Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Εγκυκλοπαιδικά για το ρετσίνι

Ρετσίνι, το δάκρυ του Πεύκου - Γυμνάσιο, Λύκειο Λίμνης. Απρίλιος 2004

Βιβλιογραφία:

  • Γεωργίου Τσουμή: Συγκομιδή δασικών προιόντων Θεσσαλονίκη 1995
  • Αντώνη Παπαγιαννόπουλου: Εγχειρίδιο ρητίνευσης Αθήνα Ιούνιος 2002

Η ρητίνη είναι ένα παχύρρευστο, άχρωμο υγρό που εκκρίνεται από ορισμένα είδη κωνοφόρων δέντρων (κυρίως πεύκων) όταν πληγωθούν. Από χημική άποψη, η ρητίνη είναι μίγμα ρητινικών οξέων (κολοφωνίου και πτητικού ελαίου (τερεβινθελαίου). Η ροή της ρητίνης γίνεται από ρητινοφόρους αγωγούς. Σε μια τομή ξύλου, οι αγωγοί αυτοί φαίνονται με γυμνό μάτι ή με φακό, αλλά η δομή τους διακρίνεται μόνο με μικροσκόπιο.

Έτσι διαπιστώνεται, ότι είναι σωληνόμορφες κατασκευές, που είναι τοποθετημένες αξονικά και ακτινικά, και ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα «δίκτυο συγκοινωνούντων αγγείων». Οι ρητινοφόροι αγωγοί δεν είναι κύτταρα, αλλά κενοί χώροι ανάμεσα στα κύτταρα του ξύλου και έχουν εσωτερική επένδυση από ειδικευμένα κύτταρα (παρεγχυματικά, επιθηλιακά). Τα κύτταρα αυτά είναι πηγή της Ρητίνης. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ρητίνη εκκρίνεται μόνο από ρητινοφόρους αγωγούς που βρίσκονται στο σομφό ξύλο. Στο εγκάρδιο ξύλο, οι αγωγοί είναι κλειστοί (αποφραγμένοι).

Εκτός από τους κανονικούς, υπάρχουν και τραυματικοί ρητινοφόροι αγωγοί που δημιουργούνται ύστερα από πλήγωση. Αυτοί συνήθως είναι μόνο αξονικοί, και μπορεί να βρίσκονται σε είδη που δεν έχουν κανονικούς αγωγούς, π.χ. στην ελάτη.

Ρητινοφόροι αγωγοί υπάρχουν στα πεύκα, την ερυθρελάτη και στα ξενικά είδη ψευδοτσούγκα και λάρικα, αλλά ρητίνη σε σημαντικές ποσότητες παράγεται μόνο από ορισμένα είδη πεύκων, κυρίως θερμών περιοχών. Στην Ελλάδα, η ρητίνη παράγεται μόνο από τη χαλέπιο πεύκη (pinus halepensis)

Ρητίνη παράγεται από ζωντανά δέντρα - με συστηματική πλήγωση τους. Πηγή ρητίνης είναι όμως και φυσικά ή τεχνητά δαδοποιημένο (εμποτισμένο με ρητίνη) ξύλο, από το οποίο παραλαμβάνονται τα συνθετικά της ρητίνης, κολοφώνιο και τερεβινθέλαιο, με απόσταξη ή πολτοποίηση.

Ρητίνευση δέντρων - Μέθοδοι συγκομιδής
Συγκομιδή ρητίνης από ζωντανά δέντρα μπορεί να γίνει με δυο μεθόδους: α. πελέκηση και β. αποφλοίωση και χημική επίδραση. Και στις δυο, η πλήγωση (πελέκηση ή αποφλοίωση) συνήθως αρχίζει από τη βάση του δέντρου και προχωρεί στο ανώτερο δυνατό ύψος που μπορεί να φτάσει ο ρητινεργάτης. Η ρητίνευση μπορεί να ξαναρχίσει από την αντίθετη πλευρά ή και σε τρίτο «μέτωπο», και είναι δυνατό δυο μέτωπα να ρητινεύονται συγχρόνως. Οι διαστάσεις (ύψος, πλάτος) του ετήσιου μετώπου εξαρτώνται από τη μέθοδο ρητινεύσεως και τη διάμετρο (ή περίμετρο) του δέντρου και διαφέρει σε διάφορες χώρες. Η ρητίνη συλλέγεται σε πήλινα, μεταλλικά ή πλαστικά δοχεία, που στερεώνονται στον κορμό του δέντρου και κάθε χρόνο μετακινούνται στην αρχή του νέου ρητινευόμενου μετώπου. Η περίοδος ρητινεύσεως διαρκεί από τον Μάρτιο ως τον Οκτώβριο - Νοέμβριο.

Αλλοτε ρητινευόταν η τραχεία πεύκη (pinus brutia) και σε ορισμένες περιπτώσεις (στον Πάρνωνα) η μαύρη πεύκη (Ρ. nigra). Αλλα ρητινευόμενα είδη: Στην Ευρώπη Ρ. maritima, Ρ pinea
Το ίδιο ισχύει και για άλλες, παλιές μεθόδους, όπως π.χ. ρητίνευση με διάτρηση του δέντρου (άνοιγμα οπών με τρυπάνι).

