Όσοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία λέγονται τσοπάνηδες. Με το ίδιο όμως όνομα λένε και τον ψυχογιό που τυχόν έχουν για να φυλάει τα πρόβατα ή τα γίδια. Αν αυτός είναι σε πολύ νεαρή ηλικία τον λένε και τσοπανόπουλο.
Μερικοί κτηνοτρόφοι που έχουν λίγα πρόβατα ή γίδια τα δίνουν «μισακά» σε άλλους τσοπαναίους.
Αυτός που φιλοξενεί τα πρόβατα λέγεται μισακάρης και αυτός που τα έχει δώσει για φύλαξη λέγεται αφεντικό. Από τα πρόβατα ή γίδια που φιλοξενεί ο μισακάρης, πρέπει να δώσει το μισό γάλα, μαλλί, νεογέννητα αρνιά ή κατσίκια στο αφεντικό, ενώ συνυπολογίζει και κρατάει τα ανάλογα έξοδα που έχει κάνει για τη διατροφή τους.
Υπάρχει όμως και η συμφωνία με τα λεγόμενα «κεφαλιακά». Σ' αυτή την περίπτωση, ο μισακάρης δίνει στ' αφεντικό, καθορισμένες ποσότητες γάλα, τυρί, αυγά και μαλλιά κάθε χρόνο, ανάλογα με τον αριθμό καφαλιακών προβάτων ή γιδιών και στο τέλος του συμβολαίου είναι υποχρεωμένος να παραδώσει όσα κεφάλια (ζώα) είχε πάρει στην αρχή και της ίδιας περίπου ηλικίας (πρέπει δηλαδή να κρατάει μικρά για ανανέωση κατά τη διάρκεια της κολιγιάς).
Μεγάλοι τσελιγκάδες ελάχιστοι υπήρξαν στο χωριό μας, οι πιο μεγάλοι έφταναν τα 500 με 600 ζώα και μερικοί ελάχιστα παραπάνω.
Όσοι έτρεφαν γίδια λέγονταν γιδαραίοι ή γιδάρηδες και όσοι είχαν πρόβατα προβαταραίοι.
Οι μισές περίπου οικογένειες του χωριού ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και πολλοί απ' αυτούς και με τη γεωργία, αν τα ζώα που έτρεφαν ήταν λίγα και μπορούσαν να εξοικονομήσουν χρόνο.
Η ζωή τους ήταν πάρα πολύ σκληρή. Το χειμώνα οι περισσότεροι κατέβαιναν στα χειμαδιά και ζούσαν εκεί οικογενειακώς. Τα χειμαδιά που κατέφευγαν οι Στενιώτες ήταν στην Παναγίτσα, στον Βατώντα, στο Πέι, στη Ριτσώνα και στα αρβανιτοχώρια.
Όσοι δεν πήγαιναν στα χειμαδιά ξεχειμώνιαζαν κυρίως στον Πύργο (Σκουντέρι)
Η απομάκρυνση τους απ' το χωριό τους επιβάλει ζωή χωρίς καθόλου ανέσεις. Στην εποχή που τα ζώα γεννούν, τότε υποφέρουν κυριολεκτικά, γιατί δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το κοπάδι τους ακόμα και τη νύχτα. Η ζωή τους είναι λιτή, τα φαγητά τους περιορισμένα. Τα ρούχα τους χοντρά (κάπες, καπότια, πατατούκες, μάλλινα χοντρά παντελόνια και τα παπούτσια τους βαριά με πολλές πρόκες καρφωμένες στο κάτω μέρος της σόλας (προκιασμένα).
Κάθε στάνη χωρίζεται σε πολλά κομμάτια. Έτσι στα γίδια έχουμε στέρφα, γαλάρια, βιτούλια και κατσίκια, ενώ στα πρόβατα έχουμε στέρφα, γαλάρια, ζυγούρια και αρνιά. Γι' αυτό χρειάζονται πολλοί άνθρωποι για να τα «γυρίζουν». Παίρνουν μέρος σ' αυτή τη δουλειά ακόμα και τα παιδιά. Αλά και οι γυναίκες έχουν πολλές δουλειές πέρα απ' το νοικοκυριό τους. Πρέπει να καθαρίσουν το μαντρί και να φέρουν κλαρί (τρυφερούς βλαστούς) για τροφή του κοπαδιού το βράδυ.
