...Δε θυμάμαι πότε γεννήθηκα. Μου φαίνεται πάω στα 105. Ενάμισι χρονού με άφησε η μάνα μου, την έχασα... Με μεγάλωσαν τ' αδέλφια μου, ο Μήτσος, ο Σταύρος, ο Γιάννης, η Κατερίνα, η Σταυρούλα... Πήρε άλλη γυναίκα ο πατέρας μου. Ήταν κακορίζικη η μητριά μου όταν θύμωνε με τους άλλους, ξεθύμαινε σε μένα... ξύλο, ξύλο! Και ψείρα, ξυπολισιά, πείνα... Δεν ξηγιούνται τα δικά μου τα βάσανα, παιδί μου. Από πέντε χρονού φύλαγα τ' αρνιά. Το πρωί με πήγαιναν να τα φυλάω κι έρχονταν το βράδυ να με πάρουν. Φύλαγα τότε 50 αρνιά, όλη μέρα. Κόλλαγε το στόμα μου για νερό... Αλλά δόξα τω Θεώ, Παναγιά μου, δόξα τω Θεώ. Όλα καλούδια μου τα 'δωσε ο Θεός.
- Σχολείο δεν πήγες καθόλου;
Μ' άφηναν να πάω σχολείο; Αφού φύλαγα τ' αρνιά! Και τα βόιδα ύστερα... Ήταν και τα πολέμια, συνέχεια πολέμια. Αυτά που περάσαμε να μην τα βρείτε, τόσα πολέμια!
- Πώς τα καταφέρνεις και ζεις τόσα χρόνια;
Μμ, χίλιες θυσίες. Το χέρι μου κοίτα. Κοίτα τα χεράκια μου, τι έχουν κάνει τόσα χρόνια αυτά τα χέρια, τι θέρους, τι ζευγάρι, τι μελάδες. Ήμταν στο Χρήστο γκαστρωμένη σαν απόψε ήρθα 'πο το μελά και σαν ταχιά το βράδυ τον έκαμα το Χρήστο. Με είχε βρει ο Καρακίτσος εκεί πάνω και μου λέει: Πού πας μαρή, τι θα κάμεις άμα σου τύχει τίποτα; Τι να κάμω, του λέω, παιδί θα κάμω!
- Είσαι πολύ γερός οργανισμός. Έχεις κάποιο μυστικό;
Μπα, μυστικά δεν έχω. Αλλά δεν έχω φάει κρέας, ποτέ δεν έφαγα κρέας. Ψάρια έτρωγα φασόλια, ρεβύθια, κουκιά, τέτοια πράματα, και χλωρασιές που βάζαμε το καλοκαίρι... Όμως, σήμερα, δεν είναι γεροί οι άνθρωποι. Χίλιες δυο αρρώστιες σήμερα. Δεν με είχε δει γιατρός εμένα, ποτέ. Ποτέ δεν πήρα φάρμακα. Και βλέπεις τώρα που μικρά παιδιά τα τρέχουν συνέχεια στους γιατρούς. Είναι απ' αυτά τα φάρμακα που ρίχνουνε παντού. Ακόμα κι οι ελιές δε φελάνε τώρα. Οι χαμαδιές απ' έξω φαίνονται καλές, αλλά από μέσα είναι κοπριές, δεν τρώγονται.
- Αν κάποιος κάνει τέτοια διατροφή, θα φτάσει, λες, στα χρόνια σου;
Χα, χα... πού να ξέρω; Εγώ τα έζησα τα χρόνια μου, τα έζησα. Θέλω να πεθάνω τώρα, ναι! Οι μέρες δε σώνονται.
- Έχεις κουραστεί απ' τη ζωή;
Κουραστεί, δε λες τίποτα! Βαραίνω και τα παιδιά μου.
- Δε θέλει, όμως, να σε πάρει ο Θεός!
Ο Θεός είναι μεγάλος, ας κάμει όπως θέλει! Τι να πω εγώ;
- Τραγούδαγες πολύ ωραία, μου έχει πει η γιαγιά μου.
Και τραγούδαγα και χόρευα και δούλευα. Δόξα τω Θεώ!
- Θέλεις να τραγουδήσεις κάτι;
Δεν μπορώ πια! Αλλά θα σου πω τι έλεγε ένα τραγούδι, τότε με τα πολέμια:
Βογγούν τα όρη τα βουνά
πίσω από την Ελασσόνα
κάτω στο Σαραντάπορο
πέφτουν πολλά κανόνια
τα ρίχνουν Ελληνόπουλα
παιδιά αντρειωμένα
για να ξυπνήσουν οι ήρωες
από το Εικοσιένα...
Ευχαριστώ το Θεό που με έχει γερή και στέκομαι στα ποδάρια μου!
- Θέλεις κάτι από τη ζωή σου;
Δόξα τω Θεώ απού 'μαι στα φρένα μου και συντηριέμαι και περετιόμαι. Το πιο σπουδαίο στον άνθρωπο είναι να κρατιέται το μυαλό του, να έχει τα λογικά του, να αισθάνεται και να καταλαβαίνει...
Της Βάσως Τσοκάνη