α. Πελέκηση
Η πελέκηση ήταν η μοναδική μέθοδος ρητινεύσεως στο παρελθόν, αλλά τώρα έχει μάλλον ιστορική σημασία. Στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί τρεις παραλλαγές: κουντουριώτικη, σοφικίτικη και αγκιστριώτικη, που πήραν τα ονόματα από ομώνυμες περιοχές της νότιας Ελλάδας (Κουντουρα, Σοφικό, Αγκίστρι). Οι κύριες διαφορές τους σχετίζονται με τη μορφή του εργαλείου και το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο διαδοχικές πελεκήσεις. Στην κουντουριώτικη παραλλαγή, η κεφαλή του εργαλείου πελεκήσεως σχηματίζει ορθή γωνία (90°) με τη λαβή του και η πελέκηση γίνεται κάθε βδομάδα, ενώ στις άλλες η γωνία είναι 60° και η πελέκηση γίνεται κάθε 3 - 4 μέρες. Επίσης, υπάρχουν διαφορές στο βάρος του εργαλείου (βαρύτερο στην κουντουριώτικη), το σχήμα που έχει το επάνω μέρος του μετώπου (καμπύλο στην κουντουριώτικη, ευθύ ή σχεδόν ευθύ στις άλλες), το πλάτος της κοπτικής ακμής του εργαλείου (κουντουριώτικη 5,5 εκ., σοφικίτικη 4 εκ., αγκιστριώτικη 3,5 εκ.), και το πλάτος του μετώπου (8-16 εκ., κουντουριώτικη συνήθως 7-8 εκ). Σε μια πρωτόγονη εφαρμογή της ρητινεύσεως με πελέκηση, η συλλογή της ρητίνης γινόταν σε λάκκο ή «γούβα» που ανοιγόταν στον κορμό του δέντρου ή στο έδαφος. Εκτός από την παραμόρφωση του δέντρου στο μήκος του κορμού που ρητινεύεται (ιδίως όταν η ρητίνευση είναι μακροχρόνια και γίνεται με περισσότερα από ένα μέτωπα), και την ελάττωση της μηχανικής αντοχής (μερικά δέντρα σπάζουν από τον αέρα), μειονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι η ανάγκη συχνής επιστροφής(κάθε 3-7 μέρες) για απόξεση και επιμήκυνση του μετώπου ώστε να μη διακόπτεται η ροή ρητίνης

Αυτή η συχνή επιστροφή μεγαλώνει το κόστος συγκομιδής και δίνει μικρό εισόδημα στους ρητινεργάτες. Η μέθοδος πελεκήσεως σπάνια χρησιμοποιείται στη χώρα μας.

β. Αποφλοίωση και χημική επίδραση
Η ιδέα ρητινεύσεως με αποφλοίωση βασίζεται στην ανατομία του ξύλου των δέντρων, συγκεκριμένα στην ύπαρξη αξονικών και ακτινικών ρητινοφόρων αγωγών που επικοινωνούν μεταξύ τους. Η επικοινωνία αυτή σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητη η πελέκηση του ξύλου για να «κοπούν» οι αξονικοί ρητινοφόροι αγωγοί αρκεί η αποφλοίωση που, σε συνδυασμό με χημική επίδραση, ανοίγει τους ακτινικούς.

Η μέθοδος προέρχεται από τη Γερμανία. Εκεί, και στη Ρωσία, έγιναν οι πρώτες δοκιμές σε δασική πεύκη (το 1933), αλλά η τεχνική αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ύστερα από σχετικό πειραματισμό (από το 1936), η μέθοδος άρχισε να εφαρμόζεται στην πράξη, στην αρχή (1943) με αποφλοίωση και ψεκασμό υδατικού διαλύματος θειικού οξέος (50-60%), και αργότερα (1966) με αποφλοίωση και επάλειψη του οξέος σε μορφή άσπρης «πάστας» (αλοιφής). Η πάστα παρασκευάζεται με υδατικό διάλυμα οξέος (50-60%) και καολίνη, αλλά μερικοί προσθέτουν και μικρή ποσότητα χλωριούχου ασβεστίου για ρύθμιση της ρευστότητας. Οι αναλογίες (κατά βάρος) είναι 70% θειικό οξύ, 20% καολίνης και 10% χλωριούχο ασβέστιο: 27 (Το χλωριούχο ασβέστιο δεν θεωρείται απαραίτητο). Στις Η.Π.Α., χρησιμοποιείται (από το 1970) μαύρη πάστα, που θεωρείται βελτιωμένη. Αυτή παρασκευάζεται όχι με καολίνη, αλλά με σκόνη από κελύφη των καρπών ενός τοπικού δασικού δέντρου carya illioensis, που μοιάζουν με καρύδια (pecan).

Στη ρητίνευση με αποφλοίωση χρησιμοποιείται ειδικό εργαλείο και κάθε φορά αφαιρείται μια λωρίδα φλοιού κάθετα στον κορμό-ενώ η πελέκηση γίνεται παράλληλα.

