«Εις το μέρος εκείνο είχεν εγερθή εκκλησία αφιερωμένη εις τον άγιον Στέφανο τον Μάρτυρα»
1841. Ο Γάλλος ιστορικός συγγραφέας Αλέξανδρος Ιωάννης Buchon (1791-1849) θερμός φιλέλληνας, επισκέπτεται την Εύβοια και σημειώνει, μεταξύ των άλλων στο ημερολόγιό του: «Παρασκευή 16 Μαϊου 1841. Κατά το προηγούμενον ταξείδιόν μου εις Χαλκίδα δεν ηδυνήθη να εύρω αρκετόν χρόνον δια να επισκεφθώ την κρήνην Αρέθουσαν. Αυτήν την φορά δεν ηννόουν να χάσω την ευκαιριαν και εις τας 6 το πρωί, ανεχώρησα δια την εκδρομήν ταύτην. Ακολουθών την οδόν Χαλκίδος-Ερετρίας, ευρίσκει, μετά δρόμο τριών τετάρτων της ώρας βράχον εις του οποίου τας πλευράς έχουν ορυχθεί τάφοι.
»Εις πολλάς μέρη έχουν σκαλισθή επί του βράχου βαθμίδες αι οποίαι δεικνύουσιν ότι υπήρχεν εκεί ναός, ή είδος τι ηρώοου, ή βωμός. Μερικοί τάφοι έχουν ορυχθή εις αυτήν την κορυφήν του βράχου. Πλησιάσας εις ένα των τάφων παρετηρήσα λυχνίαν ανημέννη, κρεμασμένην εις το βράχον από τινους σιδηρού ωραίου. Ολίγα λεπτά ήσαν ερριμένα δεξιά και αριστερά. Πιθανώς θα ήτο εκεί η θέσις ηρώου τινός αρχαίου και η λαϊκή ευσέβεια ηυλαβείτο ακόμη το μνημείον τούτο εις μνήμην των υπηρεσιών, ας είχε προσφέρει εκεί πεθαμένος ανήρ. Και η ανάμνησις έζη επί το μακρόν και αφού εκ της μνήμης των ανθρώπων είχε σβεσθή το όνομα του ήρωος. Λέγουν όμως, ότι στο μέρος εκείνο είχεν εγερθή εκκλησία εις τον άγιον Στέφανον τον Μάρτυρα.
»Η πάντοτε άσβεστος λυχνία ανήγγειλε τον σεβασμόν των χριστιανών προς την μνήμην αυτού και τα ερημωμένα δεξιά και αριστερά λεπτά, εσήμαινον τον πόθον να αναγερθή εκ νέου η εκκλησία δια της συνδρομής των πιστών. Συχνά διερχόμενος τις δάση και αγρούς, εβρίσκει επί τινός λίθου μερικά λεπτά. Αυτό σημαίνει, ότι εκεί πλησίον είναι τα ερείπια παλαιού ναού, ο οποίος πρέπει να επανακτισθή κοινή συνδρομή.
»Οι Έλληνες αγαπούν να πολλαπλασιάζουν παντού τα εξωκκλήσια και καθένας θα επόθει αν ήτο δυνατόν, να είχε ιδικήν του εκκλησίαν, όπως οι αρχαίοι είχον τους βωμούς των εφεστιών θεών».(το ημερολόγιο του Buchon, επιμέλεια Σπύρου Κοκκίνη περ. «Ευβοϊκός λόγος», τχ. 19-20 Σεπτεμ - Οκτ. 1959, 59).
Ο πόθος να αναγερθεί «εκ νέου» η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου έγινε πραγματικοτητα στα 1868. Ο «Εύριπος» της 26 Απριλίου 1869 πληροφορεί: «Αύριον Κυριακήν εις το εξωκλήσιον του Αγίου Στεφάνου θέλει τελεσθεί αρχιερατικήν λειτουργία εις μνήμην των κατά το παρελθόν έτος κατ' αυτήν ταύτην την ημέραν τελεσθέντων εγκαινίων».
Ναός του Αγίου Στεφάνου αναφέρεται σε κείμενα της Αλωσης της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470. Ο Δ. Τριανταφυλλόπουλος (Η Μεσαιωνική Χαλκίδα και τα Μνημεία της, Σχεδίασμα αρχαιολογικής βιβλιογραφίας, ΑΕ Μ16 - 1970, 204) υποθέτει πως «μπορούμε ίσως να τον ταυτίσουμε -τον ναό της περιόδου της Αλωσης - με το σημερινό ή τουλάχιστον να υποθέσουμε ότι κάπου στον ίδιο χώρο, υπήρξε ναός με το ίδιο όνομα, που τον διαδέχτηκε ο σωζόμενος» (η ακριβής θέση του ναού του 1865 δε γνωρίζουμε αν ήταν πάνω στον παλαιότερο).
"Στον καθ' αυτό χώρο της παλαιοχριστιανικής πόλης της Χαλκίδας, υπάρχουν ασαφείς ενδείξεις ότι λείψανα ναών επισημάνθηκαν αφενός κοντά στο ναό του Αγίου Στεφάνου και αφετέρου στο χώρο της Αρεθούσης (πιθανόν μάλιστα τα λείψανα να συνανήκουν)". «Τα σημεία», σημειώνει ο Δημ. Τριανταφυλλόπουλος, «που διαθέτουμε είναι πενιχρά, ώστε να μην επιτρέπουν κρίση για το μέγεθος και την ακριβέστερη χρονολόγηση των κτισμάτων».
"Μήπως ο δεύτερος ναός (ίσως παλαιοχριστιανική βασιλική στο χώρο της Αρέθουσας) προοριζόταν να καλύψει τις ανάγκες του λιμανιού του Αγίου Στεφάνου, όπως γνωρίζούμε από παρεμφερείς περιπτώσεις (ναοί in Class); Πάντως αργότερα θα πρέπει να αχρηστεύτηκε από έλος που δημιουργήθηκε στην περιοχή της πηγής Αρεθούσας και από τη θάλασσα της οποίας, όπως είναι γνωστό η στάθμη της έχει ανέλθει σε όλη την έκταση της Μεσογείου".
Ο ναός του Αγίου Στεφάνου, στη νότια έξοδο της πόλης, βρίσκεται στους πρόποδες του Βαθροβουνίου (όπου και η αρχαία ακρόπολη της Χαλκίδας). Ως τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ένας ειδυλλιακός τόπος αναψυχής, γεμάτος από πράσινο και άφθονα νερά απ' την παραπλήσια πηγή Αρέθουσα. Μέχρι το 1922 βρίσκονταν χωράφια ιδιοκτησίας Ντεγιάννη. Εκεί υπήρχαν στρατιωτικά παραπήγματα εγκαταλελειμμένα από χρόνια, τα οποία φιλοξένησαν τους πρώτους πρόσφυγες του 1918. Αργότερα, σ' αυτό το μέρος εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες του 1922 που παρέμειναν στα παραπήγματα μέχρι την απαλλοτρίωση της περιοχής. (Ανάτυπο από το περιοδικό «Γέφυρα»)
|