Από τον Επιτάφιο του Γ. Ρίτσου
Ο Μάης φλογερός, όλο φως και τραγούδι. Αλλά και πολύ αίμα στις λεωφόρους και στις γειτονιές του κόσμου. Αιματοβαμμένες Πρωτομαγιές στο Σικάγο αλλά και στην Καισαριανή. Διαδηλώσεις και πορείες Ειρήνης. Μάης και η μεγάλη Νίκη των λαών, που την πλήρωσαν σκληρά οι μανάδες του κόσμου.
Μάης και η μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1936. Και η εργατομάνα Θεσσαλονίκη μετράει τα θύματα της. Η πρώτη δολοφόνα σφαίρα των δυνάμεων καταστολής βρήκε το παλικάρι από το Ασβεστοχώρι, τον Τάσο Τούση.
Το γεγονός αυτό ενέπνευσε τον Γ. Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο», που έγινε ο επιτάφιος θρήνος όλων των καιρών κι όλης της Ρωμιοσύνης, γιατί είναι έργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο. Έργο κορυφαίος διάδοχος της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητα, κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής.
Ο «Επιτάφιος» γράφτηκε «εν θερμώ». Όλη η ποίηση του Ρίτσου είναι βιωματική, αλλά μεσολαβούσε κάποιος χρόνος να κατασταλάξουν τα πράγματα... ενώ τούτο γράφτηκε συγχρόνως με τα γεγονότα.
Αρχές του Μάη του '36 ξεσπά μεγάλη καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη, που εξελίσσεται σε πανεργατική. Χωροφυλακή και ιππικό συγκρούονται με τους απεργούς και πρώτο θύμα είναι ο οδηγός Τ. Τούσης. Τον μεταφέρουν πάνω σε μια πόρτα στην κλινική «Ανδρεάδη» όπου διαπιστώνεται ο θάνατός του και από εκεί πηγαίνουν πορεία προς το Διοικητήριο. Η μητέρα βγαίνει να δει τι γίνονται τα κορίτσια της, μαθαίνει για το σκοτωμό του γιου της, ξεσπάει σε κλάματα, αλλά δεν σταματά την πορεία. Φτάνουν στο «Αλκαζάρ». Στο δρόμο τους σταματά ένα τανκ (είχε επικηρυχθεί στρατιωτικός νόμος), κι όταν το πλήρωμά του αντιλαμβάνεται πως οι διαδηλωτές έχουν πρόθεση να προχωρήσουν, πυροβολεί. Το πλήθος ακουμπά τότε την πόρτα με τη σορό του παλικαριού κάτω. Η μάνα πέφτει πάνω του κι αρχίζει να μοιρολογεί:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
Πουλάκι της φτωχής αυλής, ανθέ της ερημιάς μου
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
Και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Την επομένη ο Ρίτσος βλέποντας στην εφημερίδα τη φωτογραφία της μάνας με ανοιχτά τα χέρια, σαν δυο πληγωμένες φτερούγες, να οδύρεται καταμεσής στο δρόμο, πάνω από το σκοτωμένο παιδί της, συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με 14 ποιήματα, το θρήνο και το σπαραγμό της τραγικής μάνας για τον αδικοχαμένο γιο της, αλλά μαζί και την οργή για τους δολοφόνους του.
Και' γω η φτωχή και' γω η λιγνή, μεγάλη μέσα σ' όλους,
Με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους
Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ' αγρίμια
Που μου' καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια
Ωστόσο κεντρικό στοιχείο, το καθ' αυτό μήνυμα του, δεν είναι η θλίψη και ο ψυχικός μαρασμός, η απογοήτευση και ο πεσιμισμός, αλλά η λαϊκή δύναμη και υπερηφάνεια, η θέληση αυτής της γυναίκας να «ζωντανέψει» το παιδί της ξανά, ζωντανεύοντας στη δική της ψυχή, στη δική της ζωή, τα δικά του οράματα
Πού σαι, καλέ μου, να χαρείς και να σταθείς κοντά μου;
Ακου τα λόγια σου λαλώ και πλάτυνε η καρδιά μου.
Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν,
Κι όσοι αγαπιούνται και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν...
