Το σπουδαιότερο -από ιστορική και αρχιτεκτονική άποψη- από τα σπίτια που αναφέραμε, είναι εκείνο που βρίσκεται στην οδό Παίδων, ένα μικρό στενό δρομάκι μήκους 100 μέτρων, που αρχίζει από το δρόμο της «Εβραϊκής» δίπλα στην τουριστική αστυνομία.
Αρχικά, είναι πιθανό να ανήκε σε κάποιο Τούρκο αξιωματούχο, αφού και σήμερα στη Χαλκίδα, είναι γνωστό σαν «Τούρκικο σπίτι». Ο Buchon κάνει αναφορά για το σπίτι του Γάλλου προξένου Τιές, που αποτελεί μέρος της οικοδομής στην οποία κατοικούσε ο πασάς του Νεγρεπόντου. Είναι η πρώτη κατοικία μετά τη γέφυρα του Ευρίπου και μετά το τείχος στο εσωτερικό της ακροπόλεως. Μια άλλη εκδοχή εξίσου πιθανή είναι εκείνη που αναφέρει ο Θ. Θεοχάρης πως το αρχοντικό της οδού Παίδων ήταν η έδρα του Βενετσιάνου Προβλεπτή. Όμως στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε το αρχοντικό να έχει κτισθεί πριν το 1470, πράγμα που αποκλείεται. Έτσι λοιπόν επικρατεί η αρχική σκέψη, ότι δηλαδή, το αρχοντικό ανήκε σε κάποιον Τούρκο και μάλιστα αξιωματούχο.
Το 1910 το σπίτι, μεταβιβάστηκε στην οικογένεια Καράκωστα. Έκτοτε έγινε διαδοχικά κατοικία, ξενοδοχείο και πάλι κατοικία. Λίγο μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως Ορφανοτροφείο, όπου στέγαζε 220 παιδιά. Παλιότερα είχε χρησιμοποιηθεί σαν φυλακές και ακόμη παλιότερα λέγεται ότι έσφαζαν οι Τούρκοι τα παιδιά γι' αυτό και η οδός ονομάστηκε Παίδων.
Χαρακτηριστική είναι η αρχιτεκτονική του σπιτιού, ένα πολύ όμορφο παράδειγμα είναι η εξώπορτα του σπιτιού. Η εξώπορτα είναι δίφυλλη, φτιαγμένη από χοντρές κατακόρυφες σανίδες που εξωτερικά καλύπτονται από οριζόντιες «τραβέρσες». Στο ένα φύλλο σώζονται ακόμη η σιδερένια σκαλιστή χειρολαβή και το σχετικά πρόσφατο σιδερένιο ρόπτρο σε σχήμα χεριού. Το υπέρθυρο καταλήγει σε αέτωμα, μια τοξωτή κατασκευή. Ο μανδρότοιχος είναι φτιαγμένος από σχεδόν κανονική λιθοδομή. Καθώς προχωρούμε από την πύλη δεξιά βγαίνει το πρώτο σαχνισί όπου σχηματίζεται γωνία και έχουμε το δεύτερο σαχνισί. Η γωνία έχει ένα δικό της σχέδιο που θυμίζει οθωμανικό τέμενος. Ο σχηματισμός της γωνίας έχει ένα γλυπτό διάκοσμο και λέγεται ότι συμβολίζει τις δέκα εκκλησίες.
Κατεβαίνοντας τη μικρή πέτρινη σκάλα της αυλής συναντούμε τρεις υπόγειους χώρους -Χαμώι- που είναι τοποθετημένοι γραμμικά, ο ένας δίπλα στον άλλο. Μια κυκλική τοξωτή κατασκευή ενώνει τον πρώτο υπόγειο χώρο με το δεύτερο. Υπάρχουν ακόμη δύο τέτοιες κυκλικές καμάρες στο νότιο τοίχο, με τις οποίες γίνεται η πρόσβαση από την αυλή στο δεύτερο και τρίτο υπόγειο. Οι τοίχοι του υπογείου είναι φτιαγμένοι από χοντρή λιθοδομή, που συνεχίζεται μέχρι τη στάθμη του ορόφου.