Λιβάδια στην περιοχή του χωριού δεν υπάρχουν. Τέλος Απριλίου με αρχές Μαΐου που έρχονται τα πρόβατα από τα χειμαδιά ανεβαίνουν στο βουνό, στις Αλαταρές και στην ευρύτερη περιοχή τους (λειρί, λιβαδάκια κ.λ.π).. Όταν μαζεύουν το βίκο και τη φάβα κατεβαίνουν κάποιοι στα θερισμένα χωράφια και μετά από καμιά εικοσαριά μέρες που θερίζουν και το σιτάρι και αργότερα τα ρεβίθια τα ζώα βοσκούν ελεύθερα στις καλαμιές.
Σε μερικά σημεία όμως «αμποδάνε» (απαγορεύουν τη βοσκή) σε άσπαρτες περιοχές, οπότε πρέπει να τα νοικιάσει ο τσοπάνης, δίνοντας στον ιδιοκτήτη του χωραφιού σαν ενοίκιο, χρήματα ή συνήθως τυρί ή μαλλί.
Η περιοχή που απαγορευόταν η ελεύθερη βοσκή στη Στενή ήταν στην περιοχή του Πύργου (Παλιοχώρι), από το ποτάμι μέχρι Βαθερή, Μπαχούνες κλ.π. Τροφή για τα ζώα τους, εκτός απ' τη βοσκή, προμηθεύονται βαμβακόπιτα και καλαμπόκι απ' το εμπόριο και μερικοί από το γαλατά τους, που τους δίνει με πίστωση και παίρνει το γάλα τους την άνοιξη.
Το μαντρί και η καλύβα
Το μαντρί των τσοπάνηδων είναι το δεύτερο σπίτι τους. Σ' αυτό περνούν το μισό χρόνο. Γι' αυτό εκτός από τα κτίσματα για τα ζώα τους έχουν και το καλύβι που ζουν οι ίδιοι.
Το μαντρί φτιάχνεται σε μέρος που το έδαφος έχει λίγη κλίση και δεν είναι υγρό. Επίσης πρέπει να είναι σε μέρος που δεν το πιάνουν πολύ οι αέρηδες (παγκιάνεμο).
Στήνουν γύρω - γύρω, βαθιά μπηγμένα στη γη διχάλες ξύλινες (φούρκες), οι οποίες είναι στηριγμένες με ψαλίδια και από πάνω μπαίνουν τα πατερόξυλα, διάφορα ψιλά ξύλα, αλλά κυρίως μεγάλα κλαριά από πεύκο (πευκαρούδια). Η οροφή στο κέντρο του μαντριού είναι ανοιχτή, μιας και τα πευκαρούδια σκεπάζουν ελάχιστα το χώρο περιμετρικά. Στο κέντρο του μαντριού ή κάποιες φορές και σε κάποια άκρη του υπάρχει περιφραγμένος και στεγασμένος χώρος για τα αρνιά ή τα κατσίκια που το λέμε «τσάρκο» ή «μπλετς». Όλο αυτό το συγκρότημα αποτελεί το μαντρί και πρέπει να είναι τόσο μεγάλο ώστε να χωράει όλο το κοπάδι. Είσοδο έχει στο φράχτη την «αμπουριά», που είναι κι αυτή φτιαγμένη μα κλαδιά. Έξω από το μαντρί ή συνήθως μέσα σ' αυτό είναι τα» «κουρίτια» που ρίχνουν την τροφή για τα ζώα. Η καλύβα (το καλύβι) στο οποίο μένουν οι τσοπάνηδες είναι λίγο πιο πέρα από το μαντρί. Το καλύβι είναι κι αυτό φτιαγμένο από κλαριά, αλλά τις περισσότερες φορές είναι με ξερολιθιά, ενώ για σκεπή έχει κλαριά δεμένα με σύρμα που ακουμπάνε πάνω στα δοκάρια που είναι στερεωμένα από τοίχο σε τοίχο. Παράθυρο δεν υπάρχει παρά μόνο η πόρτα που κι αυτή τις περισσότερες φορές δεν κλείνει γιατί πρέπει να φεύγει ο καπνός από τη φωτιά που καίει νύχτα μέρα μέσα στο καλύβι. Ο χώρος της είναι τόσος, όσο χρειάζεται για να μπορούν να κοιμηθούν όλα τα άτομα της οικογένειας στη σειρά και να περισσεύει μια γωνιά για τη φωτιά.. Σκεύη σχεδόν δεν υπάρχουν εδώ. Είναι φυλαγμένα στο χωριό και μεταφέρονται όταν αρχίζει το πολύ γάλα ή όταν πρόκειται να μεταφερθούν στο χειμαδιό ή στα ψηλώματα την άνοιξη.