Αγία Αννα, Βωμολοχικό καρναβάλι
Περιγραφή:
Το Καρναβάλι της Αγίας Αννας έχει τις ρίζες του στις διονυσιακές τελετουργίες και γίνεται την Καθαρή Δευτέρα στην πλατεία της Αγίας Αννας. Ο επισκέπτης μπορεί να γευτεί κρασί και σαρακοστιανούς μεζέδες, ενώ του δίνεται η ευκαιρία να ακούσει δεκάδες τραγούδια βωμολοχικού χαρακτήρα. Τα βωμολοχικά τραγούδια είναι γεμάτα από αισχρολογίες και αδιαντροπιές, τα οποία κατάγονται από την αρχαιότητα.
Το καρναβάλι της Αγίας Αννας έχει βακχική προέλευση και ανάγεται στις γιορτές του Διονύσου, όπου κυριαρχούσε το μεθύσι, τα σατυρικά τραγούδια και οι έξαλλοι χοροί.
Το βωμολοχικό τραγούδι που ακούγεται στο καρναβάλι είναι ελεύθερο ανάκρουσμα της εποχής του Διονύσου, που διαμορφώθηκε σε αγοραίο τραγούδι, τραγούδι του γλεντιού, αποκριάτικο τραγούδι. Το τραγούδι, εκτός από την ελευθερόστομη χιουμοριστική του διάθεση διακρίνεται για το στόχο του να περιγράψει και να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της ελληνικής και τοπικής πραγματικότητας.
Το βωμολοχικό καρναβάλι καταλήγει σε ένα μεγάλο γλέντι, όπου οι ντόπιοι και οι επισκέπτες πίνουν και χορεύουν.
Βωμολοχικά τραγούδια:
Τα βωμολοχικά τραγούδια τραγουδιούνται την Καθαρή Δευτέρα, στην πλατεία και τους δρόμους της Αγίας Αννας. Ομάδες μασκαράδων τα τραγουδούν δυνατά και κάνουν τις ανάλογες χειρονομίες. Ο Δημήτρης Σέττας έχει διασώσει μεγάλο αριθμό βωμολοχικών τραγουδιών. Παραθέτουμε στη συνέχεια χαρακτηριστικά τραγούδια από τη συλλογή του.
Πως το τρίβουν το πιπέρι
Ψηλέ, λιγνέ μου κάβουρα
πώς το τρίβουν το πιπέρι.
Πώς το τρίβουν το πιπέρι,
του διαβόλ' οι καλογέροι.
Με τη φτέρνα τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
Σηκωθήτε παλληκάρια
με σπαθιά και με κοντάρια.
Ψηλέ, λιγνέ μου κάβουρα
πώς το τρίβουν το πιπέρι.
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
καλονιές και καλογέροι.
Με το γόνα τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
Σηκωθήτε παλληκάρια
με σπάθια και κοντάρια.
Με το χέρι (σα γροθιά) τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
Με τον αγκώνα τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
Με τη μύτη τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
Με το γκώλο τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
Με το μπούτρο τρίβανε
σκορδοκοπανίζανε.
* * * *
Κάτω της Αξιάς τον κάμπο
καλογέροι κάναν γάμο.
Καλογέροι και παππάδες
πούσαν κάνα δυο χιλιάδες.
Κι ένας διάκος ο καϊμένος
στέκει παραπονεμένος.
Έμπα, διάκο μου, στη μέση
να διαλέξεις ποια σ' αρέσει.
Κι αν διαλέξεις κοριτσάκι
μόσκος και γαρυφαλάκι.
Κι αν διαλέξεις παντρεμένη
είναι καλομαθημένη.
Κι αν διαλέξεις κάμια χήρα
ψυχικό στην κακομοίρα.
* * * *
Η χήρα η παπαδιά
Τις μεγάλες αποκρές
φέραν δυο σακκιά ψωλές.
Τις χοντρές και τις στριμμένες,
τ'ς αγαπούν οι παντρεμένες.
Τις λιανές με τις πλεξούδες,
τ'ς γαπούν οι κοπελλούδες.
Και μια χήρα παπαδιά
δεν επρόφθασε καμιά.
Πιάνει, τ'νάζει τα τσουβάλια,
βρίσκει μια με δυο κιφάλια.
Τούτη είναι για τα μένα,
πούν'αι τα σκέλια μ' αναμμένα.
Να τη βάλω στο λεϊνι,
να χοντρύνει να παχύνει.
Να χοντρύνει να παχύνει
κι' απ' τις δυο μεριές να χύνει.
