τελετή του αγιασμού κατά τα Θεοφάνια. Τα σπίτια, στα χαγιάτια και στα μπαλκόνια άπλωσαν διάφορα πολύχρωμα κιλίμια και στρωσίδια. Ακόμα και σ' όλα τα ισραηλιτικά σπίτια, γιατί οι Εβραίοι μ' ενθουσιασμό πήραν μέρος στην υποδοχή.
Στο μπαλκόνι του Γαλλικού Προξενίου, αυτό που έβλεπε κατά τη θάλασσα, είχαν βάλει τις εικόνες των βασιλιάδων, στολισμένες με μυρτιές και κυμάτιζαν τρεις σημαίες: η γαλλική, η τουρκική και στη μέση η γαλανόλευκη.
Αλλη πάλι αψίδα είχαν στήσει στη δημοτική πλατεία με τις επιγραφές: «Τοις βασιλεύσι Όθωνι και Αμαλία η ναυτιλία ευγνωμονούσα».
Κάτω απ' την επιγραφή ζωγραφισμένα τα ναυτικά σύμβολα και στο κέντρο γραμμένα αυτά: «Διέρρηξε θάλασσαν και διήγαγεν αυτοίς. Επάταξεν ύδατα και ερρύησαν ύδατα».
Απ' την άλλη μεριά ήταν γραμμένα τα κυριότερα γεγονότα της Εύβοιας κατά το 1821.
Η Χαλκίδα ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο γιατί είχαν συναχτεί κι απ' όλα τα γύρω χωριά, «μ' όλον το ψύχος και την δριμύτητα του πνέοντος ανέμου (μαϊστροτρεμοντάνα)».
Στις 4 το απόγευμα στο κάστρο του Καραμπαμπά σήκωσαν μια κόκκινη σημαιούλα. Μ' αυτή δώσανε σήμα στην αραγμένη γαλέτα του πολεμικού ναυτικού «Ναυτίλος» ότι έφτανε ο βασιλιάς. Με μιας, ο κυβερνήτης του πρόσταξε τιμητικές κανονιές.
Όλος ο συναγμένος στο μουράγιο κόσμος τράβηξε και συνάχτηκε κατά τη γέφυρα.
Ο Νομάρχης με την επιτροπή και με άλλους επίσημους, μπαρκάρανε στο ατμοκίνητο «Βελισσάριος» και τραβήξανε να συναντήσουν το βασιλιά στο Μπούρτζι «προς το εξώκαστρον».
Η χωροφυλακή κι ο στρατός είχε παραταχθεί έξω από τη γέφυρα από τη μεριά της Βοιωτίας. Εκεί είχε στήσει κι άλλη αψίδα κι απέναντί της, σε σχήμα πυραμίδας όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για τα έργα.
Με κανονιές, καμπάνες και ζητωκραυγές δέχτηκαν οι Χαλκιδαίοι του Όθωνα και την Αμαλία.
Σαν φτάσανε στην αρχή της γέφυρας, παρουσιάστηκε ο φρούραρχος βαστώντας μέσα σ' ασημένιο δίσκο τα κλειδιά του κάστρου. Κατά το παλιό έθιμο τα πρόσφερε στον βασιλιά. Αυτός δεν τα πήρε, αλλά τα εμπιστεύθηκε και πάλι στο φρούραρχο.
Η βασιλική πομπή πέρασε τη γέφυρα, που την φώτιζαν πολύχρωμα βεγγαλικά. Από κει πήραν δρόμο για τη μητρόπολη του Αϊ-Δημήτρη. Στο δρόμο είχαν παραταχθεί οι μαθητές. Δυο ασπροντυμένες μαθήτριες πρόσφεραν στους βασιλιάδες στεφάνια.
Στην επισκοπή απ' έξω, ο δεσπότης Χαλκίδας Καλλίνικος με άλλους δυο δεσπότες, των Θηβών και Λιβαδειάς Αβράμιο και της Καρύστου Μακάριο και μ' όλο τον κλήρο πρόσμενε τους βασιλιάδες.
Η βασίλισσα δεν είχε εννοήσει την αλλαγή του καιρού και ήρθε προς το παράθυρο. Το θέαμα ήταν κωμικοτραγικό. Η ακολουθία των ανδρών του βασιλιά, υπασπιστές και υπουργοί εκτός του αυλάρχου, είχαν περάσει την νύχτα στα γύρω σπίτια γιατί δεν υπήρχε θέση γι' αυτούς στο σπίτι Αβέρωφ και φιλοξενήθηκαν από τους κατοίκους. Ο ένας μετά τον άλλο έφταναν το πρωί, για να πάρουν διαταγές, οι μανδύες τους αρπάζονταν από τον άνεμο, που γινόταν ολοένα σφοδρότερος, το χιόνι τους τύφλωνε, οι γέροντες υπασπιστές μη έχοντας ιδέαν ότι η βασίλισσα ήταν στο παράθυρο, βλασφημούσαν ζωηρά και οι χειρονομίες τους έδειχναν την αγανάκτησίν τους κατά του βασιλέα.
