Παιδί προσφύγων του '22. Γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Εντάχθηκε από νωρίς στην αριστερά, για να πολεμήσει την κοινωνική αδικία. Διδάχθηκε κλασική κιθάρα από τη Λίζα Ζώη και το Δημήτρη Φάμπα.
Εξελίχθηκε σε μεγάλο κιθαρίστα και συνθέτη - πρώτο τραγούδι του το «Ακρη δεν έχει ο ουρανός» κι από τότε ακολούθησαν 22 δίσκοι. Και συνεχίζει, καταξιωμένος πλέον και διεθνώς.
ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ:
•Οι λίγοι κάνουν πάντα τους αγώνες
•Οι Αμερικάνοι είναι νταβατζήδες των λαών
•Το όμορφο απαιτεί ηρωισμό
•Χωρίς μουσική, γινόμαστε επικίνδυνα όντα
ΠΙΣΤΕΥΕΙ:
•Ο παράδεισος δεν έχει ενδιαφέρον
•Η ποίηση αναβαθμίζει τη ζωή
ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ:
•Να αναπτύξουμε τον ερωτισμό μας για τα πάντα
- Πότε και που γεννηθήκατε, κύριε Μαυρουδή;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, το 1945. Οι γονείς μου ήρθαν το 1922 από τη Μικρασία.
- Τι θυμάστε εντονότερα από τα παιδικά σας χρόνια;
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Την οικογενειακή θαλπωρή θυμάμαι έντονα, που υπήρχε πάντα στο σπίτι μας. Με τους γονείς και τ' αδέλφια μου, ήμασταν έξι άνθρωποι στο σπίτι. Ο πατέρας μου τσαγκάρης, η μητέρα μοδίστρα. Ζούσαμε πολύ αρμονικά, πολύ ζεστά.
- Σας διηγούνταν οι γονείς σας κάποιες ιστορίες από τα όσα πέρασαν το'22;
Για την ταλαιπωρία τους μιλούσαν συνεχώς, γι' αυτή τη φοβερή ιστορία τόσων χιλιάδων ανθρώπων που κόπηκαν ξαφνικά από τις ρίζες τους. Ταραγμένες εποχές και ειδικά τα χρόνια του Εμφύλιου, που ακολούθησαν. Πολύ μεγάλη η φτώχεια, τόσες στερήσεις και τόσες πολλές οι ιστορίες που άκουσα, πραγματικές ιστορίες, όχι παραμύθια.
- Πόσο σας επηρέασαν όλα αυτά;
Πάρα πολύ. Έζησα κι εγώ σ' έναν κοινωνικό περίγυρο μέσα στα φτωχά κοινωνικά στρώματα. Αυτές οι εμπειρίες καθόρισαν τη ζωή μου και από πολύ νωρίς εντάχθηκα στην αριστερά, όπως κι όλοι οι άνθρωποι που μεγάλωσαν μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Γιατί βλέπαμε ότι παιζόταν ένα πολύ άδικο παιχνίδι εις βάρος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
- Μετά από όσα έγιναν το 1922, πώς βλέπετε σήμερα την ιδέα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης;
Να μην ξεχνάμε ότι από τότε έχουν περάσει 80 χρόνια, Έλληνες και Τούρκοι είμαστε γείτονες και έχουμε ως γείτονες κοινά συμφέροντα. Το χειρότερο πράγματα είναι δυο γειτονικοί λαοί να βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Τα παιχνίδια που παίζονται για τα πετρέλαια και ό,τι άλλο εκμεταλλεύσιμο, τα παιχνίδια που παίζονται ανάμεσα στις κυβερνήσεις, δεν μπορούν να βάλουν φράγμα ανάμεσα στις σχέσεις των δυο λαών. Έχω ταξιδέψει στην Τουρκία και έχω συναντήσει πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολλούς ανθρώπους που είναι φίλα προσκείμενοι σ' εμάς. Όσο για τις εμπειρίες των γονιών μου και τις δικές μου, δεν μπορούν παρά να μας βάζουν σε μια επικοινωνιακή πολιτική.
- Δηλαδή διαχωρίζετε τις στάσεις λαών και κυβερνήσεων;
Ασφαλέστατα!
- Με τη μουσική πώς αρχίσατε να ασχολείστε;
Το γεγονός είναι ότι δεν προέρχομαι από μουσικό περιβάλλον, δεν είχε η οικογένειά μου σχέση με τη μουσική.