Η σύνθεση αυτού του έργου, του οποίου ο αρχικός τίτλος ήταν «Μοιρολόι-αφιέρωμα στους νεκρούς της Θεσσαλονίκης», σήμανε την ώρα της μεγάλης ωρίμανσης του Ποιητή, ποιητικής και ιδεολογικής. Γράφτηκε μάλιστα πως η ποίηση μας άλλαξε δρόμο μετά το περίφημο εκείνο «άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης».
Για πρώτη φορά ο Γ. Ρίτσος υπογράφει με το πραγματικό του όνομα -ως τότε χρησιμοποιούσε το όνομα του αναγραμματισμένο Γ. Σοστίρ. Ο «Επιτάφιος» έμελλε να γνωρίσει δόξα από τα πρώτα κιόλας «βήματά» του. Εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα-ρεκόρ για την εποχή του. Και τόσο γρήγορα εξαντλήθηκε το βιβλίο ώστε, όταν τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, «εν πομπή και παρατάξει», έκαιγαν μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός, τα «ανατρεπτικά», όπως έλεγαν αυτοί, βιβλία, είχαν απομείνει μονάχα 250 αντίτυπα να καούν.
...Κι ως στέκουσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν' ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες κι η κάμαρα καράβι...
Και το καράβι βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι
Και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.
Ο «Επιτάφιος» με τη γρήγορη περπατησιά των στίχων και τους ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους έχει ύφος γνήσιο λαϊκό, όπως το δημοτικό τραγούδι. Ο ίδιος ο Ποιητής το 1978 λέει: «Έγραψα τον «Επιτάφιο»σε μια εποχή όπου τα πνευματικά ρεύματα σ' όλο τον κόσμο δημιουργούσαν εκτροπές από τις παραδόσεις...σαν μια κατοχύρωση της εθνικής και φυλετικής ταυτότητας, σε καθαρά δημοτικά μέτρα.... Κάθε τόσο, σε κρίσιμες στιγμές, που η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το πρόσωπό της, επανέρχομαι στον 15/σύλλαβο (όπως και στα «18 λιανοτράγουδα», γιατί εκεί υπάρχει ολόκληρη η ιστορία του Ελληνισμού, η ιστορία των αγώνων αλλά και η αισθητική καταξίωση τους.... Και ακριβώς αυτό κάνει εδώ: καταξιώνει αισθητικά με τον ιαμβικό 15σύλλαβο και τη ρωμαλέα ποιητική του γλώσσα το μεγάλο γεγονός της πανεργατικής απεργίας της θεσσαλονίκης που άφησε πίσω της πολλούς νεκρούς.
Κάτι παρόμοιο όμως εννοεί και ο Ζεράρ Πιερά όταν λέει για τον «Επιτάφιο»: Ο «Επιτάφιος» είναι μια σημαντική γέννηση. Το ποίημα αυτό που ξετυλίγει μέσα σε 20 τραγούδια (προστέθηκαν στην πορεία τα υπόλοιπα) το μοιρολόι της μάνας απελευθερώνει με μιας το Γ. Ρίτσο από το φορμαλισμό... Κανένα ίχνος σαρκασμού ή ρητορείας. Ένας λυρισμός γυμνός, ολοζώντανος, σε μια γλώσσα οικεία και ταυτόχρονα υπερβολικά πολύτιμη... Ένας λυρισμός δεμένος με τη συλλογική μνήμη που φέρνει μέσα της το λαϊκό τραγούδι, την ειδωλολατρική μυθολογία και ορθόδοξο τελετουργικό. Χάρη σ' ένα παράδοξο, που δεν μπορεί να γίνει νοητό παρά μόνο σ' ένα λαό, που προσπαθούν να τον κάνουν να απαρνηθεί τον εαυτό του, η παράδοση γίνεται επαναστατική διεκδίκηση, εχέγγυο εθνικής ανεξαρτησίας και πηγή πολιτιστικής αναγέννησης»
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάκτυλα περνούσα....
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο...
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη....
Χείλι μου μοσχομύριστο που ως λάλαγες άνθιζαν λιθάρια και ξερόδενδρα κι αηδόνια φτερουγίζαν.
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κ' είχες τις χάρες όλες...