Στη «γαλλική» μέθοδο πελεκήσεως, που είναι γενικά όμοια με αυτές τις ελληνικές παραλλαγές, το πλάτος του μετώπου είναι 9 εκ.

Πριν από την αποφλοίωση (ή πελέκηση) γίνεται προετοιμασία του δέντρου, δηλαδή απόξεση του μεγαλύτερου μέρους του εξωτερικού φλοιού (ξηροφλοίου) με ειδική «ξύστρα» και σε επιφάνεια που περίπου αντιστοιχεί στο ετήσιο μέτωπο ρητινεύσεως. Η εργασία μπορεί να γίνει και μηχανικά με αποξεστικό εξάρτημα που προσαρμόζεται σε κινητήρα αλυσοπρίονου.

Η διάμετρο του δέντρου και το πλάτος της κυμαίνεται από 2 ως 5 εκ., και εξαρτάται από το είδος πεύκου, τον ρυθμό αποφλοιώσεως (χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο διαδοχικές αποφλοιώσεις) και τη μορφή με την οποία χρησιμοποιείται το οξύ, δηλαδή αν είναι υδατικό διάλυμα ή πάστα. Το επάνω μέρος της αποφλοιωμένης λωρίδας ψεκάζεται με το υδατικό διάλυμα ή εκεί τοποθετείται η πάστα. Το οξύ προχωρεί βαθμιαία προς τα επάνω, καταστρέφει τους ιστούς ανάμεσα στο ξύλο και το φλοιό, και προοδευτικά ανοίγει ρητινοφόρους αγωγούς. Όταν η επίδραση του οξέος ελαττώνεται ή παύει, γίνεται νέα αποφλοίωση και νέα χημική επίδραση. Το διάστημα ανάμεσα σε διαδοχικές αποφλοιώσεις μπορεί να επιμηκυνθεί μέχρι 21 μέρες όταν χρησιμοποιείται υδατικό διάλυμα και μέχρι 28 μέρες όταν χρησιμοποιείται πάστα. Είναι φανερό ότι αυτή η επιμήκυνση του χρόνου είναι σημαντικό πλεονέκτημα από άποψη χρόνου και δαπάνης σε σύγκριση με τη μέθοδο ρητινεύσεως με πελέκηση.

Σε σύγκριση με το υδατικό διάλυμα, η πάστα πλεονεκτεί σε ασφάλεια, ευκολία χρήσεως και αποτελεσματικότητα. Το υδατικό διάλυμα παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες από άποψη ελέγχου ψεκαζομένης ποσότητας και ομοιομόρφου ψεκασμού υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για τους ρητινεργάτες από διασπορά σταγονιδίων οξέος (τόσο το υδατικό διάλυμα όσο και η πάστα ερεθίζουν το δέρμα και καταστρέφουν τα ρούχα) το υδατικό διάλυμα ρέει προς τα κάτω, και εκτός που γίνεται σπατάλη του, προκαλεί οξείδωση μεταλλικών δοχείων και οδηγών συλλογής το υδατικό διάλυμα αναμιγνύεται με τη ρητίνη, πράγμα που υποβαθμίζει την ποιότητα της και μπορεί να κάνει αναγκαία πρόσθετη βιομηχανική κατεργασία καθορισμού. Αυτά τα μειονεκτήματα αποφεύγονται με την πάστα, που συγχρόνως επιμηκύνει και το χρόνο μεταξύ δυο διαδοχικών επισκέψεων στο ίδιο δέντρο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Για όλους αυτούς τους λόγους, και παρόλο που η τοποθέτηση της, χρειάζεται σχετικά λίγο περισσότερο χρόνο, η πάστα έχει αντικαταστήσει το υδατικό διάλυμα οξέος και έχει επικρατήσει ως υλικό ρητινεύσεως.

Η ρητίνευση με πάστα εφαρμόζεται με παραλλαγές σε διάφορες χώρες. Οι παραλλαγές αυτές αναφέρονται κυρίως στο μήκος της λωρίδας που αποφλοιώνεται, και στον ρυθμό αποφλοιώσεως και τοποθετήσεως της πάστας. Στην Ελλάδα υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, που καθορίζει το μήκος της λωρίδας (8-14 εκ.) ανάλογα με την περίμετρο του δέντρου, το συνολικό ύψος του ετήσιου μετώπου (35 εκ.), και τον ρυθμό ρητινεύσεως (14 μέρες). Από το συνολικό ύψος και τον ρυθμό ρητινεύσεως προκύπτει ότι το πλάτος της λωρίδας που αποφλοιώνεται κάθε φορά πρέπει να είναι 2 εκ. περίπου (16 επεμβάσεις/χρόνο). Στην Πορτογαλία, το μήκος είναι σταθερό (9 εκ.), το ετήσιο ύψος του μετώπου 45 εκ., και ο ρυθμός ρητινεύσεως 22 μέρες (9 επεμβάσεις)6. Στις Η.Π.Α., το μήκος είναι μεγάλο, ίσο με τη διάμετρο του δέντρου (Σχ. 2.2) και ο ρυθμός ρητινεύσεως 21-28 μέρες το πλάτος της λωρίδας εξαρτάται από τον ρυθμό ρητινεύσεως, και είναι 4 εκ. περίπου (1,5 ίντσας) για ρυθμό 21 μέρες και 5 εκ. (2 ίντσες) για ρυθμό 28 μέρες.

