Τα μανιτάρια τα μαζεύουν μυστικά. Ποτέ οι μανιταροκυνηγοί δεν αποκαλύπτουν τον τόπο, τον καλό μανιταρότοπο. Πάντως, τη φετινή σεζόν, ελάχιστοι δοκίμασαν μανιτάρια και, κυρίως, μιλάμε για κουμαρομανίτες. Ήταν τόσο παράξενος ο καιρός και τόση πολλή η ξέρα που δεν φύτρωσαν μανιτάρια το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη, όπως θα ήταν φυσικό. Φύτρωσαν, όμως, κάτι λίγα στις αρχές του Ιανουαρίου και τα...πήραμε μυρουδιά! Αλλιώς τι «μανιτόσκυλα» θα ήμασταν;
Στο τέλος σχεδόν των Χριστουγεννιάτικων διακοπών, εκεί δηλαδή που σε πιάνει απελπισία και δεν περιμένεις τίποτα ευχάριστο, είχαμε αυτή την ιδέα, να μαζέψουμε μανιτάρια. Τον μανιταρότοπο μας τον «πρόδωσε» ο καθηγητής. Πήραμε σακούλες και μαχαίρια και βγήκαμε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα βόρεια των Ψαχνών. Ο καθηγητής όλο μας έλεγε να μη μαρτυρήσουμε σε κανέναν το μανιταρότοπο, είτε βρούμε είτε δεν βρούμε μανιτάρια. Εμείς, όμως, κάναμε κάτι πιο έξυπνο: του είπαμε να μας βγάλει μια φωτογραφία για το περιοδικό. Και τη δημοσιεύουμε, με... παρρησία!
Ο πατέρας μου μάζεψε αρκετά μανιτάρια, ήταν τυχερός. Η Χριστίνα κανένα, δεν είχε πολύ πάθος. Ο καθηγητής ένα. Ένα κι εγώ, που το αντιλήφθηκα όταν το πάτησα κατά λάθος. Δεν μπορούσα να κοιτάζω συνέχεια κάτω να βρω τα πονηρά μανιτάρια που κρύβονται καλά στο χώμα, σκεπασμένα με φυλλαράκια θάμνων. Υπήρχαν τόσα ωραία πράγματα γύρω μου που μου τραβούσαν περισσότερο την προσοχή. Από εκείνο το βουνό έβλεπα ως τον Ευβοϊκό κι ολόγυρά μου ήταν τόσο όμορφα δεντράκια και θάμνοι με φύλλα πολύχρωμα. Κόλλησα μάλιστα σε ένα νεαρό δεντράκι με καρπούς σαν τα βελανίδια, ενώ τα φύλλα έμοιαζαν σαν της ελιάς. Έκοψα ένα κλαδάκι του και συνέχισα τον περίπατο. Μοσχοβολούσε όλος ο τόπος κι οι κουμαριές μόλις που κρατούσαν τα τελευταία τους κούμαρα, κατακόκκινα, έλιωναν μόλις τα έπιανες.
Φεύγοντας, κάναμε μοιρασιά, αν και δεν το έβλεπα δίκαιο. Πήγα στη μάνα μου με τη σακούλα που, όμως, δεν της την έδωσα, γιατί σκεφτόμουν πόσος κίνδυνος υπάρχει από τα δηλητηριώδη μανιτάρια. Κι άνοιξα και διάβασα στην εγκυκλοπαίδεια ότι «για να μην πάθεις ποτέ δηλητηρίαση από τα μανιτάρια, η καλύτερη προστασία είναι να μην τρως μανιτάρια». Είδα κάτι ονόματα φοβερά, όπως αμανίτης ο εαρινός, κλιτοκύμβη η χειμερινή, κλιτοκύμβη των ρυακίων, οινοκύμβη και άλλα τέτοια.
Τελικά, αυτό που μου έμεινε από το μανιταροκυνήγι ήταν εκείνο το κλαδάκι που έκοψα από το άγνωστο δεντράκι. Ρώτησα έναν παππού και μου είπε ότι λέγεται αργιά. Μάλλον πρόκειται για ένα είδος βελανιδιάς που το επιστημονικό της όνομα είναι δρυς η Αρία και οι καρποί της είναι φαγώσιμοι. Κάπου την αναφέρει κι ο Όμηρος, γιατί τέτοια δέντρα υπήρχαν και στην Τροία.
Για τη γεύση των μανιταριών, ας ρωτήσουμε αυτούς που τα έφαγαν. Ακόμα γλείφουν τα δάχτυλά τους. Και το μυστικό, μυστικό! Τσιμουδιά!
Του Βαγγέλη Τόλη