Θέλησα μόνος μου να ασχοληθώ, όταν ήμουν 12-13 χρονών, επειδή υπήρχε μια κιθάρα στο ντουλάπι, που μας την είχε φέρει ένας θείος ναυτικός. Είχα την περιέργεια να μάθω μερικές συγχορδίες, χωρίς να έχω στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο. Με εντυπωσίαζε αυτό το όργανο και πήγα σε δασκάλα μουσικής. Η πρώτη μου δασκάλα ήταν πολύ καλή, η Λίζα Ζώη. Και μετά η Λίζα με έστειλε σε έναν ακόμη καλύτερο δάσκαλο, τον Δημήτρη Φάμπα, που ήταν και δικός της δάσκαλος. Χάρη σ' αυτούς απέκτησα τη γνώση και συνέχισα σ' αυτό το όργανο, την κλασική κιθάρα.
- Μικρός τι μουσική ακούγατε;
Ποντιακά τραγούδια άκουγα, γιατί στα γλέντια στο σπίτι μαζευόντουσαν οι συγγενείς και φίλοι των γονιών μου, ήταν Πόντιοι κι αυτοί. Αλλά άκουγα και καντάδες, τραγούδια μιας άλλης εποχής, και μαγευόμουνα.
- Ποιοι μουσικοί σας έχουν επηρεάσει;
Χωρίς αμφιβολία, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάνος Χατζηδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης.
- Πότε αρχίσατε να γράφετε τη δική σας μουσική;
Από το 1964. Το πρώτο μου τραγούδι το είχε πει ο Γιώργος Ζωγράφος, στην περίοδο του Νέου Κύματος. Ήταν το «Ακρη δεν έχει ο ουρανός».
- Ποιες είναι οι μουσικές «πηγές» σας;
Επειδή έχω σπουδάσει κλασική κιθάρα, από πολύ νωρίς ήρθα σε επαφή με τα ρεύματα της προκλασικής εποχής του 1500 ως 1600, 1700, με τον Γ.Σ. Μπαχ, το Σκαρλάτι, της εποχής του Μπαρόκ. Αυτές είναι οι μουσικές πηγές μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μουσική μου μοιάζει μ' αυτή τη μουσική. Απλώς, πρόκειται εδώ για μια δεξαμενή απ' όπου άντλησα. Αλλά, μέσα σ' αυτή τη μεγάλη δεξαμενή, οφείλω να βάλω και το ελληνικό ρεμπέτικο τραγούδι.
- Τι σημαίνει για σας η μουσική;
Με μια φράση δεν μπορώ να το πω. Μπορώ όμως να πω ότι μέσα από τους μουσικούς ήχους εκφράζω τα συναισθήματά μου.
- Γράφει κάπου ο Σαίξπηρ ότι «ο άνθρωπος που μουσική δεν έχει εντός του, που η συμφωνία των ήχων των γλυκών δεν τον αναταράζει, για προδοσία, για αρπαγή, για πανουργία είναι φτιαγμένος. Βαριά η κίνηση του πνεύματός του, σαν τη νύχτα^ η θωριά του σκοτεινή σαν έρεβος. Σε τέτοιον πίστη καμιά!». Θα θέλατε να το σχολιάσετε;
Αυτό πραγματικά μπορεί να είναι και ένας έμμεσος ορισμός του τι σημαίνει μουσική. Ακριβώς αυτά είναι τα συμπτώματα όταν δεν έχει κανείς μέσα του μουσική. Τα συναισθήματα έχουν πάντα ανάγκη από ήχους μουσικούς. Αμα δεν έχουμε αυτούς τους ήχους που μας συγκινούν, μπορεί να εξελιχθούμε σε επικίνδυνα όντα.