Η πάστα τοποθετείται με τη μορφή λεπτής κυλινδρικής ταινίας (όπως η οδοντόπαστα, Εικ. 2.5), που έχει πάχος (διάμετρο) 2-3 πιπί, ανάλογα με τον ρυθμό ρητινεύσεως. (Στην Ελλάδα 2 mm, στις Η.Π.Α. 2 mm για ρυθμό 21 μέρες και 3 mm για ρυθμό 28 μέρες). Στις Η.Π.Α. έχει δοκιμαστεί και μικτό σύστημα ρητινεύσεως με πάστα, ως εξής: Μάρτιος -Μάιος 28 μέρες, Ιούνιος - Αύγουστος 21 μέρες, Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 28 μέρες .

Η ποσότητα της πάστας έχει μεγάλη σημασία, γιατί από αυτήν εξαρτάται το ύψος διεισδύσεως του οξέος. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα ανάμεσα σε δυο διαδοχικές επισκέψεις τόσο περισσότερο πρέπει να είναι το οξύ για να προχωρεί ψηλότερα. Υπάρχει βέβαια ένα όριο, γιατί πολύ οξύ (πολύ πάστα) μπορεί να προκαλέσει υπερβολική διείσδυση και αχρήστευση μέρους του μετώπου ρητινεύσεως. Αντίθετα, με λίγο οξύ, η διείσδυση δεν είναι αρκετή και η παραγωγή ρητίνης είναι λίγη. Όταν παύει η διείσδυση, παύει και η ροή ρητίνης και τότε αποφλοιώνεται νέα λωρίδα. Το πλάτος κάθε νέας λωρίδας καθορίζεται, όπως αναφέρθηκε, αλλά στην πράξη μπορεί να ποικίλλει. Σκοπός κάθε νέας αποφλοιώσεως είναι η απομάκρυνση της περιοχής που διείσδυσε το οξύ. Μεγαλύτερη (πλατύτερη) αποφλοίωση σημαίνει σπατάλη μετώπου. Προσοχή χρειάζεται και στο τέλος κάθε περιόδου ρητινεύσεως: το ποσό της πάστας πρέπει να είναι λιγότερο από το κανονικό πάχος ταινίας (μικρότερο από 2 MM) για να αποφεύγεται υπερβολική διείσδυση τον χειμώνα, και επομένως μεγαλύτερη αποφλοίωση και σπατάλη μετώπου την επόμενη περίοδο ρητινεύσεως. Πρέπει να σημειωθεί, ότι σε περίοδο ξηρασίας τα δέντρα δεν αντιδρούν κανονικά και μπορεί, με κανονική ποσότητα πάστας (ή υδατικού διαλύματος οξέος), η διείσδυση να είναι υπερβολική. Στην περίπτωση αυτή, όπως και όταν η ζωτικότητα των δέντρων είναι μικρή, το μέτωπο ξηραίνεται. Είναι ευνόητο, ότι ο ρητινεργάτης πρέπει να προσαρμόζεται σε τέτοιες καταστάσεις, να αποφεύγει να τοποθετεί πολύ οξύ. Επίσης, επειδή το οξύ διεισδύει και πλευρικά, δεύτερο μέτωπο πρέπει να ανοίγεται σε αρκετή απόσταση (7-10 εκ.).

Η σωστή τοποθέτηση της πάστας στη θέση δράσεως (κατά μήκος του εσωτερικού μέρους του εσωτερικού φλοιού) έχει ευνόητη σημασία. Επίσης έχει σημασία αν, με την αποφλοίωση, δεν αφαιρείται μόνον ο φλοιός αλλά πληγώνεται και το ξύλο, γιατί τότε η πάστα δεν μπορεί να τοποθετηθεί κανονικά. Το δοχείο που αποθηκεύεται η πάστα πρέπει να διατηρείται καλά κλειστό (το θειϊκό οξύ είναι υγροσκοπικό και μπορεί να παίρνει υγρασία από την ατμόσφαιρα). Επίσης, πρέπει να γίνεται καλή ανάμιξη του περιεχομένου του προτού να τοποθετηθεί στα μικρά πλαστικά δοχεία εργασίας (προσθήκη υγρού οξέος για ρύθμιση της ρευστότητας της πάστας απαγορεύεται)16. Τα δοχεία εργασίας πρέπει να καθαρίζονται κάθε μέρα με άφθονο νερό, και να αφήνονται τη νύχτα γεμάτα με νερό για να διαλύονται τυχόν υπολείμματα πάστας. Επειδή τα στόμια τους φθείρονται από τριβή με το δέντρο, έχουν κατασκευαστεί βελτιωμένα στόμια με ενσωματωμένη μεταλλική κορυφή.