Η δεύτερη σκάλα της αυλής είναι και αυτή πέτρινη. Φαρδύτερη από την προηγούμενη, σκεπάζει με τα επτά σκαλοπάτια της, μια στέρνα. Ανεβαίνοντας αυτή τη σκάλα φτάνουμε στο μετζοπάτωμα. Αμέσως μετά τη σκάλα υπάρχει ένα τετράγωνο, αρκετά ευρύχωρο, κεφαλόσκαλο, απ' όπου αρχίζει δεύτερη σκάλα -ξύλινη- που οδηγεί στο ανώι. Ένας ευρύχωρος στεγασμένος χώρος, σαν ένα είδος «σκεπαστού», με τέσσερις οξύρυγχες καμάρες, είναι το μοναδικό σύνορο προς το μέρος της αυλής. Οι καμάρες είναι πολυτελείς τοξωτές κατασκευές και στηρίζονται σε αντίστοιχους κιονίσκους κυκλικής ή ορθογωνικής διατομής. Με τον τρόπο αυτό καμάρες και τοιχοποιίες στο χαμώι και στο μετζοπάτωμα, δημιουργούν ένα γερά δεμένο σύνολο όπου πάνω του στηρίζεται η ξύλινη κατασκευή του ορόφου. Στην απέναντι ακριβώς πλευρά του σκεπαστού υπάρχουν οι πόρτες επίσης τοξωτές που οδηγούν στα δωμάτια.
Το σημαντικότερο μέρος της οικοδομής είναι το ανώι. Μπορούμε να το διακρίνουμε σε τρεις, όσον αφορά τη λειτουργία, χώρους: το σκεπασμένο χαγιάτι, τη «μπασιά» και τους «οντάδες».
Ανεβαίνοντας τα δώδεκα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας, που αρχίζει από το μετζοπάτωμα είναι το «χαγιάτι», με συνεχή παράθυρα προς το μέρος της αυλής που του δίνουν άφθονο φως αλλά είναι κατεστραμμένο. Στην εσωτερική πλευρά το χαγιάτι στηρίζεται επάνω στις οξύρυγχες τοξωτές κατασκευές που αναφέραμε, ενώ προς το μέρος της αυλής στηρίζεται πάνω σε ορθογωνικές κολώνες. Αμέσως μετά τα παράθυρα, υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο δεύτερο κάθετο τμήμα του σπιτιού, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει.
Από το χαγιάτι μπαίνουμε σ' ένα μεγάλο χώρο που έχει θέση «μπασιάς». Ο χώρος αυτός έχει σε όλο το μήκος του διαδοχικά παράθυρα. Πάνω από τα παράθυρα υπάρχουν φεγγίτες με χρωματιστά τζάμια, από τα οποία τα περισσότερα έχουν ξεβάψει.
Ακριβώς απέναντι από την πόρτα, που ενώνει το χαγιάτι με τον προθάλαμο, βρίσκεται ο μικρός «οντάς», το μικρότερο από τα δωμάτια του ορόφου. Ο τοίχος που τον χωρίζει από τον προηγούμενο χώρο, σκεπάζεται -μέχρι τη μέση περίπου- από «νταμπλάδες», επένδυση δηλαδή από μικρά κομμάτια ξύλου, συνταιριασμένα μεταξύ τους σε καλαίσθητα ορθογώνια ή τετράγωνα σχήματα, ώστε να αποφεύγεται το σκέβρωμα του ξύλου. Στη μέση του τοίχου υπάρχει η πόρτα του οντά, ενώ δεξιά και αριστερά υπάρχουν δύο παράθυρα, τα μόνα ανοίγματα που δίνουν φωτισμό.
Στον πρώτο οντά μπαίνουμε από χαμηλή νταμπλαδωτή πόρτα. Είναι ένα ευρύχωρο δωμάτιο που προεκτείνεται μέσα στο δρόμο χάρις στην κατασκευή του σαχνισιού. Φωτίζεται από τέσσερα ανοίγματα που υπάρχουν στις δυο γωνίες του σαχνιστού. Σε όλο το μήκος του απέναντι δυτικού τοίχου υπάρχουν νταμπλαδωτές «μουσάντρες», ένα σύνολο δηλαδή από ευρύχωρα ντουλάπια. Στο πάνω μέρος υπάρχει και νταμπλαδωτή ζωφόρος. Οι μουσάντρες και η ζωφόρος σήμερα είναι βαμμένες με βαθύ κόκκινο χρώμα που πιθανόν να μην ήταν και το αρχικό γιατί στους κεντρικούς νταμπλάδες της ζωφόρου διακρίνονται εγχάρακτες μορφές, που πρέπει να ήταν διαφορετικά χρωματισμένες.