- Πιστεύετε, λοιπόν, ότι η μουσική έχει σχέση με το ήθος του ανθρώπου;
Βεβαίως, έχει σχέση. Οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς το ήθος, πράγμα που έχει σχέση και με τη μουσική που ακούνε. Προσοχή, όμως, δεν εννοώ ότι κάποιος που ακούει Μπαχ είναι πάντα καλύτερος από κάποιον που ακούει κάτι άλλο. Είναι επικίνδυνο να βγάζουμε τέτοια συμπεράσματα. Πάντως, μπορώ να πω ότι, αν ανατρέξουμε στο παραδοσιακό μας τραγούδι, θα συναντήσουμε ένα άλλο ήθος, διαφορετικό από αυτό όσων σήμερα ασχολούνται με μουσικό σκουπιδαριό, αυτό που λένε «σκυλάδικο», ένα είδος εξευτελισμένου τραγουδιού. Βλέπεις έτσι ότι η εποχή μας είναι πολύ άγρια σε σχέση με την παλιότερη εποχή, είναι πιο επιθετική, με τις μεγάλες ταχύτητες και με το κυνήγι του χρήματος που τη χαρακτηρίζουν. Ε, λοιπόν, αυτά μπορεί να τα καταλάβει κανείς ακούγοντας τη μουσική της εποχής μας, τη συγκεκριμένη, συγκρίνοντάς τη με την παλιότερη, όπως του Νέου κύματος για παράδειγμα.
- Δηλαδή, πες μου τι ακούς να σου πω ποιος είσαι! Ισχύει αυτό;
Α, μπράβο, θα μπορούσε να ειπωθεί κι έτσι. Βέβαια, έρχονται να μας το χαλάσουν κάποια αρνητικά παραδείγματα, όπως οι ναζί, που στα στρατόπεδα συγκέντρωσης άκουγαν Βάγκνερ και άλλους κλασικούς, ενώ έκαναν τους ανθρώπους σαπούνι! Υπάρχουν κι άλλα τέτοια παραδείγματα, ανθρώπων δηλαδή που δεν είναι καλοί, αν και ακούνε καλή μουσική. Αλλά αυτά είναι λίγα, μάλλον εξαιρέσεις.
- Πιστεύετε ότι η μουσική που ακούει η σύγχρονη νεολαία είναι καλή;
Δεν μπορώ να μιλάω για τη νεολαία συνολικά. Αυτά που συστηματικά προβάλλει η τηλεόραση, Βίσση και Βανδή παραδείγματος χάριν, πάνε και τα ακούνε κάποιοι νέοι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι νέοι ακούνε κακή μουσική. Θα ήθελα, όμως, να παρατηρήσω ότι η ελληνική μουσική όλο και περισσότερο ηλεκτροποιείται, μέσω μηχανημάτων, και φαίνεται πως ζητάει άλλους δρόμους ποιοτικούς, στη φάση που διανύει. Όποιος, πάντως, βιαστεί να βγάλει το οποιοδήποτε συμπέρασμα για την ποιότητα της σημερινής μουσικής των νέων, θα κάνει πολύ μεγάλα λάθη.
- Γιατί προτιμάτε να συνεργάζεστε με παιδικές χορωδίες;
Μόνο σε δύο δίσκους μου, σε σύνολο 22 δίσκων, έχω συνεργαστεί με παιδική χορωδία. Απλώς, υπήρξαν οι συγκυρίες. Ένα παλιότερο τραγούδι μου, με τίτλο «Ο παλιάτσος», που βραβεύτηκε σε διεθνή διαγωνισμό στη Λισσαβόνα της Πορτογαλίας, ήταν το έναυσμα για να γράψω τραγούδια για παιδική χορωδία. Λέω για παιδική χορωδία, δε λέω για παιδιά, διότι τα τραγούδια που επέλεξα γι' αυτούς τους δύο δίσκους δεν είναι τραγούδια παιδικά, είναι τραγούδια για όλες τις ηλικίες, μόνο που έβαλα παιδική χορωδία να τα τραγουδήσει. Κι είχαν επιτυχία και οι δύο αυτοί δίσκοι. Ξεφύγαμε κι από εκείνα τα παλιά του τύπου «ένα φράγκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα...»!
- Υπάρχει κάτι επαναστατικό σ' αυτή την προσπάθεια;
Δεν θα έλεγα κάτι επαναστατικό, γιατί δημιουργούνται άλλοι συνειρμοί. Θα έλεγα, όμως, ανατρεπτικό!
- Πάντως, τα τραγούδια με την παιδική χορωδία στέλνουν μηνύματα που ταρακουνούν. Ειδικά ο «Παλιάτσος»...