Η συλλογή της ρητίνης γίνεται σε πήλινα, μεταλλικά (γαλβανισμένη λαμαρίνα, αλουμίνιο) ή πλαστικά δοχεία. Στις Η.Π.Α. έχουν δοκιμαστεί χάρτινα δοχεία (χάρτινες σακούλες) ειδικής κατασκευής, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά.

Η ρητίνη οδηγείται από το μέτωπο στο δοχείο συλλογής με μεταλλικούς οδηγούς που στερεώνονται με ειδικά δικέφαλα καρφιά. Τέτοια καρφιά είναι απαραίτητα για να βρίσκονται εύκολα και να απομακρύνονται πριν από την υλοτομία των δέντρων και την κατεργασία του ξύλου, γιατί αλλιώς προκαλούν καταστροφές σε μηχανήματα κατεργασίας. Το δοχείο συλλογής συγκρατιέται με ένα ή δυο μεγάλα καρφιά και υποστηρίζεται από τον οδηγό. Για να αποφεύγεται ρύπανση της ρητίνης από φλοιό, το δοχείο σκεπάζεται με ειδικό κάλυμμα όταν γίνεται αποφλοίωση. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται ενισχυμένες πλαστικές σακούλες που συγκρατιούνται συνήθως με κοινά (όχι δικέφαλα) καρφιά και μεταλλικό έλασμα - χωρίς οδηγό. Η παρουσία των καρφιών αχρηστεύει το ξύλο από τεχνική άποψη ακόμα και για θρυμματισμό.

Στις Η.Π.Α. έχει γίνει προσπάθεια μηχανοποιήσεως των εργασιών συγκομιδής της ρητίνης με μηχανική αποφλοίωση, και στερέωση των (χάρτινων) δοχείων συλλογής με συνδετήρες και πεπιεσμένο αέρα. Επίσης, κατασκευάστηκε ένα πρότυπο όχημα για μετακίνηση από δέντρο σε δέντρο και μηχανική διεξαγωγή της εργασίας. Αυτά δεν βρήκαν πρακτική εφαρμογή.

Συνέπειες ρητινεύσεως
Η ρητίνευση δεν έχει δυσμενείς επιδράσεις στην αξιοποίηση του ξύλου, που εξακολουθεί να είναι κατάλληλο για διάφορα προϊόντα (πριστή ξυλεία, στύλοι, αντικολλητά, χαρτοπολτός, μοριοπλάκες κ.ά), με την προϋπόθεση ότι δεν συνεχίζεται πολλά χρόνια, η υλοτομία των δέντρων γίνεται αμέσως μετά τη διακοπή της ρητινεύσεως, και απομακρύνονται με προσοχή καρφιά ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα (οδηγοί ρητινοσυλλογής) πριν από την κατεργασία του ξύλου. Μακροχρόνια ρητίνευση, ιδίως με περισσότερα μέτωπα, παράμορφώνει το ρητίνευόμενο μέρος του κορμού, και αυξάνει τη δαδοποίηση του ξύλου (εμποτισμό με ρητίνη) επάνω και πίσω από τα μέτωπα. Η παραγωγή ρητίνης δεν πρέπει να είναι μοναδική ή κύρια επιδίωξη της διαχειρίσεως των ρητινευόμενων δασών, όπως γίνεται στην Ελλάδα. Συνδυασμός παραγωγής ρητίνης και ξύλου είναι δυνατό να γίνει. Στις Η.Π.Α., η ρητίνευση διαρκεί μόνο 4-8 χρόνια και η ρητίνη θεωρείται ένα παραπροϊόν που συγκομίζεται πριν από την υλοτομία. Το ίδιο και στην Πορτογαλία η διάρκεια είναι 4 χρόνια με ένα μέτωπο, ύστερα ανοίγεται δεύτερο στην αντίθετη πλευρά που επίσης ρητινεύεται 4 χρόνια. Η βραχυχρόνια διάρκεια της ρητινεύσεως δεν έχει πρακτικές συνέπειες στην αξία χρήσεως του ξύλου.

Εκτός από τυχόν παραμόρφωση και δαδοποίηση του ξύλου, η ρητίνευση έχει ορισμένες συνέπειες στην αύξηση των δέντρων. Το μέγεθος της επιδράσεως εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι είδος πεύκου, μέθοδος και χρονική διάρκεια ρητινεύσεως, αριθμός μετώπων, ηλικία και ευρωστία ρητινευόμενου δέντρου. Σε αμερικανικά πεύκα ρητινευόμενα με αποφλοίωση, παρατηρήθηκε ελάττωση αυξήσεως κατά 26%, αλλά η αξία της ρητίνης ήταν πολλαπλάσια (μέχρι 10 φορές περίπου) σε σύγκριση με την αξία του ξύλου που χάθηκε. Η ελάττωση της αυξήσεως είναι μεγαλύτερη σε νεαρά ταχυαυξή δέντρα, ενώ σε δέντρα που μεγαλώνουν αργά (έχουν στενούς αυξητικούς δακτυλίους) είναι πολύ μικρή ή δεν διακρίνεται. Ειδικότερες παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι η ελάττωση της αυξήσεως είναι μεγαλύτερη στην πλευρά της πληγής, και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν παρατηρείται σε όλη την περίμετρο του δέντρου. Εκτός από το πλάτος, ελαττώνεται το ποσό και η πυκνότητα του όψιμου ξύλου, και μεγαλώνει (3-4 φορές και περισσότερο) ο αριθμός των ρητινοφόρων αγωγών.