* * * *
Της Παπαδιάς
Μια παπαδιά κοσκίναγε, κι' βρήκε ένα αρχίδι,
κι' από τη καύλα την πολλή το βάζει βρονταρίδι.
Στον ουρανό εκύταζε, το Θιό παρακαλούσε,
Θε μου να βρω το ταίρι του και το κοπανηστήρι.
Μια παπαδιά τηγάνιζε ψαράκια θίκι - θίκι
κι' απάνω στο τηγάνισμα θυμήθ'κε το γαμήσι.
Φάτε γάτες τα ψάρια μου κι' σκύλοι το ψωμί μου
και γω θα πάω να γαμηθώ να σβύσω τον καϊμό μου.
Μια παπαδιά τηγάνιζε ψαράκια στο κελί της
και κει που τα τηγάνιζε καύλωσε το μουνί της.
Πετάει τα ψάρια 'πό τη μνια, το λάδι 'πο την άλλη
και τρέχει τον κατήφορο να πάει να βρει μεγάλη.
Της παπαδιάς ο μούναρος κοιμάται δίχως έννοια
μακρύνανε οι τρίχες του, σαν του παπά τα γένια.
Της παπαδιάς ο μούναρος ο κλειδωπινακάτος
τον τσίμπησε ένας ψώλαρος τρίου χρόνου βαρβάτος.
Και πρίσκανε τ'αχείλια του και δεν χωράει ο φίλος του.
* * * *
Αρχόντισσες
Αρχόντισσες με βάλανε να φ' λάξω τα μουνιά τους
να τα φυλάξω 'ξάμηνο, να τα γαμήσω χρόνο.
Κι' ένα μουνί κακό μουνί, πηδάει και μου φεύγει.
Στην άμμο βρίσκω το ντουρό, στο βάτο το μαλλί του.
Γιατί μουνί εκάκιωσες πηδάεις και μου φεύγεις;
Γιατί ψωλή δεν άντεχα να στέκω να σε βλέπω.
Νάχεις τόσα μουνιά κι' συ να καμαρώνεις.
Και συ να καμαρώνεις, στην τρύπα να μην τρυπώνεις.
* * * *
Ένα μουνί σ' κουκουναργιά
και ψώλος από κάτω,
στρωτές μετάνοιες έκανε
μουνί κατέβα κάτω.
Δεν κατεβαίνω ψώλαρε,
γιατ' είσαι σκανταλιάρης.
Οπου βρεις τρύπα τρυπώνεις,
το μαλλί τ' ανακατώνεις.
Το μαλλί τ' ανακατώνεις,
την κοιλιά τηνέ φουσκώνεις.
* * * *
Του αιδοίου
Ένα μουνί καυχήθηκε ανατολή και δύση
πως δεν ευρέθηκε ψωλή για να το κυνηγήσει.
Κι' η ψωλή σαν τ' άκουσε, πολύ της κακοφάνη.
Κάνει τ' αρχίδια της φτερά και τρέχει και το φτάνει.
Μα συ 'σαι κείνο το μουνί, που πας και το καυχιέσαι;
Εγώ 'μαι κείνη η ψωλή πάντα θα με βαριέσαι.
Πάψε ψωλή, κακιά ψωλή, κι' έλα στα λογικά σου,
γιατί 'μαι κείνο το μουνί που σ' χύνω τα μυαλά σου.
Τότε ο πούτσος θύμωσε κι' γκούρλωσε τα μάτια,
και μέσ' στη μέση μούνταρε το κάνει δυο κομμάτια.
* * * *
Το μουνί τ' αλλοίθωρο,
πηδάει τον ανήφορο.
Κατσαρώνει η τρίχα του
κι' γαμού την τρύπα του.
* * * *
Ένας 'γερος σα και μένα
είχε δυο μουνιά ζεμένα.
Τόνα μου ζαβοτραβάει
κι' τ' αλέτριο μου σπάει.
* * * *
Τι φορεί το μουνί,
κ' ποια 'ναι φορεσιά του;
Μαύρα σκλαβούνικα φορεί
κι' κόκκινη καρδιά του.
* * * *
Είσαι μικρή δεν τη βαστάς.
Βάλτηνε μπάρμπα μη ρωτάς.
Βάλτηνε μπάρμπα, βάλτηνε,
και σα ξιράσει βγάλτηνε.
* * * *
Το μουνί δεν είναι αρνί
να φάει κλαρί να κοιμηθεί.
Θέλει πούτσο να χορτάσει
για να πέσει, να πλαγιάσει.
Το μουνί δεν είναι αρνί
να φάει χορτάρ' να κοιμηθεί.
Θέλει ψωλή νάναι χοντρή
κι όλη μέσα για να μπει.