Ναι, αλλά και να σκεφτούμε ότι σήμερα ένα παιδί δεν ακούει πια παραμύθια από τη γιαγιά. Αντίθετα, η γιαγιά το παίρνει και το στήνει μαζί της μπροστά στην τηλεόραση και βλέπει το παιδάκι ό,τι κι η γιαγιά του, φόνους, αίμα να χύνεται, ληστείες, βιασμούς. Οι οπτικές εικόνες του παιδιού είναι ό,τι και των μεγάλων. Συνεπώς, πρέπει κι εμείς που φτιάχνουμε τραγούδια να μιλήσουμε με μια άλλη γλώσσα στα παιδιά και όχι να μπεμπεκίζουμε. Αν έφτιαχνα σήμερα τραγούδια όπως το «ένα φράγκο η βιολέτα...», θα ήμουνα ψεύτης απέναντι στα παιδιά, γιατί τα σημερινά παιδιά είναι πολύ διαφορετικά από τα παιδιά που ζήσανε πριν την τηλεόραση.
- Τελικά, μήπως η τηλεόραση, τα μεγάλα Μ.Μ.Ε., κατευθύνουν τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ώστε να ικανοποιούν τα δικά τους υλιστικά συμφέροντα;
Αυτό είναι γεγονός. Αλλά χρειάζεται γνώση, για να μην πέφτουμε στις παγίδες τους.
- Είναι, επίσης, γεγονός ότι ούτε ο γονιός ούτε ο δάσκαλος μπορεί να επηρεάζει σήμερα το παιδί στο βαθμό που το επηρεάζει η τηλεόραση. Έχει αναλάβει η τηλεόραση το ρόλο του «παιδαγωγού» σήμερα;
Ναι, βέβαια! Όλα αυτά, τηλεόραση, ραδιόφωνο, βίντεο-κλιπς κ.λ.π., διαμορφώνουν τη ζωή μας. Μα υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, όπως η προσπάθεια του καθενός μας με τα παιδιά, η προσπάθεια κάποιων δασκάλων που επιμένουν, η προσπάθεια μέσω του καλού θεάτρου, του καλού κινηματογράφου, της καλής συναυλίας. Να ξέρετε ότι, όταν γίνεται μια καλή συναυλία ή μια καλή θεατρική παράσταση, πλημμυρίζει ο χώρος από νέα παιδιά. Το καλό θέαμα προσελκύει κι αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί ο κόσμος καταλαβαίνει πόσο τον ωφελεί.
- Πιστεύεις πως η τέχνη «θα σώσει τον κόσμο»;
Πιστεύω πως η τέχνη μπορεί να παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο για να σώσει την ψυχή των ανθρώπων. Είχε δίκιο ο Ντοστογιέφσκι που έλεγε «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Αυτό, όμως, είναι συμβολικό. Δε σημαίνει ότι η ομορφιά ενός φωτομοντέλου θα σώσει τον κόσμο. Ο Ντοστογιέφσκι εννοεί μια βαθύτερη ομορφιά. Το να επιλέγει κανείς το αληθινά όμορφο είναι δύσκολο πράγμα. Πρέπει κανείς να περάσει από πολλά στάδια μέχρι να φτάσει σ' αυτό, να κάνει αγώνα. Το να επιλέγεις το όμορφο είναι γενναιότητα, είναι ηρωισμός.
- Σήμερα ανατρέπονται πολλά. Πιστεύετε ότι κάποια άσχημα θεωρούνται από τους πολλούς ανθρώπους όμορφα;
Βεβαίως! Οι πολλοί δεν έχουν ακόμα τη γνώση του όμορφου.
- Αρα, οι λίγοι θα σώσουν τον κόσμο;
Αυτό ισχύει σε κάθε εποχή. Οι λίγοι προσπαθούν να σώσουν τον κόσμο, πράγμα που έχουν δείξει και όλα τα ιδεολογικά κινήματα. Ποτέ δεν ήταν οι πολλοί που αγκάλιασαν το όμορφο. Αν, για παράδειγμα, ο λαός θεωρεί τώρα τον Ελύτη μεγάλο ποιητή, δεν είναι γιατί όλος ο λαός έχει διαβάσει Ελύτη. Οι οκτώ στους δέκα δεν έχουν διαβάσει κάτι από Ελύτη. Αν θεωρούν τον Ελύτη μεγάλο ποιητή, είναι απλώς γιατί οι λίγοι έχουν καταφέρει να εμφυσήσουν στους πολλούς την αύρα του Ελύτη.
- Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ποιητής;
Πολλοί ποιητές, αλλά ο πιο αγαπημένος είναι ο Τάσος Λειβαδίτης. Αυτό που με γοητεύει στον Λειβαδίτη είναι ο εμπειρικός του λόγος, η απόλυτη βίωση των πραγμάτων. Η ποίησή του είναι γεμάτη ρεαλισμό, αλλά και γεμάτη όνειρο ταυτόχρονα... Μιλάει συγχρόνως γήινα και ουράνια.
- Πώς βλέπετε τη μελοποίηση του Λειβαδίτη από τον Γιώργο Τσαγκάρη;
Δε θα ήθελα να μιλήσω για τη δουλειά ενός συνάδελφού μου.
- Μπορεί η ποίηση να υπάρχει μέσα στην καθημερινή ζωή;
Ασφαλώς! Η ποίηση δεν είναι υπόθεση μόνο των ποιητών. Αλλο, βέβαια, να γράφεις ποίηση κι άλλο να αισθάνεσαι ποιητικά. Αισθάνομαι ποιητικά, χωρίς να γράφω ποίηση. Μέσα από τη μουσική μου, μπορώ να φτιάχνω «ποιήματα» με ήχους. Προσπαθώ να ανεβάσω την ποιότητα της ζωής μου κι είναι ποιητικό αυτό.
- Διαπιστώνετε ότι είναι ιδιαίτερα έντονη η παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα;
Είμαστε μια μικρή χώρα με πάρα πολλούς μεγάλους ποιητές. Παράγουμε ποιητές κι ένα τεράστιο έργο ποιητικό, όπως και μουσικό και εικαστικό, που είναι δείγματα ενός υψηλού πολιτισμού.
- Εσείς που το αποδίδετε αυτό;
Και στο περιβάλλον και σε μια... κληρονομικότητα. Η ποίησή μας ταξιδεύει στο χρόνο, είναι σα μια σκυτάλη, που την παίρνουν οι νεώτεροι από τους παλιότερους και προχωρούνε.
- Είναι σημαντικός κι ο ρόλος της παράδοσης;
Σήμερα, η παράδοση έχει φθαρεί αρκετά στη συνείδηση των ανθρώπων. Ωστόσο, στη χώρα μας υπάρχει μια σθεναρή αντίσταση στη φθορά της παράδοσης. Το παρατηρώ αυτό και στις δισκογραφικές δουλειές που γίνονται. Υπάρχουν καταπληκτικές εκδόσεις παραδοσιακής μουσικής με νέα συγκροτήματα. Επίσης, παρατηρώ μια επιμονή των νέων παιδιών στο ρεμπέτικο τραγούδι. Ναι, είναι σημαντικότατος ο ρόλος της παράδοσης κι ευτυχώς που σ' αυτούς τους χαλεπούς καιρούς υπάρχει αντίσταση.
- Με την πολιτική ποια είναι η σχέση σας; Θα μπορούσατε να ασχοληθείτε ενεργά;
Κατηγορηματικά, όχι! Είμαι ψηφοφόρος και παρατηρητής, διαβάζω εφημερίδες, περιοδικά, ενημερώνομαι, σκέπτομαι, ενδιαφέρομαι κι έχω απόψεις για τα πράγματα. Αλλά δε θα ανακατευθώ με την πολιτική, να μπω δηλαδή σε ψηφοδέλτια και να παίξω κάποιο ρόλο στη Βουλή.
- Ποια είναι η άποψή σας για τη στάση της Αμερικής προς τις άλλες χώρες;
Η ίδια πάντα στάση. Η Αμερική συνεχίζει να παίζει το ρόλο ενός νταβατζή απέναντι στις άλλες χώρες, ενός αμείλικτου νταβατζή, όχι σαν αυτούς τους λαϊκούς που πότε-πότε μπορεί και να συγχωρούν τη γυναίκα που εκμεταλλεύονται. Η Αμερική είναι ο νταβατζής όλου του κόσμου και δεν αγαπάει κανέναν. Τώρα πλέον έχει καταφέρει να αγοράσει και τις συνειδήσεις των ευρωπαϊκών πλουτοπαραγωγικών χωρών. Έτσι καθορίζει και τη μοίρα της Ευρώπης, με βάση τα δικά της οικονομικά συμφέροντα... Και να μη μας διαφεύγει ότι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία μπορεί να έγινε κυρίως από την Αμερική, αλλά έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Οι Ευρωπαίοι έγιναν φιλοαμερικάνοι, έγιναν δηλαδή ασυνείδητοι Ευρωπαίοι. Αν, όμως, η Ευρώπη θέλει να ακολουθήσει το δικό της δρόμο τώρα που έχει τη δύναμη, δεν πρέπει να συμπορεύεται με τις αμερικάνικες επιλογές. Αυτό εξαρτάται από την πίεση που θα ασκήσει ο ευρωπαϊκός λαός προς τις κυβερνήσεις του.