Οι αλλοιώσεις αυτές παρατηρούνται επάνω από το μέτωπο και μπορεί να φτάσουν σε αρκετά μεγάλο ύψος (5-10 μέτρα), αλλά η ένταση τους ελαττώνεται με την απόσταση από την πληγή και διαρκούν λίγα χρόνια (4-5) μετά την τελευταία πλήγωση. Ύστερα η δομή του ξύλου γίνεται κανονική.

Αλλες επιδράσεις εκδηλώνονται στην παραγωγή καρπών και σπόρων από τα ρητινευόμενα δέντρα.

Παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή
Η παραγωγή ρητίνης επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως είναι: είδος δέντρου, κληρονομικότητα, μέγεθος κόμης, στηθιαία διάμετρος, πλάτος μετώπου, ποιότητα εδάφους, καιρικές συνθήκες, διάρκεια ρητινεύσεως, αριθμός μετώπων και μέθοδος ρητινεύσεως.

1. Το είδος του δέντρου έχει μεγάλη σημασία. Όπως έχει προηγουμένως αναφερθεί, στην Ελλάδα ρητινεύεται μόνο η χαλέπιος πεύκη. Η τραχεία έχει εγκαταλειφθεί, γιατί δίνει μικρότερη ετήσια παραγωγή ρητίνης και η ρητίνευση θεωρείται οικονομικά ασύμφορη. Στην Ελλάδα η μέση ετήσια παραγωγή της χαλεπίου πεύκης είναι, 1,7-3,3 kgr/δέντρο και της τραχείας 1,1-2,3 kgr /δέντρο (δεν λαμβάνονται υπόψη αποτελέσματα από καθυστερημένη έναρξη ρητινεύσεως). Σε άλλες χώρες, η χαλέπιος πεύκης αναφέρεται ότι δίνει μεγαλύτερη παραγωγή, π.χ. 3,5 Κ9/δέντρο στην Τυνησία και 4,2 kgr /δέντρο στο Ισραήλ, είναι όμως πιθανό ότι δεν πρόκειται για γενικούς μέσους όρους αλλά για αποτελέσματα ορισμένων πειραμάτων. Στην Πορτογαλία, η θαλασσιά πεύκη (pinus maritima) δίνει μέση ετήσια παραγωγή 2,5 kgr /δέντρο και επίσης ρητινεύεται η κουκουναριά (Ρ. pinea), που η παραγωγή της είναι λίγο μικρότερη6. Στις Η.ΠΑ, η παραγωγή τοπικών ειδών είναι κατά μέσο όρο 4 kgr /δέντρο - αλλά φτάνει μέχρι 8,5 kgr /δέντρο (με μέτωπα που έχουν πλάτος ίσο με τη διάμετρο και πιθανώς ύστερα από γενετική επιλογή. Όμοια πειράματα στην Ελλάδα, με χαλέπιο και τραχεία πεύκη, δεν έδωσαν τέτοια παραγωγή.

2. Η επίδραση της κληρονομικότητας, γίνεται φανερή από παρατηρήσεις ότι γειτονικά δέντρα του ίδιου είδους και με τα ίδια αυξητικά χαρακτηριστικά μπορεί να παράγουν πολύ διαφορετικά ποσά ρητίνης. Οι διαφορές μπορεί να είναι πολλαπλάσιες, ενώ ορισμένα δέντρα δεν παράγουν σχεδόν καθόλου ρητίνη. Έχει βρεθεί από έρευνες ότι το χαρακτηριστικό αυτό διαβιβάζεται κληρονομικά, επομένως υπάρχει δυνατότητα γενετικής βελτιώσεως με επιλογή γονέων μεγάλης παραγωγής. Στις Η.Π.Α. είναι διαθέσιμοι σπόροι και φυτάρια πεύκων που προήλθαν από γενετική βελτίωση, και τίου φυτείες τους παράγουν σε μέσο όρο διπλάσια ρητίνη.

3. το μέγεθος της κόμης έχει στενή σχέση με την παραγωγή. Η κόμη πρέπει να εκτείνεται τουλάχιστο στο 1/3 του συνολικού ύψους του δέντρου για μια μέση παραγωγή. Δέντρα με μεγαλύτερη κόμη (1/2 του ύψους ή περισσότερο) είναι προτιομότερα, ενώ όταν η κόμη είναι μικρή (1/4 του ύψους ή λιγότερο) παρατηρήθηκε ότι παράγεται λίγη ρητίνη[ και συνήθως για λίγο καιρό14. Το μέγεθος της κόμης σχετίζεται και με τη χρονική διατήρηση της παραγωγής. Δέντρα με μεγάλη κόμη (1/3 -1/2 του ύψους) παράγουν την ίδια περίπου ποσότητα τρία ή περισσότερα διαδοχικά χρόνια, ενώ σε δέντρα με μικρή κόμη (μικρότερη από το 1/3 του ύψους) η παραγωγή ελαττώνεται από χρόνο σε χρόνο.