* * * *
Τις Μεγάλες Αποκρές
κρέμονται οι ψωλές ορθές.
Και την Καθαρο-Δευτέρα
παίρνουν τα μουνιά αέρα.
* * * *
Τ'ς μάνα σ' του μ'νί του κούρεψα
κι κουρεμούς δεν έχει.
Τρία καράβια φόρτωσα
κι' ακόμα τρίχα έχει.
* * * *
Να μην πας Σταυρούλα μου
και σταυραδελφούλα μου.
Να μην πας για λάχανα
και μας φέρεις βάσανα.
Να μην πας και για ζουγκάρια
θα σου σ'κώσουν τα ποδάρια.
* * * *
Ανέβηκα στην πιπεριά
Ανέβηκα στην πιπεριά,
γεια σας - χαρά σας βρε παιδιά.
Κι' είδα μια κόρη π' άλλαζε
και την καρδιά μου σπάραζε.
Και μου λέει μη φοβάσαι,
βάλ' το χέρι σου και πιάσε.
Τηνέ πιάνω στο λαιμό.
Σκούζει, φωνάζει δε βαστώ.
Και μου λέει παρά κάτω,
από το λαιμό και κάτω.
Τηνέ πιάνω στα βυζιά,
σκούζει, φωνάζει δυνατά.
Και μου λέει πάρα κάτω
από τα βυζιά 'πο κάτω.
Την πιάνω από τα γόνατα
ναζάκια και καμώματα.
Και μου λέει παρά πάνω
απ' τα γόνατα και πάνω.
Κυτάζω ο μαύρος τι να ιδώ;
Ενα πηγάδι βαθουλό.
Γύρω γύρω μαύρα βούρλα
και στη μέση κοκκινάδα.
Σκύβω ο μαύρος γονατίζω
την κουμπούρα μου γεμίζω.
Και της δίνω μια στα σκέλια
και ξεράθηκε απ' τα γέλια.
* * * *
Υμνος του αιδοίου
Το καϋμένο το μουνάκι,
πώχει μπρος και πίσω αυλάκι.
Και στη μέση φασουλάκι.
Ήθελε να γαμηθεί με πολύ χοντρή ψωλή.
Απ' την καύλα μεθυσμένο,
κι απ' το χάδι λιγωμένο.
Όταν κάθεται μασάει
κι' όταν περπατάει γελάει.
Κι' όταν μπαίνει στο χορό,
κατσαρώνει η τρίχα του
και γαμού την τρύπα του.
* * * *
Καλόγερος απάρθενος, οχτώ χρονώ βαρβάτος,
κάθησε και πελέκησε ένα σακούλ' αδράχτια.
Στο μπούτσό του τα φόρτωσε και πάει να τα πωλήσει.
Στο δρόμο όπου πήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει.
Χήρες τον αρωτήσανε, χήρες τον αρωτάνε.
Πόσο παππού μ' τ' αδράχτιά σου, πόσο και τα σφόντύλια;
Στο τσίμπημα, στο φίλημα, του δίνω πέντε-δέκα,
και στο καλό γονάτισμα πάρτα με τα σακκούλια.
Απογραφή πληθυσμού Δήμος Νηλέως | Διάφορα (2) |
Αμέλαντες (5) Αμέλαντες | Στράφοι (1) Στράφοι |
Αχλάδι Αχλάδι (10) Φραγκάκη | Φραγκάκη (16) Φραγκάκη, Πρασίδι (8) |
Κεράμεια (4) | Κεράμεια |
Κερασιά Κερασιά (11) | Κερασιά, Απολιθωμένο δάσος |
Αχλαδοπόταμος Κοτσικιά (6) Κοτσικιά | Κοτσικιά, Λευκονήσια (2) Παραλία Κοτσικιάς (12) Παραλία Κοτσικιάς |
Παππάδες (8) | Παππάδες |
με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
"Δήμος Νηλέως"
• Δήμος Νηλέως: 22270 61701, 22270 61700
• Νομαρχία Ευβοίας: 22213 51400, 22210 36000
Πολιτισμός:
• Λαογραφικό μουσείο Αγίας Αννας: 22270 61581
Μετακινήσεις:
• ΚΤΕΛ νομού Ευβοίας: Αιδηψός: 22620 60211, Ιστιαία: 22260 52284, Χαλκίδα: 22210 20400, Αθήνα: 210 8317163
Υπηρεσίες:
• Αστυνομικός σταθμός Αγίας Αννας: 22270 61111
Υγεία:
• Περιφερειακό ιατρείο Αγίας Αννας: 22270 61245
"Δήμος Νηλέως"
στην κατηγορία "Δήμος Νηλέως"