- Νομίζετε ότι, για να είμαστε διανοητικά και ψυχικά υγιείς, προϋπόθεση είναι να έχουμε ελεύθερο χρόνο;
Έτσι είναι. Και, δυστυχώς, ο ελεύθερος χρόνος μας συρρικνώνεται συνεχώς. Υπάρχει μια υστερία που έχει δημιουργήσει η διαφήμιση και έχουν πεισθεί οι άνθρωποι και θέλουν ν' αποκτήσουν όλο και περισσότερα πράγματα, παίρνουν περισσότερα δάνεια, χώνονται στα χρέη και τρέχουν για να αντεπεξέλθουν, ζώντας μέσα σε μια αιχμαλωσία. Έχω βρεθεί κι εγώ σ' αυτόν το λαβύρινθο, να προσπαθώ να έχω ελεύθερο χρόνο και να μην μπορώ.
Ο Ν. Μαυρουδής, με τη σοπράνο Ν. Λοτσάρη και τον κιθαρίστα Π. Μάργαρη, πέρσι το Μάη στη Χαλκίδα (ΦΩΤΟ: «Ευβοϊκή Γνώμη»)
- Με τη θρησκεία τι σχέσεις έχεις;
Τη σχέση ενός ανθρώπου που σέβεται το διπλανό του. Δεν είμαι θρησκευόμενος, αλλά σέβομαι τους θρησκευόμενους. Με ενδιαφέρουν περισσότερο αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας κι όχι αυτά που θα συμβούν στον Παράδεισο. Στην εκκλησία πάω μόνο στον Επιτάφιο και στην Ανάσταση. Η θρησκεία, αλλά και η κάθε ιδεολογία, με ενδιαφέρει μόνο στην περίπτωση που μπορεί να γίνει πράξη.
- Τι σας ενοχλεί στο χώρο της θρησκείας ή της εκκλησίας;
Υπάρχουν πράγματα που με ενοχλούν. Με ενοχλεί όταν ένα χωριό είναι πάμπτωχο και έχει 3-4 εκκλησίες. Με ενοχλεί που η εκκλησία αδιαφορεί για την καλλιτεχνική δημιουργία και για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Με ενοχλούν όλα αυτά που συμβαίνουν με τις... υπογραφές και τόσα άλλα που δείχνουν ότι η εκκλησία δεν αναγνωρίζει το ρόλο της, ο οποίος είναι να συμπαρίσταται στο ποίμνιο των πιστών, αλλά χώνεται στα πόδια της πολιτικής και παίζει άλλους ρόλους. Το θεωρώ αποπνευματοποίηση αυτό.
- Τι θα θέλατε να πείτε στα παιδιά;
Θα πω ό,τι μου έλεγε ο πατέρας μου: γνώση, γνώση, γνώση! Ας έχουμε γνώση και βλέπουμε. Ας δούμε θέατρο, ας ακούσουμε μουσική και, κυρίως, ας αναπτύξουμε τον ερωτισμό μας.
- Πώς εννοείτε τον ερωτισμό;
Ο ερωτισμός δεν είναι κάτι που έχει να κάνει σώνει και καλά με τον έρωτα προς κάποιον άλλο. Έχει να κάνει με το πάθος για όλα τα πράγματα. Με ερωτισμό πρέπει να συμπεριφερόμαστε και προς τη φύση και προς την ποίηση, προς ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι κι αν είναι αυτό.
- Σας ευχαριστούμε για όλα, και για τη συνέντευξη και για τη συμμετοχή σας στην Κριτική Επιτροπή των Φετινών Ποιητικών Αγώνων μας και για την αποδοχή της πρότασής μας να συμμετάσχετε στο δίσκο με τα καλύτερα ποιήματα των Πανευβοϊκών Μαθητικών Αγώνων Ποίησης.
Πολύ καλή η ιδέα του Θανάση Γκαϊφύλλια για τη μελοποίηση των μαθητικών ποιημάτων. Να 'στε καλά!
Τη συνέντευξη πήραν οι:
Βάσια Καλαβρή και Κυριακή Παπαναστασίου.