Τι κάνει αλήθεια αυτή η μάνα στο μοιρολόι της; Τον τραγουδάει; Τον χαϊδεύει; Τον καμαρώνει;
Όταν του λέει «είχες τις χάρες όλες» δεν μένει τίποτε να προσθέσει. Κι όμως συνεχίζει μέσα από την απύθμενη καρδιά της, που δεν είναι παρά αυτή του λαού μας, όπως εκφράζεται μέσα από τα δημοτικά τραγούδια-μοιρολόγια.
Γιε μου δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω να σπαράζω,
Για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.
Η ίδια θα πει:
Πότε τις χάρες σου, μια-μια, τις παίζω κομπολόι
Πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τις δένω μοιρολόι.
Πάντως η ισχυρή επίπτωση που έχει επάνω μας το ποίημα προέρχεται από την αλήθεια που αυτό περικλείει και από το γεγονός ότι ο ποιητής ήταν άξιος να βρει τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα για να μας δώσει με τον αψεγάδιαστο στίχο του αυτή την Αλήθεια, στο όνομα της οποίας η μάνα στον «Επιτάφιο» δε στέκει παθητική απέναντι στη μοίρα της. Ακόμη και στον Επουράνιο δε θα διστάσει να πει:
Κι, αχ θε μου, θε μου, αν ήσουν θεός κι αν ήμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ τα δόλια πλάσματα σου.
Γιε μου καλά μου τα' λέγε το γνωστικό σου αχείλι
Κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ' αργασμένα μπράτσα
Και σκιάχτρα στέκουνται οι θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Έτσι αυτόματα αρχίζει η συνειδητοποίηση της μάνας. Κι εκεί ακριβώς έγκειται και ο ηρωισμός της. Γκρεμισμένα όνειρα, πόνος, σπαραγμός, μοιρολόι, αλλά στο τέλος θριαμβεύει η ζωή. Στο λιακωτό που κοίταζε ο γιος η μάνα αρμέγει τώρα το φως της οικουμένης. Ο Ρίτσος πιάνει καλά το σφυγμό της ζωής. Και δεν το κρύβει. Αλλά με όση τόλμη μας το αποκαλύπτει, μας υποχρεώνει και να δοκιμάσουμε την εκπληκτική χαρά της γόνιμης δυνατότητας ζωής, που καμιά συμφορά, κανένας πόνος δεν μπορεί να παραμερίσει το δικαίωμα για πιότερη ανθρωπιά.
Κι αντίς τ' άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
Και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρύζω
Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
Σου πήρα το τουφέκι σου' κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
Εν κατακλείδι ο «Επιτάφιος», με απόηχους από τον επιτάφιο θρήνο, το δημοτικό τραγούδι, το μανιάτικο μοιρολόι, την Ερωφίλη, αλλά και τη μάνα του Γκόρκι, είναι μια μείζων ποιητική σύνθεση, που τη διατρέχει ένα παλλόμενο πάθος, ένα πένθος ένδοξο, θλίψη ισορροπημένη θαυμαστά. Η φιγούρα της συντετριμμένης μάνας, που μοιρολογά το σκοτωμένο της αγόρι με απελπισία και τρυφερότητα, που ξεκινά σε απόλυτο σκοτάδι (κι ο ήλιος κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει) για να φτάσει στο φως της «ανάστασης» (φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα), είναι μια φιγούρα σπαρακτική, πολύ οικεία για τον αναγνώστη.
Ο «Επιτάφιος»θα γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής ιδίως μετά τη μελοποίηση του από το Μ. Θεοδωράκη, στη 10ετία του' 50. Ο Τάσος Τούσης θα ταυτιστεί με άλλους δολοφονημένους αγωνιστές. Όταν ο κόσμος πληροφορείται έξω από το ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης το θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη, Μάης και τότε του 1963, αρχίζει να τραγουδά «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες...»
Αλλά πάλι «Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολονών, έμπα βαθειά και ζήσε».
Κι έτσι έγινε. Ο «Επιτάφιος» πέρασε «μέσα στις φλέβες» των παλιότερων γενιών. Έγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την Ελπίδα και την Προοπτική.
Ελένη Λάμπρου
(αφιερωμένο στη μάνα, είτε ως αφέντρα, είτε ως αγωνίστρια, είτε ως μοναχική οδοιπόρος της ζωής)