Το μέγεθος της κόμης επιδρά γιατί η ρητίνη είναι προϊόν φωτοσυνθέσεως, και υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο μέγεθος της κόμης και το ποσοστό σομφού ξύλου. Δέντρα με μεγάλη κόμη έχουν περισσότερο σομφό και, όπως είναι γνωστό, η ρητίνη κυκλοφορεί στους ρητινοφόρους αγωγούς του σομφού.

Σε περίπτωση μονόπλευρης κόμης η παραγωγή είναι μικρή ή ασήμαντη προς την πλευρά που δεν υπάρχει κόμη Επίσης, ο προσανατολισμός μονόπλευρης κόμης έχει σημασία. Κόμη με ανατολικό προσανατολισμό δίνει περισσότερη ρητίνη ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό του μετώπου. Δέντρα με επιπεδωμένη (ομπρελοειδή) κόμη (που σημαίνει ότι η «καθ' ύψος» αύξηση έχει σταματήσει) επίσης δίνουν μικρή παραγωγή.

4. Η στηθιαία διάμετρος είναι σημαντικός δείκτης παραγωγής, όταν οι άλλοι παράγοντες είναι ίδιοι (ποιότητα εδάφους, μέγεθος κόμης κ.ά.) Δέντρα με μεγαλύτερη διάμετρο δίνουν περισσότερη ρητίνη. Η σχέση αποδίδεται μάλλον στο πλάτος του μετώπου που γίνεται μεγαλύτερο σε μεγαλύτερα δέντρα. Με σταθερό πλάτος, η διάμετρος δεν φαίνεται να επηρεάζει την παραγωγή.

5. Η ποιότητα του εδάφους επηρεάζει τη παραγωγή με την έννοια ότι όσο γονιμότερο είναι το έδαφος τόσο ταχύτερα μεγαλώνουν τα δέντρα, και όσο ταχύτερα μεγαλώνουν τόσο περισσότερη ρητίνη παράγουν. Δέντρα που βρίσκονται σε γόνιμα, γεωργικά εδάφη που έχουν εγκαταλειφθεί, παράγουν περισσότερη ρητίνη από δέντρα που μόλις επιβιώνουν σε άγονα, πετρώδη εδάφη. Επίσης, η παρουσία υποβλαστήσεως (θάμνων) που συναγωνίζεταιι τα ρητινευόμενα δέντρα στις θρεπτικές ουσίες του εδάφους επιδρά περιοριστικά στην παραγωγή ρητίνης. 'Εχει παρατηρηθεί ότι απομάκρυνση της υποβλαστήσεως (σε ρητίνευση χαλεπίου πεύκης με πελέκηση) αύξησε την παραγωγή κατά 5-7% περίπου27 (σύμφωνα με παρατηρήσεις σε άλλα είδη πεύκης, 38-55%).

6. Οι καιρικές συνθήκες (θερμοκρασία, υγρασία κλπ.) επηρεάζουν τη ροή αλλά και την παραγωγή ρητίνης, γιατί σχετίζονται στενά με την αύξηση και φυσιολογία των δέντρων. Η παραγωγή είναι μεγαλύτερη τους θερμότερους και υγρότερους μήνες, και μπορεί να επηρεάζεται ακόμα και από τις καιρικές συνθήκες του προηγούμενου χρόνου. Επίσης, διαφορές έχουν παρατηρηθεί στη διάρκεια μιας μέρας (μικρότερη παραγωγή τις πρωινές ώρες, γιατί χαμηλές θερμοκρασίες ελαττώνουν τη ροή της ρητίνης).

7. Η παραγωγή ρητίνης μπορεί να μεταβάλλεται με τη διάρκεια ρητινεύσεως, αλλά η επίδραση δεν είναι σαφής. Έχει παρατηρηθεί ότι δέντρα που ρητινεύονται για πρώτη φορά παράγουν λιγότερη ρητίνη στους δυο πρώτους μήνες περίπου7, ότι η ροή ελαττώνεται βαθμιαία στη διάρκεια μιας περιόδου (έτους) ρητινεύσεως, και περισσότερη ρητίνη εκκρίνεται τις πρώτες ώρες ή μέρες μετά από κάθε πλήγωση (πελέκηση, αποφλοίωση).

8. Ρητίνευση με δύο μέτωπα, που ρητινεύονται συγχρόνως, δίνει λιγότερη παραγωγή) (70% περίπου) σε σύγκριση με την παραγωγή των ίδιων μετώπων ξεχωριστά.