Το ταβάνι έχει ξύλινη φαρδιά σκαλιστή κορνίζα και στο κέντρο κυκλικό «ταβλά» με έντονα ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Στο ορθογώνιο πλαίσιο που σχηματίζεται η κορνίζα, εφάπτεται δεύτερος διακοσμητικός κύκλος σαν επανάληψη -σε μεγέθυνση- του κεντρικού. Ακτίνες οφιοειδείς ενώνουν τις δύο αυτές περιφέρειες, δημιουργώντας μια ενιαία καλαίσθητη ροζέττα, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το ταβάνι. Ο χώρος μπροστά στις «μουσάντρες» χωρίζεται από το υπόλοιπο δωμάτιο με ξυλόγλυπτη κορνίζα, που φτάνει μέχρι το δάπεδο και καταλήγει σε αιχμές.
Το διπλανό δωμάτιο συγκοινωνεί με τη μπασιά είναι μικρό, απλό δωμάτιο, που προεκτείνεται προς την οδό Παίδων, χάρη στο δεύτερο σαχνισί του σπιτιού.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο αυτό στον προθάλαμο, έχουμε απέναντί μας και προς τα δεξιά, την πόρτα που μας οδηγεί στο πιο σπουδαίο τμήμα της οικοδομής, τον «καλό οντά». Είναι ένα δωμάτιο ελαφρά σκαλινό, ευρύχωρο. Το τζάκι του σπιτιού είναι από τα ωραιότερα στο χώρο της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η περίτεχνη «φούσκα» του φτάνει μέχρι το ταβάνι και είναι κατασκευασμένη από κεραμιδάκια και γύψο, παρ' όλες τις φθορές που έχει υποστεί το σπίτι, διατηρείται ακόμη. Τα γλυπτά της σκαλίσματα είναι θαυμαστά και με τρόπο παράξενο διατηρημένα, θα πρέπει παλιότερα να είχαν μαύρο καφέ ή λαδί χρώμα.
Το δεύτερο ενδιαφέρον του καλού οντά είναι το ταβάνι του, το οποίο είναι ένα σπάνιο δείγμα ξυλογλυπτικής. Ένα οκτάγωνο σχηματίζεται στο οποίο είναι περιγεγραμμένο ένα δεύτερο. Στα κενά ανάμεσα στις πλευρές των δυο οκταγώνων υπάρχουν ωραιότατα σκαλίσματα. Και το ταβάνι αυτό είναι βαμμένο με τα γνήσια ανατολίτικα χρώματα, λαδί, χρυσό και σκούρο καφέ.
Η στέγη της οικοδομής είναι μια χρήσιμη κατασκευή που εμποδίζει τα νερά της βροχής να κυλήσουν στους τοίχους και στα θεμέλια. Τα εξωτερικά παράθυρα στο χαμώι και στο μετζοπάτωμα είναι καλυμμένα από χονδροειδείς σφυρήλατες σιδεριές, ενώ οι κάσες τους έχουν ολοκληρωτικά σαπίσει από το νερό της βροχής.
Στο υπέρθυρο και στα πλάγια της εξώπορτας, συναντήσαμε τρία ανάγλυφα σε σχήμα άνθους. Το μόνο άλλο ανάγλυφο που υπάρχει είναι η «φαλτσογωνιά», που είναι χαρακτηριστική στα γωνιακά σπίτια της Μακεδονίας που έπαιρνε πιο μεγάλες διαστάσεις.
Στο χαμώι οι μεγάλες τοξωτές πόρτες, από τις οποίες χωρούν μεγάλα αντικείμενα, και τα μικρά παράθυρα προς το δρόμο, είναι καλά φυλαγμένα με σφυρήλατες χοντρές σιδεριές, φανερώνουν ότι οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες. Το μετζοπάτωμα χρησίμευε για τις βοηθητικές εργασίες και τη διαμονή των υπηρετών.
Ανεβαίνοντας από την ξύλινη σκάλα στο ανώι βρισκόμαστε στο τμήμα εκείνο του σπιτιού που χρησίμευε για κατοικία του ιδιοκτήτη. Μεγάλα παράθυρα δίνουν άφθονο φως σε όλα τα δωμάτια. Η προσεγμένη καλαίσθητη κατασκευή των κουφωμάτων και οι ευρύχωροι οντάδες δημιουργούν ένα ζεστό περιβάλλον.
Στο αρχοντικό αυτό δεν έχει εξακριβωθεί η χρονολογία κατασκευής του, γιατί στάθηκε αδύνατο να εντοπιστούν επιγραφές μαστόρων που συνηθιζόταν να γίνεται.
Έτσι λοιπόν το αρχοντικό της οδού Παίδων μπορεί να μη θεωρείται τόσο σπουδαίο όσο τα βυζαντινά και αρχαία μας μνημεία, αλλά ένα εξαιρετικό μνημείο της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής.
|