Οι κυρίες έρχονται υποβασταζόμενες από τους συζύγους τους, για την παρουσίασιν και περιτυλιγμένες στους μανδύες τους οι μετάξινες εσθήτες ελεεινές, τα μαλλιά τους σε αταξία, άμαξες εκεί δεν υπήρχαν. Η φωτιά των μαγειρίων έσβηνε από το χιόνι, που έμπαινε από την καπνοδόχον και γινόταν ρυάκι, οι Γερμανοί μάγειροι κλαψύρονταν ότι το γεύμα θα αποτύχει και τα γλυκίσματα δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι τους κλιβάνους της πόλεως για να ψηθούν.
Το χιόνι κι ο δυνατός αέρας εμπόδισαν τους βασιλιάδες να πάνε στην εκκλησία το πρωί και να παρακολουθήσουν τη λειτουργία των φώτων. Πήγαν όμως ύστερα στην τελετή που έγινε στη δημοτική πλατεία για να αγιάσουν τα νερά.
Γρήγορα, γρήγορα ξαναγύρισαν στο αρχοντικό Αβέρωφ.
- Πυρκαγιά!... Φωτιά!...
Το αρχοντικό γέμισε καπνό κι απ' το μεγάλο τζάκι του μαγειρείου πετούσαν φλόγες και καπνοί.
Τρομαγμένοι οι βασιλιάδες αποτραβήχτηκαν σ' ένα δωμάτιο και το παλάτι γέμισε ανεμόσκαλες και ανθρώπους που κουβάλαγαν νερό να σβήσουν τη φωτιά.
Δεν ήταν όμως πυρκαγιά. Απ' την πολλή φωτιά οι παλατιανοί μάγειροι που είχαν βάλει για να φτιάξουν τα φαγητά, «άναψε το τζάκι».
Ο Όθωνας με την Αμαλία φτάσανε στο μουράγιο και μπήκαν στις βάρκες. Ξεμπαρκάρανε στην απέναντι αποβάθρα κι από κει ανέβηκαν στη γέφυρα. Μ' όλο τον αέρα μείνανε κάμποσο και την περιεργάστηκαν. Ξαναμπαρκάρανε στις βάρκες για να πάνε στην «Αφρόεσσα». Με το καράβι αυτό πέρασαν το στενό του πορθμού. Ενώ στη στεριά ο κόσμος ζητωκραύγαζε και η μουσική έπαιζε.
Σαν βγήκαν στη στεριά οι βασιλιάδες, επισκέφθηκαν την Αγία Παρασκευή και επέστρεψαν στο παλάτι.
Η κακοτυχία και τα διάφορα εμπόδια κυνηγούσαν τα εγκαίνια και τους βασιλιάδες από καιρό -αναβολή δυο φορές- τώρα συμπληρωνόταν μια τρίτη, αρκετά σοβαρή. Από το πρωί ο Όθωνας δεν ένιωθε καλά. Τυπικός όμως όπως ήταν, δεν κρεβατώθηκε μα θέλησε να γίνει το πρόγραμμα όπως ήταν. Έτσι το αγριοκαίρι τον απόκανε. Και όταν το μεσημέρι ξαναγύρισε στο παλάτι, ένιωθε να τον καίει ο πυρετός.
Στις 8 Ιανουαρίου κατά τις 10 το πρωί ξανασήμαναν οι καμπάνες. Θα φεύγανε πια ο Όθωνας με την Αμαλία. Κλείσανε με μιας τα μαγαζιά και ο κόσμος συνάχτηκε στο μουράγιο να τους αποχαιρετίσει.
Το βασιλικό καράβι βρισκόταν αραγμένο στο λιμάνι της Αυλίδας, απ' την άλλη μεριά της γέφυρας. Γι' αυτό το βασιλικό ζευγάρι μπήκε σε βάρκες για να το συναντήσουν εκεί.
Τη στιγμή που οι βασιλικές βάρκες περνούσαν από τη γέφυρα, τιμητικά άνοιξε.
Κι οι Χαλκιδαίοι τους κατευόδωναν με ζητωκραυγές κι ευχές».
Εδώ τελειώνουν τα εγκαίνια της κινητής γέφυρας του πορθμού.
Το 1870 έγιναν άλλες εργασίες. Το 1883 τέλος γκρεμίστηκε ο πύργος, εκχερσώθηκε και νέα γέφυρα κατασκευάστηκε έργο μεγάλης τέχνης, που κινείται με τα λεγόμενα κινητά δωμάτια συμπυκνωμένου αέρα. Η διαπλάτυνση, η εκβάθυνση και η σιδερένια γέφυρα ήταν το μεγαλύτερο μηχανικό έργο της τότε Ελλάδας και το γεγονός πανηγυρίστηκε με ενθουσιασμό. Ο διευθυντής του πολυτεχνείου Σκαλιστήρης το σχεδίασε και το κατασκεύασε. Ο δε ειδικός Ζυγομαλάς έγραψε για τη διώρυξη.
«Η ανώρυξις του πορθμού της Εύβοιας ένεκα της γεωγραφικής αυτού θέσεως, θέλει έχει αναμφιλέκτως εφ άπασης σχεδόν της Ελλάδας και των Οθωμανικών επαρχιών τοσαύτην εμπορικήν και ηθικήν επιρροήν, όσην θέλει εξασκήσει μιαν μέραν η διώρυξις του ισθμού του Σουέζ επί της Μεσογείου και των Ινδιών».
|