9. Τέλος, η επίδραση της μεθόδου ρητινεύσεως δεν είναι σαφής. Η άποψη ότι αποφλοίωση και επίδραση με οξύ δίνει μεγαλύτερη παραγωγή, σε σύγκριση με πελέκηση, δεν υποστηρίζεται καθαρά από όσα είναι διαθέσιμα πειραματικά δεδομένα, μάλιστα έχει παρατηρηθεί και το αντίθετο . Οι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή, όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως και άλλοι, όπως π.χ. η επιδεξιότητα και εκπαίδευση των εργατών, η κατάσταση των εργαλείων και η ποσότητα του οξέος κάνουν δύσκολη την αξιολόγηση, που πρέπει να γίνεται με τις ίδιες συνθήκες. Πάντως, η σύγκριση πελεκήσεως και αποφλοιώσεως δεν έχει πρακτική σημασία. Η μέθοδος αποφλοιώσεως είναι οπωσδήποτε προτιμότερη μόνο για το γεγονός ότι εξασφαλίζει μεγαλύτερη παραγωγικότητα στην εργατική απασχόληση, αφού η επίσκεψη (επιστροφή) στο ρητινευόμενο δέντρο μπορεί να γίνεται σε πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

Απόσταξη ή πολτοποίηση ξύλου
(Επίδραση paraquat)
Ρητίνη παραλαμβάνεται από δαδοποιημένο ξύλο α. με απόσταξη και β. ως υποπροϊόν της παραγωγής ξυλοπολτού (με θειική μέθοδο, kraft). Πηγή είναι εγκάρδιο ξύλο (πρέμνα, κορμοί ακατάλληλοι για τεχνική χρήση) που περιέχει μεγάλα ποσά ρητίνης, ή σομφό ξύλο που εμποτίζεται τεχνητά με ρητίνη σε ζωντανά δέντρα. Με τις μεθόδους αυτές (δεν χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα) παράγονται χωριστά τα συστατικά της ρητίνης, κολοφώνιο και τερεβινθέλαιο.

Τεχνητή δαδοποίηση του σομφού παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο σε πεύκα που δίνουν μεγάλα ποσά ρητίνης με πλήγωση δέντρων (π.χ. χαλέπιο πεύκη), αλλά σε όλα τα πεύκα, και επομένως ρητίνη είναι δυνατόν να παράγεται και σε χώρες που δεν έχουν ρητινευόμενα είδη (π.χ. στη βόρεια Ευρώπη). Αλλα κωνοφόρα επίσης εμποτίζονται, αλλά δεν δίνουν οικονομικά υπολογίσιμα ποσά ρητίνης.

Ο εμποτισμός είναι αποτέλεσμα επιδράσεως με ορισμένα ζιζανιοκτόνα, και κυρίως με το paraquat (gramoxon), που προκαλεί συγκέντρωση πολύ περισσότερης ρητίνης σε σύγκριση με την περιεκτικότητα φυσιολογικού σομφού ξύλου.

Στη βιβλιογραφία αναφέρεται μέχρι και 20 φορές περισσότερη ρητίνη σε σύγκριση κανονικού και γειτονικού δαδοποιημένου σομφού ξύλου . Αλλά μόνο μέρος του σομού δαδοποιείται, και η δαδοποίηση φτάνει μόνο σε ορισμένο ύψος του κορμού. Σε τραχεία πεύκη που έγινε επέμβαση με διάφορες πυκνότητες paraquat (1,2 και 4%), δαδοποιημένο σομφό ξύλο βρέθηκε να περιέχει 21,5-29,2% ρητίνη σε σύγκριση με 0,6-1,5% που είχε γειτονικό σομφό. Η δαδοποίηση έφτασε σε ύψος 0,25-2 μέτρα, και η επί πλέον ρητίνη στα δαδοποιημένα κορμοτεμάχια υπολογίστηκε 3,1 - 9,6 φορές περισσότερη41. Ανάλογη, σημαντική αύξηση (2-10 φορές) έχει διαπιστωθεί και με άλλες μελέτες σε διάφορες χώρες (Η.Π.Α., Τσεχοσλοβακία, Φιλανδία, Ν. Αφρική κ.ά.)• Υπάρχει σημαντική διακύμανση που επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως είδος πεύκου, κλιματικές συνθήκες, πυκνότητα paraquat και ζωτικότητα των δέντρων.

Το paraquat ψεκάζεται σε αποφλοιωμένη λωρίδα του κορμού στη βάση του δέντρου ή εισάγεται με εμβολέα (injector). Το διάλυμα έχει πυκνότητα 2-5%, που εξαρτάται από το είδος πεύκου, εποχή του έτους και μέθοδος εφαρμογής. Ο εμποτισμός με ρητίνη εκτείνεται από 1-2 μέτρα επάνω από τη θέση εφαρμογής μέχρι 10 μέτρα και περισσότερο, σε διάστημα 12-18 μηνών. Έχει παρατηρηθεί ελάττωση αυξήσεως (μέχρι 25%), και μερικά δέντρα θανατώνονται ή προσβάλλονται από έντομα, ιδίως όταν δεν είναι ζωηρά και σε περιόδους ξηρασίας.

Η μέθοδος εφαρμόζεται και σε πρέμνα 18-24 μήνες πριν από την υλοτομία των δέντρων και paraquat εισάγεται σε οπές που ανοίγονται με τρυπάνι.

Το εμποτισμένο ξύλο θρυμματίζεται και τα συστατικά της ρητίνης παραλαμβάνονται με απόσταξη ή πολτοποίηση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.